Η Εκκλησία ως χορηγός της σωτηρίας.
Γεωργίου Γ. Γαλίτη, Αποκάλυψη και Εκκλησία, Εισηγήσεις στο Θεολογικό Συνέδριο της Ι. Μητροπόλεως Ηλείας, εκδ. Ι. Μητροπόλεως Ηλείοας, Πύργος 2006, σελ. 56-70
Η έννοια της Εκκλησίας δεν μπορεί να χωρισθεί από την έννοια της σωτηρίας" και η σωτηρία δεν μπορεί να χωρισθεί από την έσχατολογική προοπτική της βασιλείας των ουρανών. Η βασιλεία των ουρανών βιοϋται μέσα στο λειτουργικό χρόνο και ο λειτουργικός χρόνος είναι η βίωση του παρελθόντος και του μέλλοντος στο παρόν. Όταν λέμε «Ή Παρθένος σήμερον τον ύπερούσιον τίκτει», το έσχατολογικό γεγονός που έγινε κάποτε το βιώνουμε σήμερα. Οι έσχατες μέρες άρχισαν με την έλευση του Χριστού και τελειώνουν με την επανέλευση του Χριστού. Στην πρώτη έλευση ο Χριστός ήρθε για να σώσει τον κόσμο δια της Εκκλησίας , στην δεύτερη θα έρθει για να κρίνει τον κόσμο, να κρίνει ποιος δέχθηκε το μήνυμα της σωτηρίας και ποιος το απέρριψε. Αυτά τα έσχατα τα βιώνουμε ως παρόν μέσα στην Εκκλησία. Όταν λέμε «Ιδού ό νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός», μεταφέρουμε στο σήμερα το έσχατολογικό γεγονός της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού. Μέσα στην Εκκλησία βιώνουμε την έσχατολογική προοπτική της Εκκλησίας ως λειτουργικό παρόν . Και αυτό δεν μπορεί να αυτονομηθεί από την έννοια της σωτηρίας .
Όταν λέμε σωτηρία, την ταυτίζουμε με την βασιλεία των ουρανών, με την απόλαυση της βασιλείας των ουρανών. Που θα τη βρούμε τη σωτηρία; Η σωτηρία βρίσκεται μόνον μέσα στην Εκκλησία. Αυτό το έλεγε επιγραμματικά ο Κυπριανός: Extra Ecclesia nulla salus, εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία. Δεν ξέρουμε τι θα κάνει ο Θ εός με τους εκτός της Εκκλησίας, αυτό είναι στο χέρι του Θεού, αλλά εμείς γνωρίζουμε ότι η σωτηρία βρίσκεται μόνον μέσα στην Εκκλησία, μόνον μέσα ?χετε ζωήν ἐν ἑ αυτοῖς» (Ιω. 6, 53). Για να έχεις ζωή, πρέπει να μετάσχεις στη Θεία Ευχαριστία. Εφόσον η Θεία Ευχαριστία πραγματώνεται και προσφέρεται μόνον μέσα στην Εκκλησία και εφόσον έξω από την Εκκλησία δεν μπορούμε να βρούμε την αιώνιο ζωή, καταλαβαίνουμε ότι η σωτηρία βρίσκεται μόνον μέσα στην Εκκλησία, που οικοδομείται μέσω της Θείας Ευχαριστίας και φανερώνεται με τη Θεία Ευχαριστία. Όπως λέγει ο 'Aγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας, «ἡ Ἐκκλησία σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις» (Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας, ΡG 150, 452 ο)' καί τό κύριο μυστήριο βέβαια, τό μυστήριο της Εκκλησίας, είναι τό μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Αυτό τό «σημαίνεται» είναι παραπάνω άπό τό φανερώνεται. Όπου τελείται ή Θεία Ευχαριστία εκεί βρίσκεται η Εκκλησία, και όπου η Εκκλησία, εκεί τελείται η Θεία Ευχαριστία, για να ως μηθεί η Εκκλησία. Συνεπώς το «σημάδι», με το οποίο «σημαίνεται» η ύπαρξη της Εκκλησίας, είναι η Θεία Ευχαριστία: η Θεία Ευχαριστία είναι το κεντρικό σημείο, το πληρωτικό και το δομικό στοιχείο των μυστηρίων.
Τη σωτηρία ως κατανίκηση της φθοράς και του θανάτου δεν τη βρίσκει μόνον ο άνθρωπος. Η σωτηρία δεν ήλθε μόνον για τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος στην πτώση του συμπαρέσυρε την κτίση, η οποία «συστενάζει και συνωδίνει» με τον άνθρωπο, «ἀπεκδεχομένη τήν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ», «ἐπ' ἐλπίδι ὅτι καί αὐτή ἡκτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 8, 1922). Δηλαδή ο άνθρωπος, απελευθερούμενος και σωζόμενος, σώζει και την κτίση, την οποία συμπαρέσυρε στη φθορά και για την οποία είναι υπεύθυνος, είναι υπεύθυνος για την σωτηρία και για την διαφύλαξή της. Όπως ο άνθρωπος επανέρχεται στο «ἀρχαῖον κάλλος», με τον ίδιο τρόπο και η κτίση επανέρχεται στο αρχαίο κάλλος: «Καί εἶδεν ὁ Θεός τά πάντα, ὅσα ἐποίησε, καί ἰδού καλά λίαν» (Γεν. 1, 31). Η επαναφορά γίνεται και αυτή διά της Θείας Ευχαριστίας:
Βέβαια η Εκκλησία ευλογεί την κτίση. Δεν ευλογεί μόνον τον άνθρωπο. Ευλογεί τους ανθρώπους, αλλά ευλογεί και την κτίση όλη, είτε αγιάζοντας την ως ύδατα, άρτους, βάγια, είτε χρησιμοποιώντας την ως εικόνες, κεριά, είτε αγιάζοντας με τον βασιλικό... Η όλη κτίση αγιάζεται και ευλογείται και σώζεται μέσα στην Εκκλησία. Το κυριότερο όμως στοιχείο με το οποίο η κτίση αγιάζεται και λυτρώνεται είναι η προσφορά του άρτου και του οίνου κατά τη Θεία Ευχαριστία. Αυτό που προσφέρει ο άνθρωπος, το προσφέρει ως ευχαριστία εκ μέρους ό λης της κτίσεως προς το Θεό. Το πρόσφορο είναι η προσφορά του ανθρώπου προς το Θεό, αλλά το υλικό στοιχείο των Τιμίων Δώρων το παίρνουμε από την κτίση, ως προσφορά της κτίσεως προς το Θεό. Αυτό μεταβάλλεται σε σώμα και αίμα Χριστού.
Αλλά δεν είναι μόνον το υλικό στοιχείο. Δεν προσφέρουμε σίτο και σταφύλια, αλλά προσφέρουμε άρτο και οίνο. Για να γίνει ο σίτος άρτος και να γίνει το σταφύλι οίνος χρειάζεται μία προσφορά έργου, μία επεξεργασία εκ μέρους του ανθρώπου. Προσφέρουμε λοιπόν και τον κόπο του ανθρώπου. Και ο μόχθος του ανθρώπου αγιάζεται αντιπροσωπευτικά με την προσφορά αυτή της Θείας Ευχαριστίας. Είναι δώρα, Τίμια Δώρα, δώρα του ανθρώπου προς τον Θεό, δώρα της κτίσεως δια του ανθρώπου προς τον Θεό αλλά και δώρα του Θεού προς τον άνθρωπο· γι' αυτό λέμε: «Τά σά ἐκ τῶν σῶν, σοί προσφέρομεν». Είναι του Θεού, τα παίρνουμε εμείς και τα δίνουμε πάλι στο Θεό. Είναι προσφορά και αντιπροσφορά.
Παίρνοντας ο άνθρωπος την προσφορά αυτή της Θείας Ευχαριστίας παίρνει την αφθαρσία, την σωτηρία. Ο Θεός αφθαρτοποιεί την ανθρώπινη φύση και την κάνει αθάνατη. Μ' αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος γίνεται αθάνατος. Η ύλη μεταστοιχειώνεται μέσα στην Εκκλησία. Η ύλη γίνεται Τίμια Δώρα, σώμα Χριστού, Εκκλησία, και όλα αυτά προσφέρονται στον Θεό ως ευχαριστία, ως Θεία Ευχαριστία.
Αυτά τα Τίμια Δώρα προσδέχεται ο Θεός «εἰς τό ἅγιον καί ὑπερουράνιον καί νοερόν αὐτοῦ θυσιαστή ριον», καί σ' αὐτήν τήν ὑψηλή θέση βρίσκεται ἡ ὕλη. Το τονίζω αυτό, για να το αντιπαραθέσω με την θέση της ύλης στον Υλισμό. Πού τη θέτει την ύλη ο Υλισμός ; Πολύ υψηλά. Τη θέτει εκεί που την τοποθετεί ο Χριστιανισμός; Εμείς τη θέτουμε στα δεξιά του Θεού. Ο Χριστός προσέλαβε την ύλη μέ τήν ανθρώπινη φύση. Την ανθρώπινη φύση, την ύλη, τη σάρκα, τη δική μας σάρκα, την παίρνει ο Θεός, την αφθαρτοποιεί και την καθίζει στα δεξιά του Πατρός. Το σώμα του Χριστού, αναστημένο και αφθαρτοποιημένο ανελήφθη και ανήλθε στους ουρανούς, και εκάθισεν εκ δεξιών του Πατρός. Δεν υπάρχει άλλο υψηλότερο σημείο από τα δεξιά του Πατρός, που είναι η τιμητικότερη θέση. Στον ίδιο το θρόνο του Θεού ανεβάζει η Εκκλησία την ύλη. Αυτό είναι, θα λέγαμε, ο χριστιανικός Υλισμός. «Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο» (Ίω. 1, 14): σαρξ έγινε ο Θεός. Αυτή η «θέωση» της ύλης πραγματοποιείται μέσα στην Εκκλησία. Αγιάζεται η ύλη, αγιάζονται όλα τα στοιχεία που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος και αυτά όλα δίνουν μια οντολογική ανύψωση της ύλης και μεταμόρφωση της προς την καινή κτίση, για την οποία ομιλεί η Γραφή. Αυτή την έννοια έχει και η ευχή της Αρτοκλασίας: «Ὁ εὐλογῶν καί ἁγιάζων τά σύμπαντα», όλο το σύμπαν, όλα τα σύμπαντα, τα πάντα.
Κατόπιν τούτων η Θεία Ευχαριστία δεν είναι μια πράξη ατομικής ευσέβειας. Δεν κοινωνούμε απλώς για να γίνουμε καλύτεροι, για να πάρω εγώ το Χριστό μέσα μου, ο καθένας ξεχωριστά· ο σκοπός της κοινωνίας, ο σκοπός που όρισε ο Χριστός να κοινωνούμε, δεν είναι μόνον αυτός: ο σκοπός είναι να πραγματώσουμε την Εκκλησία, να κτίσουμε την Εκκλησία, στις φλέβες του καθενός από εμάς να ρέει το ίδιο αίμα, το αίμα του Χριστού, που είναι το αίμα της κεφαλής της Εκκλησίας, κάνοντας μας έτσι ένα σώμα, το σώμα του Χριστού.
Η Θεία Ευχαριστία λοιπόν, η Λειτουργία με την οποία τελείται η Θεία Ευχαριστία, είναι η εν τόπω και εν χρόνω έκφραση και πραγμάτωση του μυστηρίου τής Εκκλησίας και είναι ο τρόπος δια του οποίου σημαίνεται η Εκκλησία και σώζεται ο άνθρωπος· και εφόσον η Εκκλησία οικοδομείται από τους μετέχοντες στη Θεία Ευχαριστία, αυτοί γίνονται «λίθοι ζώντες» (Α ' Πέτρ. 2, 5), με τους οποίους οικοδομείται αυτό το πνευματικό οικοδόμημα, η θεία οικοδομή («Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε», Α ' Κορ. 3, 9). Μια οικοδομή, της οποίας θεμέλιο είναι οι Απόστολοι, που τους έθεσε ο Χριστός ως θεμέλιο, και γι' αυτό ονομάζουμε αποστολική την Εκκλησία.
Οι Απόστολοι ίδρυσαν Εκκλησίες. Άφησαν επισκόπους στις Εκκλησίες αυτές, και οι επίσκοποι αυτοί άφησαν επίσης διαδόχους, αυτοί άλλους, εκείνοι άλλους και φτάνουμε μέχρι τους σημερινούς επισκόπους. Η αποστολική διαδοχή δεν έχει κανένα άλλο σκοπό παρά τη διατήρηση της ορθής πίστεως. Δεν είναι κάτι το μαγικό, αλλά είναι το εχέγγυο της ορθής πίστεως. Δεν χειροτονείται από έναν ο επίσκοπος, αλλά από πολλούς, πράγμα που εγγυάται τα η μεταβίβαση της ορθής πίστεως της καθολικής Εκκλησίας. Ο ένας επίσκοπος χειροτονεί τον ιερέα. Ο ιερέας είναι εις τύπον και εις τόπον Χριστού, αλλά δια του επισκόπου. Σε έναν τόπο δεν υπάρχει δεύτερος επίσκοπος. Ο επίσκοπος είναι υπεύθυνος για τον πρεσβύτερο, αλλά για τον επίσκοπο, για την ορθή πίστη του, είναι υπεύθυνη όλη η Εκκλησία, εκφραζόμενη δια της συνόδου των επισκόπων και δια της πλειάδος των χειροτονούντων.
Βέβαια η συνοδικότητα δεν αποκλείει ενδεχόμενες συγκρούσεις. Όμως, αυτό είναι το στοιχείο της δημοκρατίας στην Εκκλησία. Η πρώτη σύνοδος στην Εκκλησία ήταν η Αποστολική (Πράξεων 15), στην οποία ελύθη η διαφωνία Πέτρου και Παύλου, των δύο κορυφών. Ειρηνικά εν Α γίω Πνεύματι συνήλθαν και απεφάσισαν: «Ἔδοξε τῷ Ἁ γίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν... » (Πράξ. 15, 28). Αυτή είναι η έννοια της συνοδικότητας, που την κρατά ζηλότυπα η ορθόδοξη Εκκλησία και αυτή είναι που διατηρεί την ορθή πίστη.
Στο πλαίσιο της φροντίδας για τη διατήρηση της ορθής πίστεως δεν εκλέγεται ο επίσκοπος από έναν (στην ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ο Πάπας ορίζει τον επίσκοπο), αλλά αποφασίζει η σύνοδος. Η σύνοδος αποφασίζει, έχοντας ως προϋπόθεση την ορθή πίστη, και, ο εκλεγείς απαγγέλλει κατά την χειροτονία του το «Πιστεύω». Μ' αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται η αποστολικότης της πίστεως. Η πίστη είναι η πίστη των Αποστόλων, που διασφαλίζεται με την αποστολική διαδοχή.
Ποίου διάδοχος είναι, πόθεν έλκει την χειροτονία ένας επίσκοπος ; Είναι διάδοχος όχι ενός επισκόπου, ούτε ενός Αποστόλου μόνον, αλλά όλων των Αποστόλων. Λέγει ο Κύριλλος Αλεξανδρείας (ΡG 74, 717720), ερμηνεύοντας το χωρίο «Ἔστη - ο Χριστός- εἰς τό μέσον, καί λέγει αὐτοῖς εἰρήνη ὑ μῖν... ἄ ν τίνων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς... Θωμᾶς δέ εἰς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ' αὐτῶν ὅ τε ἦ λθεν ὁ Ἰ ησοῦς» (Ι ω. 20, 2123): ο Θωμάς δεν ήταν μετ' αυτών δεν έλαβε την εξουσία του δεσμείν και λύειν ; Βεβαίως, και αυτός την έλαβε, διότι η εξουσία του δεσμείν και λύειν, η ιερατική εξουσία δηλαδή, το επισκοπικό αξίωμα, εδόθη «εἰς ἅπαντα τόν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων χορόν» και όχι σε έναν μεμονωμένα. 'Aρα λοιπόν, για να είσαι νόμιμος επίσκοπος, πρέπει να ανήκεις στον «τῶν Ἀποστόλων χορόν», να είσαι ενωμένος με το χορό των Αποστόλων, με την νόμιμη χορεία των ποιμένων της Εκκλησίας. Αν δεν είσαι ενωμένος με αυτήν, δεν ανήκεις στο χορό των Αποστόλων. 'Aρα οι σχισματικοί, που απεσχίσθησαν από την Εκκλησία, και όχι μόνον οι αιρετικοί, δεν ανήκουν πλέον στον «τῶν Ἀποστόλων χορόν».
Παράλληλο προς το θέμα της συνοδικότητος είναι το θέμα της ἑ νότητος ἐν τῇ πολλαπλότητι. Ο Θεός είναι ένας. Ο τριαδικός Θεός είναι ένας εν τρισί προσώποις. Και η Εκκλησία είναι μία, όχι εν τρισί πλέον, αλλά εν πολλοίς προσώποις. Όπως τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι ένας Θεός, έτσι και τα πολλά πρόσωπα της Εκκλησίας είναι μία Εκκλησία. Το ίδιο ισχύει και στις τοπικές Εκκλησίες. Η Εκκλησία είναι μία, αλλά αποτελείται από πολλές επισκοπές ή από πολλές ενορίες. Οι όλες μητροπόλεις της Ελλάδος π.χ. αποτελούν την μία Εκκλησία της Ελλάδος. Οι όλες τοπικές Εκκλησίες (Κων/πόλεως, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Ελλάδος κ. λπ.) αποτελούν τη μία ορθόδοξο Εκκλησία.
Μία Εκκλησία με πολλά πρόσωπα. Και βέβαια, λέει ο Μ. Βασίλειος, στην Αγία Τριάδα έχουμε μία σειρά: λέμε, ο Πατήρ, ο Υιός και το 'Aγιο Πνεύμα. Δεν αλλάζουμε τη σειρά. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μειώνουμε τον Υιό, επειδή τον βάζουμε δεύτερο, ή το 'Aγιο Πνεύμα, επειδή το βάζουμε τρίτο. Έτσι και οι Εκκλησίες έχουν μία ιεραρχία. Αυτό δεν σημαίνει ότι μειώνονται οι Εκκλησίες, ή ότι η μία Εκκλησία είναι υποδεέστερη από τις άλλες, ούτε σημαίνει ότι πρέπει να αλλάξουμε τη σειρά· υπάρχει ιεραρχία και είναι όλες ίσες. Όπως τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι ίσα, αλλά υπάρχει η σειρά.
Προχωρούμε σε ένα άλλο σημείο τώρα. Η φανέρωση της Εκκλησίας εν τόπω και εν χρόνω και δι' αυτής η σωτηρία του ανθρώπου έγινε με την ενανθρώπηση της κεφαλής της, δηλαδή με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού. «Ὁ μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀθάνατος ὑ πάρχων...», «ἐσαρκώθη ἐκ πνεύματος Ἁ γίου» και ετελείωσε το έργο του δια του σταυρού και της αναστάσεως. Και όπως λέγει ο Συμεών ο Μεταφραστής στην Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως, ο Χριστός είναι ο δια του σταυρού και της ταφής του «τά τοῦ ἅδου σκυλεύσας βασίλεια»· με την ανάσταση, κατά την ίδια ευχή του Συμεών του Μεταφραστού, συνανέστησε τόν άνθρωπο, με την ανάληψη εθέωσε το πρόσλημμα της σαρκός, δηλαδή τη σάρκα που προσέλαβε την εθέωσε και την εκάθισε εκ δεξιών του Πατρός («τῇ δεξιά τιμήσας καθέδρα τοῦ Πατρός... »). Ετίμησε τη σάρκα, το πρόσλημμα της σαρκός, την ύλη, με το να την καθίσει εκ δεξιών του Πατρός. Με την Πεντηκοστή έστειλε το Πανάγιο Πνεύμα και κατέστησε ενεργό την προαιωνίως υπάρχουσα Εκκλησία, της οποίας την πρώτη σύναξη απετέλεσαν οι Απόστολοι. Έτσι δια της Εκκλησίας επανέκτησε η ανθρώπινη φύση το 'Aγιο Πνεύμα, το οποίο είχε χάσει με την πτώση. Αυτό το 'Aγιο Πνεύμα, που εδόθη στην Εκκλησία, που το πήρε η σύναξη των Αποστόλων και δι' αυτών όλη η ανθρωπότητα, το παίρνει ο κάθε άνθρωπος στην προσωπική του Πεντηκοστή. Όποιος θέλει, μετέχει στην Πεντηκοστή αυτή. Παίρνοντας ο ίδιος το 'Aγιο Πνεύμα με τη Βάπτιση του καί τό επακολουθούν Χρίσμα, όπου λέγει ο ιερέας «Σφραγίς δωρεᾶς πνεύματος ἁγίου», χρίεται καί λαμβάνει το 'Aγιο Πνεύμα. Αυτή τη στιγμή έρχεται και σ' αυτόν το 'Aγιο Πνεύμα, όπως ήρθε την Πεντηκοστή στους Αποστόλους. Έτσι με την Πεντηκοστή τελειούται το έργο της θείας οικονομίας, που απειργάσθη ο Πατήρ δια του Υιού εν Αγίω Πνεύματι και το οποίο είναι η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Η Πεντηκοστή είναι αυτή που έδωσε το 'Aγιο Πνεύμα, που «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐ κκλησίας»: όλη η Εκκλησία οικοδομείται δια του Αγίου Πνεύματος. Το 'Aγιο Πνεύμα είναι αυτό που οικοδομεί την Εκκλησία, διότι το 'Aγιο Πνεύμα είναι αυτό που τελεσιουργεί τη Θεία Ευχαριστία. Η Θεία Ευχαριστία είναι η Εκκλησία. Δεν νοείται Εκκλησία χωρίς τη Θεία Ευχαριστία. Συγκροτεί τον θεσμό της Εκκλησίας, διότι το 'Aγιο Πνεύμα συγκροτεί τη Θεία Ευχαριστία. Η Θεία Ευχαριστία τελείται δια του Παναγίου Πνεύματος. Γι' αυτό λέγει ο ιερέας: «Κατάπεμψον τό πνεῦμα σου τό ἅγιον ἐφ' ἡμᾶς καί ἐπί τά προκείμενα δῶρα ταῦτα· καί ποίησον, τόν μέν ἄρτον τοῦτον..., τό δέ ἐν τῷ ποτηρίω τ τω..., μεταβολών τῷ πνεύματί σου τῷ ἁγίῳ » (δοτική του οργάνου). Το 'Aγιο Πνεύμα είναι το όργανο, δια του οποίου ο Πατήρ μεταβάλλει τα Τίμια Δώρα σε σώμα και αίμα Χριστού· το 'Aγιο Πνεύμα είναι το πρόσωπο δια του οποίου τελεσιουργείται το μυστήριο, γι' αυτό λέγεται και τελεταρχικόν.
Κατά ταύτα λοιπόν, η Εκκλησία είναι θεμελιωμένη με τη δύναμη και με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος πάνω στο θεμέλιο του Ι ησού Χριστού προς δόξαν του Θεού Πατρός : βλέπουμε πάλι τη φανέρωση της Αγίας Τριάδος μέσα στην Εκκλησία. Το έργο του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία είναι αχώριστα.
Ένα άλλο σημείο που πρέπει να τονίσουμε είναι, ότι στην Εκκλησία πραγματώνεται και βιώνεται η σωτηρία μέσα από τη συνέχιση της σταυρικής θυσίας του Χριστού δια της Θείας Ευχαριστίας. Η Θεία Ευχαριστία είναι ανάμνηση καταρχήν του Χριστού («Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν»), αλλά είναι και μυστηριακή μίμηση του Μυστικού Δείπνου. Το δείπνο αυτό τελούμε δια της Θείας Ευχαριστίας, δια της Θείας Λειτουργίας. Στη Θεία Ευχαριστία αναπαριστάνουμε μυστικώς τον Μυστικό Δείπνο ως συστατική πράξη της Εκκλησίας. Στο θείο αυτό δράμα, στη θέση του Χριστού βρίσκεται ο επίσκοπος, ή ο δια της Χειροτονίας και του αντιμηνσίου εξουσιοδοτημένος από αυτόν πρεσβύτερος. Ο τελών τη Θεία Ευχαριστία είναι ο τύπος του Χριστού και ιερουργεί στη θέση του Χριστού εις τόπον Χριστού. Ό ταν ο ιερέας ή ο τελετουργός βγαίνει να θυμιάσει, το πρώτο που θυμιά έξω από το Ιερό Βήμα είναι το Δεσποτικό, ο επισκοπικός θρόνος, ακόμη και απόντος του επισκόπου. Και ο επίσκοπος πάλι το Δεσποτικό θυμιά πρώτο όταν ιερουργεί. Αυτό δεν είναι δουλοπρέπεια προς τον «Δεσπότη». Το Δεσποτικό είναι ο θρόνος του Δεσπότου Χριστού - γι' αυτό και έχει και την εικόνα του Χριστού, που είναι αυτός που μυστικά κάθεται στο θρόνο αυτό. Όταν καθήσει ο επίσκοπος στο θρόνο, δεν κάθεται στο θρόνο το δικό του, αλλά κάθεται στο θρόνο του Χριστού, γιατί εκείνη τη στιγμή είναι ο τύπος του Χριστού, κάθεται εις τόπον Χριστού. Γι' αυτό κάθε Εκκλησία έχει το θρόνο. Και όταν, σύμφωνα με το λειτουργικό χρόνο, προσέρχεται ο πιστός να κοινωνήσει, εκείνη τη στιγμή βρίσκεται στο Υπερώο μαζί με τους μαθητές, των οποίων τύπος στη Θεία Ευχαριστία είναι οι πιστοί, παρακαθήμενοι στο δείπνο του Κυρίου «εις τόπον» αυτών. Παίρνοντας ο κοινωνών τα Τίμια Δώρα, τον άρτο της ζωής από τον ίδιο το Χριστό, έχει γύρω του τους μαθητές εκείνους του Χριστού που κοινωνούσαν και εκείνοι, όπως αυτός. Έτσι ο Χριστός, του οποίου τύπος είναι ο επίσκοπος, ο όποιος είναι ένας όπως και η Εκκλησία είναι μία, ο Χριστός είναι ο δια του τελεταρχικού Αγίου Πνεύματος τελετουργός των μυστηρίων.
Όπως στο Μυστικό Δείπνο οι μαθητές όλοι αποτελούσαν την Εκκλησία, την όλη Εκκλησία, έτσι και εμείς παίρνοντας τον όλο Χριστό μέσα μας συνεχίζουμε το Μυστικό Δείπνο και αποτελούμε, όλοι όσοι κοινωνούμε, όλη την Εκκλησία. Δεν είμαστε ένα μέρος της Εκκλησίας. Σε κάθε Εκκλησία που τελείται η Θεία Λειτουργία βρίσκεται η όλη Εκκλησία. Δεν κομματιάζεται η κάθε κοινότητα· η κάθε ενορία που τελεί τη Θεία Ευχαριστία είναι όλη «ἡμία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία».
Κάθε τοπική Εκκλησία είναι η εν τόπω φανέρωση της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Ένα παράδειγμα. Έχουμε πολλούς καθρέπτες, και όλοι οι καθρέπτες αντανακλούν τον ένα ήλιο. Η έκφανση του ενός ήλιου βρίσκεται στον κάθε καθρέπτη. Έτσι η κάθε τοπική Εκκλησία που τελεί την Θεία Λειτουργία είναι ο καθρέπτης αυτός πού φανερώνει τη μία, άγια, καθολική και αποστολική Εκκλησία.
Το σώμα του Χριστού δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά μια συγκεκριμένη πραγματικότητα, που εκδηλούται εν τόπω και χρόνω εκεί όπου πληρούνται οι μυστικές και μυστηριακές προϋποθέσεις της φανερώσεως της μιας Εκκλησίας. Αυτά είναι τα λεγόμενα κριτήρια της καθολικότητος. Τα στοιχεία που απαρτίζουν και κάνουν μια Εκκλησία καθολική είναι πρωτίστως η ορθή πίστη και η αποστολική διαδοχή. Όταν ονομάζουμε μια κοινότητα Εκκλησία, εννοούμε μια τοπική Εκκλησία που τελεί τη Θεία Ευχαριστία· μια κοινότητα όμως, μια Εκκλησία που τελεί τη Θεία Ευχαριστία, πρέπει να έχει την αποστολική διαδοχή και την ορθή πίστη.
Δεν μπορεί να τελεσθεί Θεία Ευχαριστία χωρίς αποστολική διαδοχή, αλλά και χωρίς την ορθή πίστη. Γι' αυτό το λόγο, πριν γίνει η μεταβολή των Τιμίων Δώρων, λέει ο λαός το «Πιστεύω», ομολογεί η κοινότης τί πιστεύει («ἵνα ἐν ὁ μονοίᾳ ὁ μολογήσωμεν: Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁ μοούσιον καί ἀχώριστον»). Και αμέσως μετά: «Στῶμεν καλώς· στῶμεν μετά φόβου· πρόσχωμεν τήν ἁγίαν ἀναφοράν ἐν εἰρήνη προσφέρειν»· από εκεί αρχίζει η αναφορά, η προσφορά της θυσίας στο Χριστό. Πριν την αναφορά όμως πρέπει να ομολογήσουμε την ορθή πίστη. 'Aρα, δεν νοείται ορθή τέλεση τής Θείας Ευχαριστίας χωρίς την ορθή πίστη.
Η έννοια της ενότητος της Εκκλησίας δεν είναι ασυμβίβαστη με την έννοια της πολλαπλότητος. Όπως η Αγία Τριάδα είναι μία και υπάρχει ως τρία πρόσωπα, έτσι και η Εκκλησία είναι μία, αλλά υπάρχει ως πολλές τοπικές Εκκλησίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει και μία κεντρική Εκκλησία, στην οποία πρέπει να έχουν αναφορά όλες οι άλλες τοπικές Εκκλησίες. Υπάρχει βέβαια μία σειρά (πρώτο τη τάξει είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεύτερο αυτό της Αλεξανδρείας, τρίτο των Ιεροσολύμων κ. ο. κ.), αλλά δεν υπάρχει ένα κέντρο αναφοράς όλων των Εκκλησιών, δεν υπάρχει ένα Βατικανό. Το Βατικανό, η Ρώμη, είναι κατά τους δυτικούς, τους ρωμαιοκαθολικούς, το κέντρο κάθε Εκκλησίας, και κάθε Εκκλησία που δεν είναι ενωμένη με τη Ρώμη, δεν είναι νόμιμη Εκκλησία. Δεν υπάρχει σε μάς μια τέτοια κεντρική Εκκλησία. Μία Εκκλησία πρέπει να είναι ενωμένη με την όλη ορθόδοξη καθολική Εκκλησία, δηλαδή με τις άλλες Εκκλησίες, όχι με μία, αλλά με όλες τις άλλες. Αν μία Εκκλησία αποσχισθεί από μία άλλη, δεν αποσχίζεται από μία, αλλά από όλες. Αυτή είναι η έννοια της πολλαπλότητος. Υπάρχει μόνο η μία Εκκλησία, αλλά με πολλές τοπικές εκφάνσεις. Και το μυστήριο τής κοινωνίας των τριών προσώπων του ενός Θεού είναι ο τύπος της κοινωνίας των τοπικών Εκκλησιών, κάθε μία από τις οποίες είναι νόμιμος και πλήρης, εφόσον κατέχει τα στοιχεία της καθολικότητος, την ορθή πίστη και την αποστολική διαδοχή· και, προσθέτω ένα καινούργιο στοιχείο τώρα, εφόσον κοινωνεί με τις άλλες Εκκλησίες. Αν μία Εκκλησία δεν έχει κοινωνία με τις άλλες Εκκλησίες, δεν είναι νόμιμη Εκκλησία. Αυτή η ένωση των Εκκλησιών δεν είναι ένωση μερών προς άλληλα. Δεν είναι ένωση μερών, αλλά ένωση ταυτότητος προς το σώμα του ενός Χριστού και άρα προς αλλήλας. Όλες μαζί αποτελούν τη μία Εκκλησία, αλλά ό χι ως μέρη. Τούτο σημαίνει, ότι μία τοπική Εκκλησία η ομάδα που αποσχίζεται, αυτή έχει απολέσει ένα βασικό όρο της καθολικότητος.
Με τον ίδιο τρόπο κάθε Ευχαριστία που τελείται περί τον επίσκοπο (μόνο τότε είναι νόμιμη, δεν μπορεί να τελεσθεί Ευχαριστία άνευ του επισκόπου), δεν είναι μέρος ενός ιδεατού όλου, αλλά είναι η ίδια Ευχαριστία, η μία Ευχαριστία, που συνεχίζει τη σταυρική θυσία του Χριστού και περιέχει την πληρότητα των δωρεών του Θεού και οικοδομεί το σώμα του Χριστού. Ούτε αποτελεί μια πράξη ενός μέρους της Εκκλησίας, ή ορισμένων μελών, αλλά αποτελεί πράξη ολοκλήρου της Εκκλησίας. Δεν είναι ατομική υπόθεση, ιδιωτική, του ιερέως που τελεί την Λειτουργία, ούτε του επισκόπου· είναι όλης της Εκκλησίας. Κάθε επίσκοπος παρομοίως δεν κατέχει ένα μέρος του επισκοπικού αξιώματος, του επισκοπάτου, αλλά αποτελεί, εικονίζει τον ό λο Χριστό, «τόν ποιμένα καί ἐπίσκοπον τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Α ' Πέτρ. 2, 25). Στην σύνοδο δεν συνέρχονται πολλά μέρη της συνόδου, αλλά συνέρχονται πολλοί τύποι του ενός Χριστού· ο καθένας επίσκοπος εκπροσωπεί σύνολο το ένα επισκοπάτο. Και, κατά ταύτα, είναι ενότη ς όχι μερών, αλλά ενότης ταυτότητος όλων των Αποστόλων. Είναι οι επίσκοποι διάδοχοι όλων των Αποστόλων, άρα όλοι οι διάδοχοι ό λων των Αποστόλων συνέρχονται και αποτελούν όλοι μαζί την σύνοδο. Το ίδιο πάλι, η αποστολική διαδοχή δεν είναι άθροισμα μερών, ώστε κάθε επίσκοπος να έχει ένα μέρος της αποστολικής διαδοχής. Κάθε Εκκλησία ιδρύθηκ ?από έναν Απόστολο, αλλά είναι θεμελιωμένη στο θεμέλιο ό λων των Αποστόλων. Έτσι και η έκφανση της ενότητος της Εκκλησίας στην Ευχαριστία δεν επιτυγχάνεται δι' ενός κεντρικού τόπου λατρείας και ενός κεντρικού λειτουργού (π.χ. Πάπα), αλλά έγκειται στην αμοιβαία αναγνώριση των τοπικών Εκκλησιών είναι κατά τον Ευσέβιο Καισαρείας «ἡκοινή ἕνωσις», που εκφράζεται με τη μυστηριακή κοινωνία. Έτσι η μυστηριακή κοινωνία αποκλείει την intercommunio, τη μυστηριακή κοινωνία με τους ετεροδόξους, διότι intercommunio σημαίνει διάσπαση, διακοινωνία δύο μερών. Προϋποθέτει τήν διάσπαση, και η διάσπαση και η διαίρεση είναι αντίθετες με την έννοια της ενότητος.
Το κυριότερο συμπέρασμα εκ των λεχθέντων μπορεί να συνοψισθεί στην προαναφερθείσα φράση του Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ότι «ἡΕκκλησία σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις». Και το βασικότερο μυστήριο, το ένα μυστήριο της Εκκλησίας, είναι η Θεία Ευχαριστία. Η Εκκλησία δομείται με τη Θεία Ευχαριστία και η Θεία Ευχαριστία «σημαίνει» την Εκκλησία. Πηγαίνουμε στην Εκκλησία όχι για να «παρακολουθήσουμε εν κατανύξει», αλλά για να κοινωνήσουμε. Η Θεία Κοινωνία είναι το επιστέγασμα όλης της Λειτουργίας, αλλά και όλης της εβδομάδας που πέρασε και όλης της ζωής μας που πέρασε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Όλα αυτά κορυφώνονται στη στιγμή που κοινωνεί ο κόσμος και γίνεται λαός του Θεού. Γι' αυτό και ο ιερέας αμέσως μετά την Θεία Κοινωνία λέει: «Σῶσον, ὁ Θεός, τόν λαόν σου καί εὐλόγησον τήν κ ληρονομίαν σου». Αυτό είναι το επιστέγασμα, το τέλος, αλλά και η αρχή της καινής εν Χριστώ ζωής, και συγχρόνως η δομική πράξη, με την οποία κτίζεται η Εκκλησία. Δεν αρκεί να παρακολουθούμε, έστω εν κατανύξει, αν δεν μετέχουμε εν κατανύξει στην Θεία Ευχαριστία.
Τέλος, δια της βρώσεως της Θείας Ευχαριστίας αίρονται οι συνέπειες της βρώσεως που έβγαλε τους Πρωτοπλάστους από τον παράδεισο. Δια της μετοχής στο Δείπνο της Θείας Ευχαριστίας γινόμαστε μέτοχοι κάποιου άλλου δείπνου, του εσχατολογικού δείπνου, στο οποίο μας εκάλεσε ο Θεός (πρβλ. παραβολή μεγάλου δείπνου). Μας καλεί να μετάσχουμε στο δείπνο εκείνο: «ἔνθα ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος καί ἡἀπέραντος ἠ δονή τῶν καθορώντων τοῦ σοῦ προσώπου τό κάλλος τό ἄ ρρητον. Σύ γάρ εἶ τό ὄ ντως ἐφετόν, καί ἡἀνέκφραστος εὐφροσύνη τῶν ἀγαπώντων σε, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν... ». Αυτό το κάλλος το άρρητο του προσώπου του Θεού θα δουν όσοι θα βρίσκονται στα δεξιά του, κατά την παραβολή της μελλούσης κρίσεως, αυτή τη θέα του αρρήτου κάλλους του Θεού θα αξιωθούν οι φίλοι του να απολαύσουν.
www.apostoliki-diakonia.gr
29/8/09
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
(Αρχιμανδρίτου Ιωάννου Καραμούζη)
α) Έννοια του όρου «Εκκλησία»
Ο όρος «Εκκλησία» στην αρχαιοελληνική του έννοια προερχόμενος από το ρήμα εκκαλώ δηλώνει τη συγκέντρωση και τη συνάθροιση πολιτών, προκειμένου να συσκεφθούν και να συναποφασίσουν για διάφορα σημαντικά ζητήματα. Στη Π. Διαθήκη αποκτά την έννοια της απλής συνάθροισης του Ισραηλιτικού λαού για θρησκευτικά, πολιτικά ή στρατιωτικά θέματα. Ωστόσο στο ίδιο κείμενο (της Π.Δ.) η λέξη «Εκκλησία» δηλώνει και το περιούσιο λαό του Θεού, τον Ισραήλ. Στη Κ. Διαθήκη ο όρος «Εκκλησία» σημαίνει πλέον τη σύνταξη εκείνων που πιστεύουν στο Χριστό, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζεται και ως βασιλεία, νύμφη, παστάς, άμπελος, λιμήν, πόλις, σύνοδος κ.λπ.
Παρ΄ όλα αυτά, η απόπειρα του να δοθεί ορισμός για το τι είναι Εκκλησία καθίσταται δυσχερέστατη αφού πρόκειται περί μυστηρίου. Και τούτο συμβαίνει γιατί η Εκκλησία έχει με αϊδιο τρόπο την αρχή της στο Τριαδικό Θεό, ενώ ταυτόχρονα είναι συνδεδεμένη μαζί του με μία σχέση αδιάσπαστη και άκρως αγαπητική. Ο ανθρώπινος νους δεν έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει αυτή τη σχέση Θεού - Εκκλησίας γιατί είναι μία υπέρλογη πραγματικότητα. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να την αισθανθεί εμπειρικά, πλησιάζοντάς την μέσα από τις περιγραφικές εικόνες που της αποδίδουν οι πατέρες της πίστης μας.
Ο απόστολος Παύλος στις Επιστολές του προς τους Χριστιανούς της Εφέσσου, της Κορίνθου, της Ρώμης και των Κολασαέων, παρουσιάζει την Εκκλησία με τα εξής χαρακτηριστικά: Είναι το σώμα του Ιησού Χριστού που έχει ως κεφαλή αυτόν τον ίδιο το Χριστό. Μέλη αυτού του σώματος είναι όλοι οι βαπτισμένοι Χριστιανοί, οι οποίοι βρίσκονται σε οργανική σχέση και εξάρτηση τόσο προς τη κεφαλή τους, δηλ. το Χριστό, όσο και μεταξύ τους. Κοινός σκοπός των μελών της εκκλησίας είναι ο αγιασμός που συντελείται με τη συμμετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και με την έμπρακτη έκφραση της αγάπης στις μεταξύ τους σχέσεις.
β) Οι τρεις φάσεις της Εκκλησίας
Η αρχή της ύπαρξης της Εκκλησίας τοποθετείται πολύ πριν την ενανθρώπιση του Χριστού. Γι΄ αυτό οι άγιοι πατέρες ομιλούν περί τριών φάσεων της εκκλησιαστικής ύπαρξης. Στη πρώτη φάση τοποθετείται η αϊδιος και στο νου του Θεού προΰπαρξη της εκκλησίας και η επάνδρωσή της από τις αόρατες πνευματικές δυνάμεις δηλαδή στους αγίους αγγέλους.
Στη δεύτερη φάση τοποθετείται η χρονική περίοδος από τον Αδάμ μέχρι το Χριστό. Σε αυτή η εκκλησία ενσαρκώνεται στα πρόσωπα του Αδάμ και της Εύας που ζουν προπτωτικά σε μακαρία κατάσταση. Με τη πτώση των πρωτοπλάστων έχουμε και τη πτώση της Εκκλησίας, η οποία διασώζεται στα πρόσωπα των Προφητών και γενικά των δικαίων της Π. Διαθήκης. Παρά την ύπαρξη της Εκκλησίας, έχει ακόμη δύναμη ο θάνατος και γι΄ αυτό ενώ οι δίκαιοι της Π. Διαθήκης έφθαναν στη θέωση, παρ΄ όλα αυτά κατέβαιναν στον ʼδη.
Στη τρίτη φάση ανήκει η χρονική περίοδος που ξεκινά με την ενανθρώπιση του Ιησού και καταλήγει στη συντέλεια των αιώνων. Με την ενανθρώπησή του ο Ιησούς ανέλαβε καθαρή και αμόλυντη ανθρώπινη φύση και την ένωσε με τη Θεότητά του. Κατ΄ αυτό τον τρόπο η Εκκλησία λαμβάνει κεφαλή και γίνεται Σώμα Χριστού. Επιπλέον από την ημέρα της Πεντηκοστής οι άνθρωποι μπορούν με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος να γίνονται μέλη του Σώματος του Χριστού και ταυτόχρονα ναοί του Αγίου Πνεύματος. Γι΄ αυτό το λόγο κατά την Πεντηκοστή, η Εκκλησία από πνευματική γίνεται και σαρκική.
γ) Ιδιότητες της Εκκλησίας
Η Εκκλησία συγκεντρώνει τέσσερις ιδιότητες που την καθιστούν μοναδική μέσα στο κόσμο. Αυτές είναι: η ενότητα, η αγιότητα, η καθολικότητα, η αποστολικότητα.
Ενότητα: Τούτη συνδέεται με το γεγονός ότι η κεφαλή της Εκκλησίας είναι μία δηλ. ο Χριστός. Εκείνος που την ζωωγονεί είναι το ʼγιο Πνεύμα, ενώ η πρώτη και αρχική αιτία της είναι ο Πατέρας. Η ενότητα των τριών Θείων προσώπων αντανακλάται στην Εκκλησία, η οποία ενώ αποτελείται από πολλά μέλη, συνθέτει το ένα και αυτό σώμα του Χριστού. Επιπλέον η ενότητά της βασίζεται στη μία πίστη των μελών της. Οι πιστοί αποδέχονται τις Χριστιανικές αλήθειες ανεπιφύλακτα και αγωνίζονται να τις εφαρμόζουν καθημερινά στο βίο τους. Οποιαδήποτε απόκλιση από την κοινή πίστη αποτελεί διάσπαση της εκκλησιαστικής ενότητας που οδηγεί στην απώλεια και το θάνατο. Το βάπτισμα είναι και εκείνο στοιχείο που εξασφαλίζει την ενότητα της Εκκλησίας. Μέσα από αυτό οι άνθρωποι πολιτογραφούνται ως μέλη του εκκλησιαστικού σώματος, αναλαμβάνουν κοινό αγώνα για τη κατάκτηση της αγιότητας απαλλασσόμενοι από το προπατορικό αμάρτημα της παρακοής. Τέλος η Θεία ευχαριστία είναι και εκείνη στοιχείο το οποίο ενισχύει την ενότητα της Εκκλησίας. Το σώμα και το αίμα του Χριστού προσφέρεται και μεταδίδεται στους Πιστούς ενώνοντάς τους μυστικώς μεταξύ τους, αλλά και με το Θεό. Κάθε φορά που τελείται το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας η μεταξύ των πιστών ένωση που κοινωνούν από το κοινό ποτήριο καθίσταται εντονώτερη. Επιπλέον η Εκκλησία ταυτίζεται με τη Θεία ευχαριστία. Εκείνο που καθιστά την Εκκλησία να είναι το σώμα του Χριστού είναι η Ευχαριστία, η οποία είναι η «κοινωνία του σώματος» του Χριστού και η «κοινωνία του αίματος», διά του οποίου λυτρώνονται τα μέλη της Εκκλησίας. Ενώ τέλος μέσα από τη Θεία Ευχαριστία ενώνονται οι επί της γης πιστοί που αποτελούν τα μέλη της στρατευομένης Εκκλησίας με τους κεκοιμημένους Χριστιανούς που συνθέτουν τη θριαμβεύουσα.
Αγιότητα
Η Εκκλησία είναι αγία γιατί έχει κεφαλή τον αναμάρτητο Θεάνθρωπο Ιησού και ψυχή το ʼγιο Πνεύμα. Επιπλέον έργο της είναι ο διαρκής εξαγιασμός των πιστών. Το γεγονός ότι ο Ιησούς αποτελεί τη κεφαλή της Εκκλησίας καθιστά σαφές ότι η αγιότητά του διαχέεται και στα υπόλοιπα μέλη του σώματός του, τα οποία αποκτούν δυνατότητα βίωσής της χάρη στην διαρκή αγιαστική δράση του Αγίου Πνεύματος. Το ʼγιο Πνεύμα εξαγιάζει τους πιστούς μέσα από τα Ιερά Μυστήρια. Η Θεία Ευχαριστία, το Βάπτισμα, το Χρίσμα, η Εξομολόγηση, το Ευχέλαιο, η Ιερωσύνη και ο Γάμος είναι επτά θεοδίδακτοι και θεοσύστατοιτρόποι με τους οποίους ξεκινά η αφθαρσία του κτιστού και η ανάδυση της καινούργιας ζωής, της διαφοροποιημένης προσωπικής υπόστασης, από τη μπλεγμένη στα δίχτυα του θανάτου ατομική επιβίωση. Αλλά για να έχουν εξαγιαστική δράση τα μυστήρια της εκκλησίας επάνω στα μέλη της, απαιτείται αγώνας από τα ίδια νίκης κατά των προσωπικών τους παθών και συμμόρφωσης με το Θείο θέλημα. Ωστόσο και στη περίπτωση που τα μέλη της Εκκλησίας εμμένουν στην αμαρτωλότητά τους, εκείνη δεν παύει να διατηρείται αγία, αφού αγία παραμένει πάντοτε και η κεφαλή της και άγιο το Πνεύμα που την εμψυχώνει. Γι΄ αυτό εξ΄ άλλου τα μέλη της αγωνίζονται διαρκώς να εξαγιάζονται, γιατί γνωρίζουν ότι η Εκκλησία είναι η πηγή της αγιότητος μέσα στην οποία βαπτίζονται καθημερινά.
Καθολικότητα
Η καθολικότητα της Εκκλησίας έγκειται στο ότι εκτείνεται σε όλες τις εποχές. Η ύπαρξή της ξεκινά πολύ πριν την ανθρώπινη δημιουργία και εκτείνεται απεριόριστα. Για εκείνη παύει να υφίσταται ο χρόνος με τις τρεις διαστάσεις του (παρελθόν, παρόν, μέλλον), γιατί ανακεφαλαιώνει και καθιστά καινά τα πάντα. Για την Εκκλησία τα μέλη της κινούνται και ζουν ήδη από τώρα τα εσχατολογικά γεγονότα της συνάντησής τους με τη Βασιλεία του Θεού και της μετοχής τους σε αυτήν. Η καθολικότητα της Εκκλησίας αφορά όλη την οικουμένη στην οποία απευθύνεται. Ο Κύριος στέλνει τους μαθητές του να κηρύξουν το Ευαγγέλιο σε όλα τα έθνη, τονίζοντας ακριβώς τη καθολικότητα και την ευρύτητα τη γεωγραφική των αποδεκτών του Χριστιανικού μηνύματος. Σε αυτόν το καθολικό χαρακτήρα του Ευαγγελίου στηρίζεται εξάλλου και η ιεραποστολική δράση της Εκκλησίας. Η καθολικότητά της αφορά και το πλήρωμα της αληθείας που η ίδια κατέχει. Η Εκκλησία ως σώμα Χριστού διασώζει την Ορθοδοξία. Σε αυτό το δύσκολο και ριψοκίνδυνο έργο, σημαντικό ρόλο παίζει το συνοδικό σύστημα που επικρατεί σε αυτήν. Οι σύνοδοι - οικουμενικές ή όχι - είναι εκείνες που πάντοτε, ιδιαίτερα όμως σε δύσκολους χρόνους αναταραχών, θεολογούν και διατυπώνουν τις αλήθειες που ζώσουν. Αυτό συμβαίνει γιατί οι σύνοδοι αποτελούν την αγωνία και την αιματηρή επίκληση της στρατευομένης Εκκλησίας προς το ʼγιο Πνεύμα για φωτισμό και σωτηρία. Ενώ τέλος το πλήρωμα της Εκκλησίας είναι η συνείδησή της που αποδέχεται και εγκρίνει ή απορρίπτει τις αποφάσεις των συνόδων.
Αποστολικότητα
Η Εκκλησία διατηρεί το χαρακτηριστικό της αποστολικότητας γιατί συνεστήθη από τον Ιησού Χριστό, ο οποίος απεστάλη από το Θεό Πατέρα στο κόσμο. Έπειτα ο Ιησούς απέστειλε τους μαθητές του στο κόσμο για να κηρύξουν το Ευαγγέλιό του. Οι μαθητές του οργάνωσαν τις τοπικές εκκλησίες χειροτονώντας επισκόπους, οι οποίοι με τη σειρά τους χειροτονούσαν και χειροτονούν πρεσβυτέρους και διακόνους. Κατ΄ αυτό τον τρόπο διασώζεται η αποστολική διαδοχή της εκκλησίας.
Αυτή η διαδοχή είναι κυρίως διάσωση της πληρότητας της εκκλησιαστικής κοινωνίας των τοπικών εκκλησιών με το Χριστό και μεταξύ τους μέσα από την ορθή πίστη, την αληθινή και σωτήρια διδασκαλία. Πρόκειται λοιπόν για διαδοχή και συνέχεια όλης της οικονομίας του Θεού, της υποστάσεως και ζωής της εκκλησίας, όλης της πληρότητας και της καθολικότητάς της.
Μέλη της Εκκλησίας
Την Εκκλησία την αποτελούν οι άγιοι άγγελοι, οι βαπτισμένοι Χριστιανοί που ζουν σε αυτό τον κόσμο, οι άνθρωποι που έχουν κοιμηθεί και εκείνοι που έζησαν πριν από την έλευση του Χριστού και αποδέχθηκαν το κήρυγμα του Θεανθρώπου στον ʼδη. Οι άγιοι άγγελοι είναι ο πνευματικός κόσμος τον οποίο έπλασε ο Τριαδικός Θεός πρωτύτερα από οτιδήποτε άλλο. Οι άγγελοι αποτελούν και το πλήρωμα της πρώτης φάσης της εκκλησίας δηλ. της επουράνιας, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν μέλη και της εν χρόνω φανέρωσης εκκλησίας. Είναι κατ΄ εξοχήν λειτουργικά όντα, αφού έργο των θρόνων, των Χερουβείμ και των Σεραφείμ είναι ο Θεοπρεπής ύμνος του «γελ», έργο των Εξουσιών, των Κυριοτήτων και των Δυνάμεων είναι ο τρισάγιος ύμνος, ενώ των Αρχών, Αρχαγγέλων και Αγγέλων το «αλληλούϊα». Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ότι σε κάθε Θεία Λειτουργία παρίστανται και συμμετέχουν μυριάδες αγγέλων και χιλιάδες αρχαγγέλων.
Οι εν ζωή βαπτισμένοι Χριστιανοί αποτελούν τα μέλη της επίγειας Εκκλησίας. Αυτή ονομάζεται στρατευομένη γιατί βρίσκεται σε διαρκή πνευματικό αγώνα προκειμένου να εξαγιασθούν τα μέλη της και να αποκτήσουν τη κοινωνία με το Τριαδικό Θεό. Οι κεκοιμημένοι Χριστιανοί αποτελούν τα μέλη της επουράνιας Εκκλησίας. Αυτή αποκαλείται θριαμβεύουσα, γιατί έχει ολοκληρώσει το έργο της, έχει κερδίσει τη διαρκή παραμονή της κοντά στο Θεό και συγκροτεί πλέον κοινωνία αγίων δίχως το κίνδυνο της πτώσης. Μέλη της Εκκλησίας είναι και όσοι έζησαν κατά τρόπο δίκαιο και άγιο πριν την έλευση του Ιησού στο κόσμο. Αυτοί οι άνθρωποι παρέμεναν δέσμιοι του θανάτου μέχρι τη στιγμή που ο Θεάνθρωπος Ιησούς κατέβηκε στον ʼδη μετά το σταυρικό του θάνατο και κήρυξε το Ευαγγέλιο και την Ανάστασή του. Από εκείνη ακριβώς την ώρα όλοι οι δίκαιοι της Π. Διαθήκης καθίστανται μέλη της θριαμβεύουσας επουράνιας Εκκλησίας. Γι΄ αυτό η στρατευομένη Εκκλησία τιμά κατά τη Κυριακή προ της Γέννησης του Χριστού όλους όσους ευαρέστησαν το Θεό, από τον Αδάμ μέχρι τον Ιωσήφ το μνήστορα της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Τα μέλη της στρατευομένης Εκκλησίας βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία και σε άρρηκτη σχέση με τη θριαμβεύουσα. Σε κάθε Θεία Λειτουργία μνημονεύονται τα ονόματα των κεκοιμημένων όχι ως απλή αναφορά όσων απουσιάζουν, αλλά ως βεβαιότητα ότι είναι παρόντες και ότι η Εκκλησία ξεπερνά τις διαστάσεις του χρόνου βιώνοντας έντονα τη πορεία της προς τα έσχατα, δηλ. τη θέωσή της. Αλλά και η θριαμβεύουσα Εκκλησία πρεσβεύει στο Θεό για την στρατευομένη, ώστε να μπορεί και η ίδια να αντιμετωπίζει νικηφόρα τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες και να κερδίσει την αγιότητα.
Λαός και Κλήρος
Η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού. Κεφαλή είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός και Σώμα όλοι οι Χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί, άνδρες και γυναίκες, χωρίς καμμία διάκριση και δίχως άλλη διαβάθμιση. Η κεφαλή και το σώμα συνυπάρχουν, δεν υπάρχουν απλώς χωριστά. Μπορεί και πρέπει να διακρίνονται και να διαφοροποιούνται, αλλά ουδέποτε να αυτονομούνται και ν΄ ανταγωνίζονται, διαφορετικά οδηγούμαστε σε ακρωτηριασμό.
Κάθε βαπτισμένος Χριστιανός με το μυστήριο του Χρίσματος συμμετέχει στο τριπλό αξίωμα του Ιησού, δηλ. στο προφητικό, το ιερατικό και το βασιλικό. Αυτή η συμμετοχή όλων των Χριστιανών κληρικών και λαϊκών στο τριπλό αξίωμα του Ιησού τους δίνει τη δυνατότητα της προσωπικής σωτηρίας, αλλά τους υπογραμμίζει και την ανάγκη συνεργασίας για την πνευματική προκοπή όλου του εκκλησιαστικού Σώματος.
Προφητικό αξίωμα
Σε αυτό μετέχει ο άνθρωπος μέσα από το φωτισμό που λαμβάνει από το βάπτισμα και το χρίσμα. Παύει πλέον να ζει στο σκοτάδι και καλείται να ζήσει ως τέκνο φωτός στο κόσμο. Καθίσταται εικόνα και λόγος της παρουσίας του Θεού και της αγάπης του μέσα στο κόσμο. Γι΄ αυτό γίνεται πλέον ερμηνευτής και θεολόγος της Ιστορίας, ευαίσθητος και ανοιχτός στο Θείο θέλημα και στα σχέδια του Θεού για τους ανθρώπους. Η ενάσκηση τούτου του αξιώματος από τους λαϊκούς έχει να κάνει με τη διακονία τους αναλαμβάνοντας δράση ως ιεροκήρυκες, ως κατηχητές, ως ιεροψάλτες στο χώρο της ενορίας, ή ως ιεραπόστολοι για την ευρύτερη διάδοση του Ευαγγελικού μηνύματος. Επιπλέον ως γονείς καλούνται να διδάσκουν τα παιδιά τους τις διδασκαλίες της πίστης τους, ενώ ως ενεργά μέλη της Εκκλησίας οφείλουν μέσα από τη συνειδητή συμμετοχή στη μυστηριακή ζωή να μαρτυρούν έμπρακτα τις ορθόδοξες αλήθειες.
Αρχιερατικό αξίωμα
Η συμμετοχή σε αυτό έγκειται στο ότι οι πιστοί βρίσκονται σε κοινωνία με το μεγάλο Αρχιερέα Ιησού και ανήκουν στην εκκλησία Του αποτελώντας το βασίλειον ιεράτευμα. Η ιερωσύνη των ανθρώπων αφορά το ότι στέκουν στο κέντρο του κόσμου και ευλογούν το Θεό γι΄ αυτό τον κόσμο, τον δέχονται από το θεό και τον επιστρέφουν εξαγιασμένο σε Εκείνον. Η ανθρώπινη ιερωσύνη έχει να κάνει με τη θυσία του είναι, αφού ο άνθρωπος σταυρώνει τον εαυτό του, θυσιάζεται και τελικά μεταμορφώνεται σε μία διαρκή επίκληση του Αγίου Πνεύματος για τους αδελφούς του και για όλη τη δημιουργία. Γι΄αυτό η συμμετοχή των λαϊκών στη Θ. Λειτουργία και γενικότερα στη Θεία Λατρεία είναι απαραίτητη. Ο Ιερέας δεν μπορεί μόνος να τελέσει τίποτε. Τα πάντα γίνονται με την σύμπραξη και τη συνλειτουργία των λαϊκών και των κληρικών. Οι αιτήσεις προς το Θεό αφορούν το «εμάς». Τούτο συμβαίνει γιατί όλα τα μέλη της Εκκλησίας συμμετέχουν στην Αρχιερωσύνη του Χριστού, οι μεν λαϊκοί κατά τρόπο γενικό, οι δε κληρικοί μέσα από το ειδικό χάρισμα της Ιερωσύνης.
Βασιλικό αξίωμα
Η συμμετοχή σε τούτο το αξίωμα ξεκινά από το ότι οι πιστοί είναι μέλη τους σώματος του Βασιλέως Χριστού και αποτελούν τους μελλοντικούς συγκληρονόμους του στη βασιλεία των ουρανών. Αυτό το αξίωμα δεν έχει καμία σχέση με τη κατακυρίευση, τη βία, ή άλλες κοσμικές πραγματικότητες. Εκφράζεται με τη πατρότητα, την αγάπη, την εργασία και το πόνο. Εδώ παλεύει ο άνθρωπος με την ίδια του τη φύση, με την ανταρσία της για να γίνει μέτοχος στη ζωή του Θεού.
Καλείται λοιπόν να ταπεινώνεται και να βρίσκει μέσα σε αυτή τη ταπείνωση τη πληρότητά του. Η βασιλική ιδιότητα του ανθρώπου είναι διπλή. Πρώτα να είναι άρχοντας της κτίσης και έπειτα κύριος του εαυτού του νεκρώνοντας τα πάθη του. Επιπλέον ασκώντας ο λαϊκός το βασιλικό του αξίωμα μετέχει ενεργά στις αποφάσεις της ενορίας του ως μέλος του Δ.Σ. του ναού του, δραστηριοποιείται σε ομάδες αγάπης, ανέγερσης πνευματικών κέντρων, εκφράζει ως μέλος της εκκλησιαστικής συνείδησης την συμφωνία του ή τη διαφωνία του απέναντι σε αποφάσεις κληρικών, επιλέγει τους ποιμένες του φωνάζοντας «άξιος» κατά τη χειροτονία τους και γενικότερα παίζει ενεργό ρόλο στο διοικητικό έργο της Εκκλησίας.
Όλα τούτα δείχνουν πως οι λαϊκοί δεν είναι απλοί παθητικοί θεατές των τελουμένων και διαδραματιζομένων από τους κληρικούς, αλλά γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν.
apostoliki-diakonia.gr
(Αρχιμανδρίτου Ιωάννου Καραμούζη)
α) Έννοια του όρου «Εκκλησία»
Ο όρος «Εκκλησία» στην αρχαιοελληνική του έννοια προερχόμενος από το ρήμα εκκαλώ δηλώνει τη συγκέντρωση και τη συνάθροιση πολιτών, προκειμένου να συσκεφθούν και να συναποφασίσουν για διάφορα σημαντικά ζητήματα. Στη Π. Διαθήκη αποκτά την έννοια της απλής συνάθροισης του Ισραηλιτικού λαού για θρησκευτικά, πολιτικά ή στρατιωτικά θέματα. Ωστόσο στο ίδιο κείμενο (της Π.Δ.) η λέξη «Εκκλησία» δηλώνει και το περιούσιο λαό του Θεού, τον Ισραήλ. Στη Κ. Διαθήκη ο όρος «Εκκλησία» σημαίνει πλέον τη σύνταξη εκείνων που πιστεύουν στο Χριστό, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζεται και ως βασιλεία, νύμφη, παστάς, άμπελος, λιμήν, πόλις, σύνοδος κ.λπ.
Παρ΄ όλα αυτά, η απόπειρα του να δοθεί ορισμός για το τι είναι Εκκλησία καθίσταται δυσχερέστατη αφού πρόκειται περί μυστηρίου. Και τούτο συμβαίνει γιατί η Εκκλησία έχει με αϊδιο τρόπο την αρχή της στο Τριαδικό Θεό, ενώ ταυτόχρονα είναι συνδεδεμένη μαζί του με μία σχέση αδιάσπαστη και άκρως αγαπητική. Ο ανθρώπινος νους δεν έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει αυτή τη σχέση Θεού - Εκκλησίας γιατί είναι μία υπέρλογη πραγματικότητα. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να την αισθανθεί εμπειρικά, πλησιάζοντάς την μέσα από τις περιγραφικές εικόνες που της αποδίδουν οι πατέρες της πίστης μας.
Ο απόστολος Παύλος στις Επιστολές του προς τους Χριστιανούς της Εφέσσου, της Κορίνθου, της Ρώμης και των Κολασαέων, παρουσιάζει την Εκκλησία με τα εξής χαρακτηριστικά: Είναι το σώμα του Ιησού Χριστού που έχει ως κεφαλή αυτόν τον ίδιο το Χριστό. Μέλη αυτού του σώματος είναι όλοι οι βαπτισμένοι Χριστιανοί, οι οποίοι βρίσκονται σε οργανική σχέση και εξάρτηση τόσο προς τη κεφαλή τους, δηλ. το Χριστό, όσο και μεταξύ τους. Κοινός σκοπός των μελών της εκκλησίας είναι ο αγιασμός που συντελείται με τη συμμετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και με την έμπρακτη έκφραση της αγάπης στις μεταξύ τους σχέσεις.
β) Οι τρεις φάσεις της Εκκλησίας
Η αρχή της ύπαρξης της Εκκλησίας τοποθετείται πολύ πριν την ενανθρώπιση του Χριστού. Γι΄ αυτό οι άγιοι πατέρες ομιλούν περί τριών φάσεων της εκκλησιαστικής ύπαρξης. Στη πρώτη φάση τοποθετείται η αϊδιος και στο νου του Θεού προΰπαρξη της εκκλησίας και η επάνδρωσή της από τις αόρατες πνευματικές δυνάμεις δηλαδή στους αγίους αγγέλους.
Στη δεύτερη φάση τοποθετείται η χρονική περίοδος από τον Αδάμ μέχρι το Χριστό. Σε αυτή η εκκλησία ενσαρκώνεται στα πρόσωπα του Αδάμ και της Εύας που ζουν προπτωτικά σε μακαρία κατάσταση. Με τη πτώση των πρωτοπλάστων έχουμε και τη πτώση της Εκκλησίας, η οποία διασώζεται στα πρόσωπα των Προφητών και γενικά των δικαίων της Π. Διαθήκης. Παρά την ύπαρξη της Εκκλησίας, έχει ακόμη δύναμη ο θάνατος και γι΄ αυτό ενώ οι δίκαιοι της Π. Διαθήκης έφθαναν στη θέωση, παρ΄ όλα αυτά κατέβαιναν στον ʼδη.
Στη τρίτη φάση ανήκει η χρονική περίοδος που ξεκινά με την ενανθρώπιση του Ιησού και καταλήγει στη συντέλεια των αιώνων. Με την ενανθρώπησή του ο Ιησούς ανέλαβε καθαρή και αμόλυντη ανθρώπινη φύση και την ένωσε με τη Θεότητά του. Κατ΄ αυτό τον τρόπο η Εκκλησία λαμβάνει κεφαλή και γίνεται Σώμα Χριστού. Επιπλέον από την ημέρα της Πεντηκοστής οι άνθρωποι μπορούν με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος να γίνονται μέλη του Σώματος του Χριστού και ταυτόχρονα ναοί του Αγίου Πνεύματος. Γι΄ αυτό το λόγο κατά την Πεντηκοστή, η Εκκλησία από πνευματική γίνεται και σαρκική.
γ) Ιδιότητες της Εκκλησίας
Η Εκκλησία συγκεντρώνει τέσσερις ιδιότητες που την καθιστούν μοναδική μέσα στο κόσμο. Αυτές είναι: η ενότητα, η αγιότητα, η καθολικότητα, η αποστολικότητα.
Ενότητα: Τούτη συνδέεται με το γεγονός ότι η κεφαλή της Εκκλησίας είναι μία δηλ. ο Χριστός. Εκείνος που την ζωωγονεί είναι το ʼγιο Πνεύμα, ενώ η πρώτη και αρχική αιτία της είναι ο Πατέρας. Η ενότητα των τριών Θείων προσώπων αντανακλάται στην Εκκλησία, η οποία ενώ αποτελείται από πολλά μέλη, συνθέτει το ένα και αυτό σώμα του Χριστού. Επιπλέον η ενότητά της βασίζεται στη μία πίστη των μελών της. Οι πιστοί αποδέχονται τις Χριστιανικές αλήθειες ανεπιφύλακτα και αγωνίζονται να τις εφαρμόζουν καθημερινά στο βίο τους. Οποιαδήποτε απόκλιση από την κοινή πίστη αποτελεί διάσπαση της εκκλησιαστικής ενότητας που οδηγεί στην απώλεια και το θάνατο. Το βάπτισμα είναι και εκείνο στοιχείο που εξασφαλίζει την ενότητα της Εκκλησίας. Μέσα από αυτό οι άνθρωποι πολιτογραφούνται ως μέλη του εκκλησιαστικού σώματος, αναλαμβάνουν κοινό αγώνα για τη κατάκτηση της αγιότητας απαλλασσόμενοι από το προπατορικό αμάρτημα της παρακοής. Τέλος η Θεία ευχαριστία είναι και εκείνη στοιχείο το οποίο ενισχύει την ενότητα της Εκκλησίας. Το σώμα και το αίμα του Χριστού προσφέρεται και μεταδίδεται στους Πιστούς ενώνοντάς τους μυστικώς μεταξύ τους, αλλά και με το Θεό. Κάθε φορά που τελείται το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας η μεταξύ των πιστών ένωση που κοινωνούν από το κοινό ποτήριο καθίσταται εντονώτερη. Επιπλέον η Εκκλησία ταυτίζεται με τη Θεία ευχαριστία. Εκείνο που καθιστά την Εκκλησία να είναι το σώμα του Χριστού είναι η Ευχαριστία, η οποία είναι η «κοινωνία του σώματος» του Χριστού και η «κοινωνία του αίματος», διά του οποίου λυτρώνονται τα μέλη της Εκκλησίας. Ενώ τέλος μέσα από τη Θεία Ευχαριστία ενώνονται οι επί της γης πιστοί που αποτελούν τα μέλη της στρατευομένης Εκκλησίας με τους κεκοιμημένους Χριστιανούς που συνθέτουν τη θριαμβεύουσα.
Αγιότητα
Η Εκκλησία είναι αγία γιατί έχει κεφαλή τον αναμάρτητο Θεάνθρωπο Ιησού και ψυχή το ʼγιο Πνεύμα. Επιπλέον έργο της είναι ο διαρκής εξαγιασμός των πιστών. Το γεγονός ότι ο Ιησούς αποτελεί τη κεφαλή της Εκκλησίας καθιστά σαφές ότι η αγιότητά του διαχέεται και στα υπόλοιπα μέλη του σώματός του, τα οποία αποκτούν δυνατότητα βίωσής της χάρη στην διαρκή αγιαστική δράση του Αγίου Πνεύματος. Το ʼγιο Πνεύμα εξαγιάζει τους πιστούς μέσα από τα Ιερά Μυστήρια. Η Θεία Ευχαριστία, το Βάπτισμα, το Χρίσμα, η Εξομολόγηση, το Ευχέλαιο, η Ιερωσύνη και ο Γάμος είναι επτά θεοδίδακτοι και θεοσύστατοιτρόποι με τους οποίους ξεκινά η αφθαρσία του κτιστού και η ανάδυση της καινούργιας ζωής, της διαφοροποιημένης προσωπικής υπόστασης, από τη μπλεγμένη στα δίχτυα του θανάτου ατομική επιβίωση. Αλλά για να έχουν εξαγιαστική δράση τα μυστήρια της εκκλησίας επάνω στα μέλη της, απαιτείται αγώνας από τα ίδια νίκης κατά των προσωπικών τους παθών και συμμόρφωσης με το Θείο θέλημα. Ωστόσο και στη περίπτωση που τα μέλη της Εκκλησίας εμμένουν στην αμαρτωλότητά τους, εκείνη δεν παύει να διατηρείται αγία, αφού αγία παραμένει πάντοτε και η κεφαλή της και άγιο το Πνεύμα που την εμψυχώνει. Γι΄ αυτό εξ΄ άλλου τα μέλη της αγωνίζονται διαρκώς να εξαγιάζονται, γιατί γνωρίζουν ότι η Εκκλησία είναι η πηγή της αγιότητος μέσα στην οποία βαπτίζονται καθημερινά.
Καθολικότητα
Η καθολικότητα της Εκκλησίας έγκειται στο ότι εκτείνεται σε όλες τις εποχές. Η ύπαρξή της ξεκινά πολύ πριν την ανθρώπινη δημιουργία και εκτείνεται απεριόριστα. Για εκείνη παύει να υφίσταται ο χρόνος με τις τρεις διαστάσεις του (παρελθόν, παρόν, μέλλον), γιατί ανακεφαλαιώνει και καθιστά καινά τα πάντα. Για την Εκκλησία τα μέλη της κινούνται και ζουν ήδη από τώρα τα εσχατολογικά γεγονότα της συνάντησής τους με τη Βασιλεία του Θεού και της μετοχής τους σε αυτήν. Η καθολικότητα της Εκκλησίας αφορά όλη την οικουμένη στην οποία απευθύνεται. Ο Κύριος στέλνει τους μαθητές του να κηρύξουν το Ευαγγέλιο σε όλα τα έθνη, τονίζοντας ακριβώς τη καθολικότητα και την ευρύτητα τη γεωγραφική των αποδεκτών του Χριστιανικού μηνύματος. Σε αυτόν το καθολικό χαρακτήρα του Ευαγγελίου στηρίζεται εξάλλου και η ιεραποστολική δράση της Εκκλησίας. Η καθολικότητά της αφορά και το πλήρωμα της αληθείας που η ίδια κατέχει. Η Εκκλησία ως σώμα Χριστού διασώζει την Ορθοδοξία. Σε αυτό το δύσκολο και ριψοκίνδυνο έργο, σημαντικό ρόλο παίζει το συνοδικό σύστημα που επικρατεί σε αυτήν. Οι σύνοδοι - οικουμενικές ή όχι - είναι εκείνες που πάντοτε, ιδιαίτερα όμως σε δύσκολους χρόνους αναταραχών, θεολογούν και διατυπώνουν τις αλήθειες που ζώσουν. Αυτό συμβαίνει γιατί οι σύνοδοι αποτελούν την αγωνία και την αιματηρή επίκληση της στρατευομένης Εκκλησίας προς το ʼγιο Πνεύμα για φωτισμό και σωτηρία. Ενώ τέλος το πλήρωμα της Εκκλησίας είναι η συνείδησή της που αποδέχεται και εγκρίνει ή απορρίπτει τις αποφάσεις των συνόδων.
Αποστολικότητα
Η Εκκλησία διατηρεί το χαρακτηριστικό της αποστολικότητας γιατί συνεστήθη από τον Ιησού Χριστό, ο οποίος απεστάλη από το Θεό Πατέρα στο κόσμο. Έπειτα ο Ιησούς απέστειλε τους μαθητές του στο κόσμο για να κηρύξουν το Ευαγγέλιό του. Οι μαθητές του οργάνωσαν τις τοπικές εκκλησίες χειροτονώντας επισκόπους, οι οποίοι με τη σειρά τους χειροτονούσαν και χειροτονούν πρεσβυτέρους και διακόνους. Κατ΄ αυτό τον τρόπο διασώζεται η αποστολική διαδοχή της εκκλησίας.
Αυτή η διαδοχή είναι κυρίως διάσωση της πληρότητας της εκκλησιαστικής κοινωνίας των τοπικών εκκλησιών με το Χριστό και μεταξύ τους μέσα από την ορθή πίστη, την αληθινή και σωτήρια διδασκαλία. Πρόκειται λοιπόν για διαδοχή και συνέχεια όλης της οικονομίας του Θεού, της υποστάσεως και ζωής της εκκλησίας, όλης της πληρότητας και της καθολικότητάς της.
Μέλη της Εκκλησίας
Την Εκκλησία την αποτελούν οι άγιοι άγγελοι, οι βαπτισμένοι Χριστιανοί που ζουν σε αυτό τον κόσμο, οι άνθρωποι που έχουν κοιμηθεί και εκείνοι που έζησαν πριν από την έλευση του Χριστού και αποδέχθηκαν το κήρυγμα του Θεανθρώπου στον ʼδη. Οι άγιοι άγγελοι είναι ο πνευματικός κόσμος τον οποίο έπλασε ο Τριαδικός Θεός πρωτύτερα από οτιδήποτε άλλο. Οι άγγελοι αποτελούν και το πλήρωμα της πρώτης φάσης της εκκλησίας δηλ. της επουράνιας, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν μέλη και της εν χρόνω φανέρωσης εκκλησίας. Είναι κατ΄ εξοχήν λειτουργικά όντα, αφού έργο των θρόνων, των Χερουβείμ και των Σεραφείμ είναι ο Θεοπρεπής ύμνος του «γελ», έργο των Εξουσιών, των Κυριοτήτων και των Δυνάμεων είναι ο τρισάγιος ύμνος, ενώ των Αρχών, Αρχαγγέλων και Αγγέλων το «αλληλούϊα». Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ότι σε κάθε Θεία Λειτουργία παρίστανται και συμμετέχουν μυριάδες αγγέλων και χιλιάδες αρχαγγέλων.
Οι εν ζωή βαπτισμένοι Χριστιανοί αποτελούν τα μέλη της επίγειας Εκκλησίας. Αυτή ονομάζεται στρατευομένη γιατί βρίσκεται σε διαρκή πνευματικό αγώνα προκειμένου να εξαγιασθούν τα μέλη της και να αποκτήσουν τη κοινωνία με το Τριαδικό Θεό. Οι κεκοιμημένοι Χριστιανοί αποτελούν τα μέλη της επουράνιας Εκκλησίας. Αυτή αποκαλείται θριαμβεύουσα, γιατί έχει ολοκληρώσει το έργο της, έχει κερδίσει τη διαρκή παραμονή της κοντά στο Θεό και συγκροτεί πλέον κοινωνία αγίων δίχως το κίνδυνο της πτώσης. Μέλη της Εκκλησίας είναι και όσοι έζησαν κατά τρόπο δίκαιο και άγιο πριν την έλευση του Ιησού στο κόσμο. Αυτοί οι άνθρωποι παρέμεναν δέσμιοι του θανάτου μέχρι τη στιγμή που ο Θεάνθρωπος Ιησούς κατέβηκε στον ʼδη μετά το σταυρικό του θάνατο και κήρυξε το Ευαγγέλιο και την Ανάστασή του. Από εκείνη ακριβώς την ώρα όλοι οι δίκαιοι της Π. Διαθήκης καθίστανται μέλη της θριαμβεύουσας επουράνιας Εκκλησίας. Γι΄ αυτό η στρατευομένη Εκκλησία τιμά κατά τη Κυριακή προ της Γέννησης του Χριστού όλους όσους ευαρέστησαν το Θεό, από τον Αδάμ μέχρι τον Ιωσήφ το μνήστορα της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Τα μέλη της στρατευομένης Εκκλησίας βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία και σε άρρηκτη σχέση με τη θριαμβεύουσα. Σε κάθε Θεία Λειτουργία μνημονεύονται τα ονόματα των κεκοιμημένων όχι ως απλή αναφορά όσων απουσιάζουν, αλλά ως βεβαιότητα ότι είναι παρόντες και ότι η Εκκλησία ξεπερνά τις διαστάσεις του χρόνου βιώνοντας έντονα τη πορεία της προς τα έσχατα, δηλ. τη θέωσή της. Αλλά και η θριαμβεύουσα Εκκλησία πρεσβεύει στο Θεό για την στρατευομένη, ώστε να μπορεί και η ίδια να αντιμετωπίζει νικηφόρα τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες και να κερδίσει την αγιότητα.
Λαός και Κλήρος
Η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού. Κεφαλή είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός και Σώμα όλοι οι Χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί, άνδρες και γυναίκες, χωρίς καμμία διάκριση και δίχως άλλη διαβάθμιση. Η κεφαλή και το σώμα συνυπάρχουν, δεν υπάρχουν απλώς χωριστά. Μπορεί και πρέπει να διακρίνονται και να διαφοροποιούνται, αλλά ουδέποτε να αυτονομούνται και ν΄ ανταγωνίζονται, διαφορετικά οδηγούμαστε σε ακρωτηριασμό.
Κάθε βαπτισμένος Χριστιανός με το μυστήριο του Χρίσματος συμμετέχει στο τριπλό αξίωμα του Ιησού, δηλ. στο προφητικό, το ιερατικό και το βασιλικό. Αυτή η συμμετοχή όλων των Χριστιανών κληρικών και λαϊκών στο τριπλό αξίωμα του Ιησού τους δίνει τη δυνατότητα της προσωπικής σωτηρίας, αλλά τους υπογραμμίζει και την ανάγκη συνεργασίας για την πνευματική προκοπή όλου του εκκλησιαστικού Σώματος.
Προφητικό αξίωμα
Σε αυτό μετέχει ο άνθρωπος μέσα από το φωτισμό που λαμβάνει από το βάπτισμα και το χρίσμα. Παύει πλέον να ζει στο σκοτάδι και καλείται να ζήσει ως τέκνο φωτός στο κόσμο. Καθίσταται εικόνα και λόγος της παρουσίας του Θεού και της αγάπης του μέσα στο κόσμο. Γι΄ αυτό γίνεται πλέον ερμηνευτής και θεολόγος της Ιστορίας, ευαίσθητος και ανοιχτός στο Θείο θέλημα και στα σχέδια του Θεού για τους ανθρώπους. Η ενάσκηση τούτου του αξιώματος από τους λαϊκούς έχει να κάνει με τη διακονία τους αναλαμβάνοντας δράση ως ιεροκήρυκες, ως κατηχητές, ως ιεροψάλτες στο χώρο της ενορίας, ή ως ιεραπόστολοι για την ευρύτερη διάδοση του Ευαγγελικού μηνύματος. Επιπλέον ως γονείς καλούνται να διδάσκουν τα παιδιά τους τις διδασκαλίες της πίστης τους, ενώ ως ενεργά μέλη της Εκκλησίας οφείλουν μέσα από τη συνειδητή συμμετοχή στη μυστηριακή ζωή να μαρτυρούν έμπρακτα τις ορθόδοξες αλήθειες.
Αρχιερατικό αξίωμα
Η συμμετοχή σε αυτό έγκειται στο ότι οι πιστοί βρίσκονται σε κοινωνία με το μεγάλο Αρχιερέα Ιησού και ανήκουν στην εκκλησία Του αποτελώντας το βασίλειον ιεράτευμα. Η ιερωσύνη των ανθρώπων αφορά το ότι στέκουν στο κέντρο του κόσμου και ευλογούν το Θεό γι΄ αυτό τον κόσμο, τον δέχονται από το θεό και τον επιστρέφουν εξαγιασμένο σε Εκείνον. Η ανθρώπινη ιερωσύνη έχει να κάνει με τη θυσία του είναι, αφού ο άνθρωπος σταυρώνει τον εαυτό του, θυσιάζεται και τελικά μεταμορφώνεται σε μία διαρκή επίκληση του Αγίου Πνεύματος για τους αδελφούς του και για όλη τη δημιουργία. Γι΄αυτό η συμμετοχή των λαϊκών στη Θ. Λειτουργία και γενικότερα στη Θεία Λατρεία είναι απαραίτητη. Ο Ιερέας δεν μπορεί μόνος να τελέσει τίποτε. Τα πάντα γίνονται με την σύμπραξη και τη συνλειτουργία των λαϊκών και των κληρικών. Οι αιτήσεις προς το Θεό αφορούν το «εμάς». Τούτο συμβαίνει γιατί όλα τα μέλη της Εκκλησίας συμμετέχουν στην Αρχιερωσύνη του Χριστού, οι μεν λαϊκοί κατά τρόπο γενικό, οι δε κληρικοί μέσα από το ειδικό χάρισμα της Ιερωσύνης.
Βασιλικό αξίωμα
Η συμμετοχή σε τούτο το αξίωμα ξεκινά από το ότι οι πιστοί είναι μέλη τους σώματος του Βασιλέως Χριστού και αποτελούν τους μελλοντικούς συγκληρονόμους του στη βασιλεία των ουρανών. Αυτό το αξίωμα δεν έχει καμία σχέση με τη κατακυρίευση, τη βία, ή άλλες κοσμικές πραγματικότητες. Εκφράζεται με τη πατρότητα, την αγάπη, την εργασία και το πόνο. Εδώ παλεύει ο άνθρωπος με την ίδια του τη φύση, με την ανταρσία της για να γίνει μέτοχος στη ζωή του Θεού.
Καλείται λοιπόν να ταπεινώνεται και να βρίσκει μέσα σε αυτή τη ταπείνωση τη πληρότητά του. Η βασιλική ιδιότητα του ανθρώπου είναι διπλή. Πρώτα να είναι άρχοντας της κτίσης και έπειτα κύριος του εαυτού του νεκρώνοντας τα πάθη του. Επιπλέον ασκώντας ο λαϊκός το βασιλικό του αξίωμα μετέχει ενεργά στις αποφάσεις της ενορίας του ως μέλος του Δ.Σ. του ναού του, δραστηριοποιείται σε ομάδες αγάπης, ανέγερσης πνευματικών κέντρων, εκφράζει ως μέλος της εκκλησιαστικής συνείδησης την συμφωνία του ή τη διαφωνία του απέναντι σε αποφάσεις κληρικών, επιλέγει τους ποιμένες του φωνάζοντας «άξιος» κατά τη χειροτονία τους και γενικότερα παίζει ενεργό ρόλο στο διοικητικό έργο της Εκκλησίας.
Όλα τούτα δείχνουν πως οι λαϊκοί δεν είναι απλοί παθητικοί θεατές των τελουμένων και διαδραματιζομένων από τους κληρικούς, αλλά γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν.
apostoliki-diakonia.gr
28/8/09
Αποτομή της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου
– 29 Αυγούστου–
–Απολυτίκιον. Ήχος β΄
Μνήμη δικαίου μετ΄ εγκωμίων, σοί δε αρκέσει η μαρτυρία του Κυρίου, Πρόδρομε, ανεδείχθης γαρ όντως και προφητών σεβασμιώτερος, ότι και εν ρείθροις βαπτίσαι κατηξιώθεις τον κηρυττόμενον. Όθεν της αληθείας υπεραθλήσας, χαίρων ευηγγελίσω και τοις εν άδη Θεόν φανερωθέντα εν σαρκί, τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου, και παρέχοντα ημίν το μέγα έλεος.
΄Οσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης
Εγκωμιαστικοί Λόγοι εις τον Άγιων Ιωάννην τον Πρόδρομον και Βαπτιστήν
Έκδοση Ι. Μονής Γενεθλίου του Προδρόμου Καρυών Καρυστίας
ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΠΟΤΟΜΗΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Πνευματική πανήγυρις
Όντως λαμπρά και θεϊκής χαρμοσύνης πλήρης η σημερινή σύναξη, που μας συγκέντρωσε όλους εμάς, αγαπητοί Χριστιανοί, για να γιορτάσουμε σήμερα το πνευματικό πανηγύρι. Και δίκαια χαρακτηρίζεται λαμπρά, από αυτό το ίδιο το επώνυμο του αγίου, του οποίου τελούμε την μνήμη, μια και είναι και θεωρείται «λύχνος φωτός». Χωρίς αμφιβολία δεν πρόκειται για λύχνο, που περιαυγάζει τους σωματικούς μας οφθαλμούς με γήϊνη ακτινοβολία. Γιατί αυτού του είδους η λάμψη θα ήταν παροδική, με συνεχείς διακοπές από κάθε εμπόδιο, που θα παρεμβαλλόταν σαν σκια. Αντίθετα, πρόκειται για φως, που καταυγάζει με την ακτινοβολία της θείας Χάριτος τις καρδιές όλων εκείνων, που ανέκαθεν έχουν συναχθεί στην εορτή, για φως, που ανυψώνει τον νου στη θεωρία της αθλήσεως του δικαίου. Κι έτσι, καθώς με τα μάτια της ψυχής μας θα ατενίζουμε το μακάριο τούτο πάθος, θα δημιουργούμε παράλληλα και την προϋπόθεση της προσωπικής μας ευφροσύνης. Γιατί το αίμα οποιουδήποτε άλλου, που από ξίφος έρρευσε κάτω στη γη, ούτε θα μπορούσε να τέρψει την ανθρώπινη όραση ούτε η διήγηση του γεγονότος να καλύψει με σεβασμό την μνήμη του νεκρού. Γιατί, πως θα μπορούσε να ελκύσει τον άνθρωπο, που από την φύση του αγαπά τη ζωή, μια αιματοχυσία που οδηγεί στο θάνατο; Μάλλον το αντίθετο θα τον οδηγούσε με την απέχθεια ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του σε συναισθήματα συμπαθείας και ελέους για το πάθημα, εκτός βέβαια εάν κανείς βρίσκεται σε κατάσταση αλλοφροσύνης ή αποκτηνώσεως, μη μπορώντας να αντιδράσει λογικά σε αυτά που βλέπει, όπως κάνουν τα άγρια θηρία. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους πετεινούς, που ενώ άλλοι σφάζονται, αυτοί χαίρονται, λαλούν, πηδούν δεξιά - αριστερά, μένοντας μόνο σε αυτό που βλέπουν και χωρίς να συλλογίζονται, ότι θα έλθει και η δική τους η σειρά να πάθουν το ίδιο. Το αίμα, όμως, του δικαίου το βλέπει κανείς και τέρπεται, ακούει γι' αυτό και του μεταφέρονται χαροποιά αγγέλματα, αξίζει να το ψαύει με τα χείλη προσκυνηματικά. Γιατί η προσφορά αυτού του αίματος χαρίζει την μετοχή στην αθάνατη και αληθινή ζωή. Και πιστεύω, ότι όχι μόνο η σταγόνα του αίματος, αλλά και ο,τιδήποτε δικό του, είτε λείψανο είτε μια τρίχα είτε κάτι απ' όσα φορούσε ή άγγιζε, είναι περιζήτητο και πολύτιμο σ' αυτόν που έχει βάλει σκοπό του να ζει με ευσέβεια. Γι' αυτό το λόγο εκείνος, που έχει κάτι τέτοιο στο σπίτι του ή στην εκκλησία, δηλαδή ολόκληρο λείψανο ή ένα μέρος ή κάτι απειροελάχιστο, το θεωρεί καύχημά του, σαν να κατέχει κάποιο θησαυρό, που του χαρίζει αγιασμό και του εξασφαλίζει την σωτηρία. Και προσέρχεται με ευλάβεια στη λειψανοθήκη με την ιερή σκόνη και ασπάζεται με άγιο φόβο τα άψαυστα άγια λείψανα.
Τίμιο το αίμα των προφητών.
Τέτοιο, κατά τη γνώμη μου, ήταν και το αίμα του δικαίου Άβελ, αν και για τους γονείς στάθηκε τότε αιτία ασυνήθιστου και γοερού θρήνου. Και πως θα μπορούσαν, ενώ μέχρι τότε δεν είχαν εμπειρία του νεκρού, να μην χάσουν τα λογικά τους για τη σφαγή του υιού τους, να μην θρηνήσουν και να μην ξεσπάσουν σε γοερές κραυγές, καθώς ξαφνικά τον βλέπουν να κείτεται κατά γης αιμόφυρτος και πεσμένος νεκρός από το φονικό χέρι του αδελφού; Τέτοιο στάθηκε για μας και το άγιο αίμα του προφήτου Αμώς, που θανάτωσε με ξίφος ο βασιλιάς Αμασίας, αφού συνέχεια τον βασάνιζε ανελέητα. Παραδίδει σε θάνατο τον δίκαιο, καθώς τον πλήγωσε με ρόπαλο στον κρόταφο, μια κι ο ίδιος πληγωνόταν με τα προφητικά βέλη. Το ίδιο και το άγιο αίμα του προφήτου Μιχαίου, που τον σκότωσε γκρεμίζοντάς τον ο Ιωράμ, ο γυιός του Αχαάβ, επειδή δίδασκε με ειλικρίνεια και θάρρος το θέλημα του Θεού. Γιατί τον έλεγχε, καθώς μαρτυρεί η Αγία Γραφή, για την ασεβή συμπεριφορά των προγόνων του. Τέτοιο ήταν και το άγιο αίμα του προφήτου Ησαάιου. Τον χώρισε σε δύο μέρη με πριόνι ο Μανασσής, που είχε παρασύρει στην ειδωλολατρεία τον μανιώδη στα πάθη και επιπόλαιο στην πίστη Ισραηλιτικό λαό, επειδή δεν άντεχε να ακούει τις προφητικές αποκαλύψεις. Το ίδιο άγιο στάθηκε και το αίμα του γενναίου Ελεάζαρ, που μαρτύρησε με τα επτά παιδιά και την θεοσεβή μητέρα τους αίμα, που σκόρπισε ασύστολα ο Αντίοχος μέσα από πολλά βασανιστήρια, μη υποφέροντας την σθεναρή αντίσταση των ακαταμάχητων για την εφαρμογή του θελήματος του Θεού. Και τους σφράγισε ο θάνατος μέσα στην τέλεια πίστη τους. Τέτοιο στάθηκε για μας και το άγιο αίμα του προφήτου Ζαχαρίου. Χύθηκε μπροστά στο θυσιαστήριο από το αφηνιασμένο και ωμότατο μαχαίρι των Ιουδαίων, που δεν μπορούσαν να ακούνε τα προφητικά λόγια. Και τι χρειάζεται να αναφέρω περισσότερα παραδείγματα από το να μιλήσω συνοπτικά για το άγιο αίμα των αποστόλων, των προφητών και των μαρτύρων, αίμα που πολλοί αλιτήριοι έκαναν να ξεχυθεί ποικιλοτρόπως, σαν νερό άφθονο που περικυκλώνει τη γη και σβήνει την ασέβεια;
Το αίμα που βοά.
Τέτοιο, λοιπόν, ήταν και το άγιο αίμα του Βαπτιστού και Προδρόμου του Χριστού, για το οποίο πρόκειται να μιλήσουμε. Αυτό χύθηκε σαν πολυτελές μύρο από τον ιερό τράχηλο και ευωδιάζει την οικουμένη. Αίμα, που σύναξε όχι η γαστριμαργία ούτε η οινοποσία ούτε η τροφή κρεάτων ή κάποιου άλλου εδέσματος, από όσα συνηθίζουν να λιπαίνουν και να ικανοποιούν τις ορέξεις, αλλά αίμα, που σιγά - σιγά, από αυτά τα ίδια τα σπάργανα μέχρι το τέλος, αύξησε η χάρη της εγκρατείας. Γιατί, όπως λέει ο Κύριος, «ήλθε ο Ιωάννης, που ούτε έτρωγε, ούτε έπινε». Αίμα, που κενώθηκε, πριν από το πανάγιο Αίμα του Δεσποτικού και αθανάτου ποτηρίου. Γιατί έπρεπε ο πρόδρομος του φωτός, όπως ανέτειλε με τη γέννησή του από στείρα μητέρα καταυγάζοντας αυτούς που ζούσαν πάνω στη γη, έτσι να λάμψει και στους νεκρούς περνώντας μέσα από το θάνατο ως φωτόμορφος κήρυκας. Αίμα, που με πολύ περισσότερη παρρησία βοά προς τον Κύριο απ' ο,τι το αίμα της σφαγής του Άβελ. Και γίνεται του φόνου η εκτέλεση αναβόηση μυστικής φωνής, που δεν προέρχεται από φωνητικά όργανα, αλλά που γίνεται αντιληπτή με τη δύναμη της ίδιας της πράξεως. Αίμα σεβασμιώτερο από αυτό των πατριαρχών, πολυτιμότερο των προφητών και οσιώτερο των δικαίων. Ακόμη και των αποστόλων διαπρεπέστερο και των μαρτύρων ενδοξότερο, καθώς μαρτυρεί ο λόγος του Θεού Λόγου. Αίμα χαριέστατο, που καλλωπίζει την Εκκλησία του Χριστού, πιο όμορφο από κάθε ποικολόχρωμο και σπάνιο ανθοστολισμό, αίμα, που κενώθηκε κατά το τέλος του παλαιού νόμου υπέρ της δικαιοσύνης και άνθος, που αποτελεί το προοίμιο της παρουσίας του Χριστού.
Δίκαιος έλεγχος.
Αλλά ας συνθέσουμε τον λόγο από τα ιερά Ευαγγέλια για το πως κενώθηκε αυτό το αίμα, από ποιόν και για ποιά αιτία. « Ο Ηρώδης, λοιπόν, λέει το άγιο Ευαγγέλιο, αφού συνέλαβε τον Ιωάννη, τον έδεσε και τον έρριξε στη φυλακή, εξ αιτίας της Ηρωδιάδας, της γυναίκας του αδελφού του Φιλίππου. Γιατί του έλεγε ο Ιωάννης: Δεν σου επιτρέπεται να συζείς με αυτήν. Και ενώ ήθελε να τον θανατώσει, φοβήθηκε τον λαό, γιατί όλοι τον θεωρούσαν προφήτη». Κατ' αρχάς ας προσπαθήσουμε να εξακριβώσουμε, ποιός ήταν αυτός ο Ηρώδης, επειδή η συνωνυμία προξενεί ασάφεια για το συγκεκριμένο πρόσωπο. Φανερό είναι, πως πρόκειται για τον τετράρχη. Γιατί ο πατέρας του ο Ηρώδης, ο φονιάς των νηπίων, είχε πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια. Και για ποιόν λόγο τον ήλεγχε ο Ιωάννης; Γιατί έχοντας απομακρύνει τη νόμιμη γυναίκα του ο Ηρώδης, δηλαδή την κόρη του βασιλιά Αρέτα, συνήψε παράνομο δεσμό με την Ηρωδιάδα, τη γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου. Γιατί είχε τη δυνατότητα, σύμφωνα με τον μωσαϊκό νόμο, αν εκείνη ήταν άτεκνη, να την νυμφευθεί, για να αναστηθεί απόγονος στον αδελφό του. Παντελώς, όμως, απαγορευόταν, εφ' όσον είχε μια κόρη, την συνωνόματη Ηρωδιάδα, το γέννημα της οχιάς, το διαβολικό όργανο του δικού της αφανισμού. Εύλογος, λοιπόν,ο έλεγχος του Ιωάννου. Και έλεγχος όχι υβριστικός, αλλά συμβουλευτικός, χωρίς να δημιουργεί τραύματα, αλλά απεναντίας, να θεραπεύει πληγές. Γιατί, τι λέει; «Δεν σου επιτρέπεται να την έχεις». Τον επαναφέρει στην τάξη της θείας νομοθεσίας, μιλώντας κάπως έτσι: «Δες και πληροφορήσου με ακρίβεια, για το τι σου παραγγέλλει ο μωσαϊκός νόμος. « Εαν μένουν μαζί δύο αδελφοί και πεθάνει ο ένας από αυτούς χωρίς να έχει αφήσει απογόνους, δεν επιτρέπεται η χήρα του να παντρευθεί ξένον άνδρα. Θα την νυμφευθεί ο αδελφός του άνδρα της και θα την λάβει ως νόμιμη σύζυγο και το παιδί που θα γεννηθεί θα λάβει το όνομα του νεκρού και έτσι δεν θα σβήσει το ονομά του από το Ισραήλ». Αυτά σου παραγγέλλει ο νόμος. Εσύ, αντίθετα, συζείς με την γυναίκα, που έχει ήδη παιδί από τον αδελφό σου. Μη, λοιπόν, παραβείς τον κανόνα του νομοθέτου. Κι ούτε με ανόσιο αίμα να μολύνεις την βασιλική πορφύρα. Κι ούτε εσύ, που οφείλεις να αποτελείς για τους άλλους το υπόδειγμα της υποταγής στους νόμους, εμφανισθείς ως αίτιος παρανομίας στους υπηκόους σου. Κι αν πέσεις σε αυτό το παράπτωμα, δίκαια θα κριθείς, «γιατί η τιμωρία, για όσους βρίσκονται στην εξουσία, είναι άμεση».
Ο αιχμάλωτος των παθών φυλακίζει τον ελεύθερο.
Αυτός, όμως, κατέχοντας την εξουσία και λησμονώντας ότι υπάρχει Θεός, εξεμάνη, άναψε από θυμό και απέσεισε από πάνω του τον έλεγχο. Δεν μιμήθηκε τον Δαυΐδ, που όταν τον ήλεγξε ο προφήτης Νάθαν επί μοιχείη , εβόησε: « Αμάρτησα στον Κύριο». Και ο Κύριος για την ταπείνωσή του αυτή του συγχώρησε το αμάρτημα. Αντίθετα, όπως λέει η Αγία Γραφή, αφού συνέλαβε τον Ιωάννη, τον έδεσε και τον φυλάκισε. Αυτόν που με τον ασκητικό του βίο ζούσε την ύψιστη ελευθερία, τον δέσμευσε ο αιχμάλωτος στο πάθος της ασελγείας. Έδεσε τον απελευθερωμένο από κάθε εμπαθή σχέση ο ήδη δεσμευμένος στη γοητεία της ακολασίας. Έβαλε στη φυλακή τον φύλακα και κήρυκα της Εκκλησίας ο κατάδικος για την πράξη της ακαθαρσίας. « Εξ αιτίας της Ηρωδιάδας, της γυναίκας του αδελφού του Φιλίππου». Για την Ηρωδιάδα, την όμοια στους τρόπους με την Δαλιδά και συνεργό του διαβόλου. Γιατί αυτή, τον συγκοιταζόμενο μαζί της, μάλλον δε παράνομο εραστή της, τον εξώθησε σε μανία κατά του Ιωάννου. Δεν ανέχομαι λέει, να είμαι βασίλισσα και να χλευάζομαι από το παιδί του Ζαχαρίου. Καθήλωσε στη φυλακή τη γλώσσα, που με στηλιτεύει. Σκότωσε όσο πιο γρήγορα γίνεται με ξίφος αυτόν, που με λόγια σαν βέλη μου πληγώνει την ψυχή. «Και θέλοντας να τον σκοτώσει φοβήθηκε τον όχλο, γιατί θεωρούσε τον Ιωάννη ως προφήτη». Και συμβαίνει, όταν θέλουν οι άρχοντες να πράξουν κάτι παράνομο, να μην κάνουν ευθύς αμέσως την ορμητική τους διάθεση πράξη, αλλά αναβάλλουν από ντροπή και φόβο στον λαό και καραδοκούν, πότε θα βρεθεί η κατάλληλη ευκαιρία να ξεχύσουν τη μοχθηρία τους.
Οι ρίζες της ανομίας καρποφορούν.
«Στη γιορτή των γενεθλίων του Ηρώδη, ανάμεσα στους καλεσμένους, χόρεψε η κόρη της Ηρωδιάδας και άρεσε στον Ηρώδη, γι' αυτό και της υποσχέθηκε με όρκο, πως θα της χαρίσει, ο,τι κι αν του ζητήσει». Κι εκείνη την ημέρα, που όφειλε να αναπέμπει δοξολογία στο Θεό, που τον οδήγησε στο φως αυτής της ζωής, εκείνος προτίμησε το έργο του σκότους. Γιατί η περίσταση εκείνη ήταν ευκαιρία για χαρά πνευματική και όχι για χορό και μάλιστα γυναικώδη ενώπιον ανδρών. Και ποιό το αποτέλεσμα; Ο όρκος. Και από τον όρκο; Ο φόνος. Ξερρίζωσε τις ρίζες της κακίας και δεν θα βλαστήσει καρπός ανομίας. Άν, όμως, φυτρώσουν οι πρώτες, ασφαλώς και θα αποδώσουν τους καρπούς τους. «Χόρεψε η κόρη της Ηρωδιάδας εν μέσω των καλεσμένων και άρεσε στον Ηρώδη». Και σε τι άλλο μπορούσε να έχει εκπαιδευθεί από την μητέρα της η πρόξενος της πορνείας κόρη από το να χορεύει αδιάντροπα και μάλιστα με τέτοια τέχνη και επιτήδευση στο χορό, ώστε να αρέσει στον Ηρώδη; Γι' αυτό και εκείνος με όρκο δέθηκε να της χαρίσει, ο,τι του ζητήσει. Σε τέτοιο βαθμό φθάνει η προπέτεια αυτών, που βακχικά οργιάζουν στα πάθη της ατιμίας, ώστε να αποφαίνονται απερίσκεπτα για οποιοδήποτε πράγμα έρχεται στο νου τους. Και αυτή δασκαλεμένη άριστα από την μητέρα της άδραξε την ευκαιρία για τον αποτροπιαστικό θάνατο, που από καιρό πάσχιζε να πραγματοποιήσει η Ηρωδιάδα, η μάννα της οχιάς. Και ... εράσει το ξίφος τον ιερό τράχηλο του Προδρόμου, αλλά διαπραγματεύθηκες να σου δοθεί η αγία κεφαλή και επί πίνακι. Ώ ακόλαστη και θηριωδέστερη και από την Ιεζάβελ_
Συμπόσιο ανόσιο.
«Και λυπήθηκε, λέει το Ευαγγέλιο, ο βασιλιάς. Επειδή, όμως, είχε ορκισθεί και για να μην εκτεθεί στους καλεσμένους, έδωσε εντολή να της δοθεί η κεφαλή. Και έστειλε και αποκεφάλισε τον Ιωάννη στη φυλακή. Και μεταφέρθηκε επί πίνακι η κεφαλή του Προδρόμου και δόθηκε στην κόρη, κι αυτή με τη σειρά της την έδωσε στην μητέρα της». Φοβερός καρπός διαβολικής προμελέτης. Ποιός τόλμησε να καταφέρει κατά της θείας κεφαλής θανατηφόρο ξίφος; Ο δεύτερος Δωήκ, ο άνομος υπηρέτης, που δεν μιμήθηκε εκείνους, που με φρόνηση αντιτάχθηκαν στον βασιλέα Σαούλ, όταν αυτός έδωσε διαταγή να φονεύσουν τους προφήτες του Θεού. «Και προσφέρθηκε, λέει η Γραφή, η κεφαλή επί πίνακι». Πως να χαρακτηρίσουμε αυτό το γεύμα; Συμπόσιο ή φονευτήριο; Και πως να ονομάσουμε αυτούς τους καλεσμένους; Συνδαιτυμόνες ή έκδοτους στη μέθη; Ώ φοβερό θέαμα_ Πονηρό όραμα_ Εκεί παρετίθετο όρνιθα ως γεύμα, εδώ προσφερόταν προφητική κεφαλή. Εκεί κερνούσαν καθαρό οίνο, εδώ κρουνηδόν έρρεε το αίμα του δικαίου. Φοβερή η αγγελία και φρικτή η αφήγηση «Και δόθηκε στην κόρη, κι αυτή με τη σειρά της την έδωσε στην μητέρα της». Αλλοίμονο, τι ατόπημα_ Η ατίμητη κάρα, η αγνή και άψαυστος και στους αγγέλους σεβάσμια, για μια άτιμη πράξη προσφέρθηκε στη μιαρή και βέβηλο κόρη. Και την έδωσε στην μητέρα της σαν να παρέθετε γεύμα σ' αυτήν, που οργίαζε από την μανιώδη επιθυμία του θανάτου του προφήτου. Σαν να της έλεγε: Φάγε, μητέρα, τις σάρκες αυτού που έζησε ως άσαρκος. Πιές το αίμα αυτού που θυσίασε το αίμα του στην άσκηση. Τώρα πια ασφαλίσαμε μια για πάντα το στόμα εκείνου, που μας στηλίτευε.
Η εικόνα της ταφής.
«Και ήλθαν, συνεχίζει το Ευαγγέλιο, οι μαθητές του και πήραν το σώμα και το ενταφίασαν». Πρόσεξε, σε παρακαλώ, συ ο φιλομαθής, αγιογραφημένη την εικόνα του ενταφιασμού του δικαίου, και τους μεν εικονομάχους μη σταματήσεις να επιπλήττεις ως εχθρούς της αληθείας, συ δε μελετώντας την ιστορία με καθαρότητα αποκόμισε την ωφέλεια. Δες, πως σύρεται ο άγιος από την φυλακή σιδηροδέσμιος. Πως ο αποτρόπαιος δήμιος προτείνει απάνθρωπα το ξίφος κατά της ιεράς κεφαλής. Πως μετά την αποτομή η μυρόβλυτη κάρα προσφέρεται στην μανιασμένη από όργια Ηρωδιάδα. Και δες, πως θάπτεται το ιερό σώμα από τα χέρια των μαθητών του, που τον παραστέκουν ολογυρίς με θερμά δάκρυα και βαθύ πόνο ψυχής. Και άλλος μεν εναγκαλίζεται τα πόδια του Αγίου, άλλος πασχίζει να συναρμόσει την κεφαλή με το υπόλοιπο σκήνωμα, ενώ κάποιος τρίτος θυμιάζει και ψάλλει την νεκρώσιμη ακολουθία. Εκεί βρίσκομαι κι εγώ, ακροατές, με τα μάτια της ψυχής μου και βλέπω την ταφή του δικαίου να γίνεται με ειρήνη, όπως αναφέρεται στην Γραφή. Θεωρώ το αγγελικό εκείνο πρόσωπο, που οι οφθαλμοί του σαν δύο φωστήρες βασίλεψαν και που η όψη του αντιφέγγιζε την ακτινοβολία της Χάριτος. Δεν αναπνέει της πρόσκαιρης ζωής την ζωτική ενέργεια, αλλά κατ' εξοχήν αναπνέει της Θείας Χάριτος την ευωδία. Ασπάζομαι εκείνες τις ιερές χείρες, που η αφή τους στάθηκε ανέπαφη από την αμαρτία και που ο δάκτυλός τους καθυπέδειξε στους ανθρώπους Αυτόν, που πήρε πάνω Του την αμαρτία του κόσμου. Προσκυνώ τους ωραίους εκείνους πόδας του ευαγγελιζομένου τα αγαθά στους ανθρώπους, του Προδρόμου, που προευτρέπισε την οδό της παρουσίας του Κυρίου. Άς μου παραχωρηθεί για προσκύνηση και η τιμία άλυσις, που μ' αυτήν κρατήθηκε δέσμιος ο πολυτίμητος ανάμεσα στους ανθρώπους άγγελος. Άς μου δοθεί και το ιερό εκείνο πινάκιο, που πάνω του κατατέθηκε η πανσεβάσμια κάρα, η πολυτιμότερη και από τον χρυσό. Και ούτε την μάχαιρα του στυγνού φονιά, που διαπέρασε τον ιερό τράχηλο, αν εύρισκα, θα άφηνα απροσκύνητη και ούτε το χώμα, αν τύχαινε να βρω, όπου εφυλακίσθηκε ο θησαυρός, θα δίσταζα να καταφιλήσω, με την βεβαιότητα ότι θα μου μεταγγίσει Χάρη. Μακαριστέ τάφε και άπικρη πέτρα, που κρατάς μέσα σου κλεισμένο το τρισευλογημένο εκείνο σκήνωμα, πολυτιμότερο από πολλά σμαράγδια και μαργαριτάρια. Εκεί, λοιπόν, παρευρισκόταν ορατώς όλη η ομήγυρις των μαθητών και αοράτως πλήθος αγγελικών δυνάμεων, που εγκωμίαζαν, τιμούσαν, ανύψωναν στον ουρανό και μετέφεραν στην αιώνια χαρά αυτόν, τον ένσαρκο άγγελο, τον γνήσιο φίλο του Κυρίου, τον νυμφαγωγό του νυμφίου, τον άσβεστο λύχνο του αρρήτου φωτός, την ζωντανή φωνή του Θεού Λόγου, τον υπεράνω των προφητών και μεγαλύτερο όλων των ανθρώπων. Τέτοια, λοιπόν, όπως ειπώθηκε, ειρηνική, υπήρξε η ταφή του δικαίου, πρόξενος αγαλλιάσεως και σωτηρίας στον κόσμο.
Ο Πρόδρομος από τους ουρανούς μας ανταμείβει.
Άραγε ο παράφρων Ηρώδης διέφυγε έπειτα από όλα αυτά την δίκαιη κρίση του Θεού; (την δικαιοκρισία). Όχι βεβαια. Αντίθετα, όπως αναφέρεται, εξ αιτίας αυτού του εγκλήματος κατασφάττεται ύστερα από ανταρσία όλων των υπηκόων του. Κι αυτό συνέβη, επειδή ο Θεός συνετίζει παιδευτικά αυτούς, που πρόκειται να βασιλεύσουν στο μέλλον, ώστε να μην περιπέσουν στα ίδια εγκλήματα. Αλλά, αφού επανέλθω στο προκείμενο, ας αναβοήσω με φωνή, που αρμόζει στη σημερινή ημέρα. Ημερα ο Ιωάννης ο Πρόδρομος από τα στόματα όλων των ανθρώπων τιμάται για το ελεγκτικό του κήρυγμα και ο παράφρων Ηρώδης από όλους όσους έχουν φόβο Θεού στηλιτευόμενος επί μοιχείη περιφρονείται. Σήμερα η κεφαλή Ιωάννου του Προδρόμου προσφέρεται ως ιερό σφάγιο επί πίνακι και η μοιχαλίδα Ηρωδιάδα παρά την θέλησή της καταδικάζεται αιώνια. Σήμερα το αίμα Ιωάννου του Προδρόμου για την φύλαξη του θείου νόμου χύνεται και ο εχθρός του Προδρόμου δια της παρανομίας (με την κάκιστη διαγωγή του) δίκαια διαπομπεύεται. Σήμερα ο Ιωάννης ο Πρόδρομος για την παρρησία του προς τον Ηρώδη χάριν της δικαιοσύνης φονεύεται και οι βασιλείς της γης διδασκόμενοι να μην χωρίζονται από τις νόμιμες γυναίκες τους τον ήδη διαζευχθέντα βασιλέα απεχθάνονται. Σήμερα ο Ιωάννης ο Πρόδρομος στήνει ορόσημο πάνω στη γη και παραγγέλλει ν' αρκείται κάθε άνθρωπος στη νόμιμη γυναίκα του και να μην προχωρεί πάρα πέρα. Σήμερα ο Ιωάννης ο Πρόδρομος κατέρχεται στον Άδη και οι νεκροί αφουγκράζονται (ευαγγελίζονται) την ανείπωτη χαρά της παρουσίας του Χριστού. Σήμερα οι ουρανοί με πανευφρόσυνη αγαλλίαση υποδέχονται τον αποκεφαλισθέντα για την δικαιοσύνη του Θεού Ιωάννη τον Πρόδρομο και οι άνθρωποι πάνω στη γη αναπέμπουν εόρτιους ύμνους. Και μου φαίνεται, πως μας παρακολουθεί από τους ουρανούς ομέγας του Κυρίου Πρόδρομος και πως θα μας ανταμείψει σαν υμνωδούς του με θεία χαρίσματα. Μεταξύ των προφητων σαν πρωϊνός διάττοντας αστέρας που καταγαύζει ανάμεσα στους αποστόλους, σαν ήλιος μεταξύ ηλίων που προλάμπει και υπερλάμπει, εν μέσω των μαρτύρων σαν ουρανός κατάκοσμος με τα άστρα των θαυμάτων, μεταξύ των δικαίων υπέρτερος ς υπερέχων για τους πολλούς αγνες του υπέρ της δικαιοσύνης φαίνεται ψηλότερος και από τους ψηλόκορμους κέδρους του Λιβάνου αυτός που χαροποίησε σήμερα την οικουμένη. Γιατί, αν πολλοί θα χαρούν, κατά τα ευαγγελικά λόγια, με την γέννησή του, ανάλογη θα πρέπει να είναι και η πνευματική ευφροσύνη, για το μαρτύριό του, το οποίον αξιωθήκαμε να πανηγυρίσουμε όλοι εμείς, ιερείς και ερημίτες, μοναχοί και λαϊκοί, γιατί όλοι μετέχουμε στην αγαλλίαση, που μας χαρίζει η μνήμη του. Ιδιαίτερα, όμως, εμάς, που εγκαταβιώνουμε στον ιερό τούτο οίκο. Είθε να τύχουμε εκτενέστερα ακόμη των θείων πρεσβειών Του προς τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, στον οποίον ανήκει η δόξα και το κράτος, καθώς και στον Πατέρα και το πανάγιο και ζωοποιό Πνεύμα, για σήμερα και για πάντα και αιώνια. Αμήν.
myriobiblos.gr
– 29 Αυγούστου–
–Απολυτίκιον. Ήχος β΄
Μνήμη δικαίου μετ΄ εγκωμίων, σοί δε αρκέσει η μαρτυρία του Κυρίου, Πρόδρομε, ανεδείχθης γαρ όντως και προφητών σεβασμιώτερος, ότι και εν ρείθροις βαπτίσαι κατηξιώθεις τον κηρυττόμενον. Όθεν της αληθείας υπεραθλήσας, χαίρων ευηγγελίσω και τοις εν άδη Θεόν φανερωθέντα εν σαρκί, τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου, και παρέχοντα ημίν το μέγα έλεος.
΄Οσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης
Εγκωμιαστικοί Λόγοι εις τον Άγιων Ιωάννην τον Πρόδρομον και Βαπτιστήν
Έκδοση Ι. Μονής Γενεθλίου του Προδρόμου Καρυών Καρυστίας
ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΠΟΤΟΜΗΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Πνευματική πανήγυρις
Όντως λαμπρά και θεϊκής χαρμοσύνης πλήρης η σημερινή σύναξη, που μας συγκέντρωσε όλους εμάς, αγαπητοί Χριστιανοί, για να γιορτάσουμε σήμερα το πνευματικό πανηγύρι. Και δίκαια χαρακτηρίζεται λαμπρά, από αυτό το ίδιο το επώνυμο του αγίου, του οποίου τελούμε την μνήμη, μια και είναι και θεωρείται «λύχνος φωτός». Χωρίς αμφιβολία δεν πρόκειται για λύχνο, που περιαυγάζει τους σωματικούς μας οφθαλμούς με γήϊνη ακτινοβολία. Γιατί αυτού του είδους η λάμψη θα ήταν παροδική, με συνεχείς διακοπές από κάθε εμπόδιο, που θα παρεμβαλλόταν σαν σκια. Αντίθετα, πρόκειται για φως, που καταυγάζει με την ακτινοβολία της θείας Χάριτος τις καρδιές όλων εκείνων, που ανέκαθεν έχουν συναχθεί στην εορτή, για φως, που ανυψώνει τον νου στη θεωρία της αθλήσεως του δικαίου. Κι έτσι, καθώς με τα μάτια της ψυχής μας θα ατενίζουμε το μακάριο τούτο πάθος, θα δημιουργούμε παράλληλα και την προϋπόθεση της προσωπικής μας ευφροσύνης. Γιατί το αίμα οποιουδήποτε άλλου, που από ξίφος έρρευσε κάτω στη γη, ούτε θα μπορούσε να τέρψει την ανθρώπινη όραση ούτε η διήγηση του γεγονότος να καλύψει με σεβασμό την μνήμη του νεκρού. Γιατί, πως θα μπορούσε να ελκύσει τον άνθρωπο, που από την φύση του αγαπά τη ζωή, μια αιματοχυσία που οδηγεί στο θάνατο; Μάλλον το αντίθετο θα τον οδηγούσε με την απέχθεια ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του σε συναισθήματα συμπαθείας και ελέους για το πάθημα, εκτός βέβαια εάν κανείς βρίσκεται σε κατάσταση αλλοφροσύνης ή αποκτηνώσεως, μη μπορώντας να αντιδράσει λογικά σε αυτά που βλέπει, όπως κάνουν τα άγρια θηρία. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους πετεινούς, που ενώ άλλοι σφάζονται, αυτοί χαίρονται, λαλούν, πηδούν δεξιά - αριστερά, μένοντας μόνο σε αυτό που βλέπουν και χωρίς να συλλογίζονται, ότι θα έλθει και η δική τους η σειρά να πάθουν το ίδιο. Το αίμα, όμως, του δικαίου το βλέπει κανείς και τέρπεται, ακούει γι' αυτό και του μεταφέρονται χαροποιά αγγέλματα, αξίζει να το ψαύει με τα χείλη προσκυνηματικά. Γιατί η προσφορά αυτού του αίματος χαρίζει την μετοχή στην αθάνατη και αληθινή ζωή. Και πιστεύω, ότι όχι μόνο η σταγόνα του αίματος, αλλά και ο,τιδήποτε δικό του, είτε λείψανο είτε μια τρίχα είτε κάτι απ' όσα φορούσε ή άγγιζε, είναι περιζήτητο και πολύτιμο σ' αυτόν που έχει βάλει σκοπό του να ζει με ευσέβεια. Γι' αυτό το λόγο εκείνος, που έχει κάτι τέτοιο στο σπίτι του ή στην εκκλησία, δηλαδή ολόκληρο λείψανο ή ένα μέρος ή κάτι απειροελάχιστο, το θεωρεί καύχημά του, σαν να κατέχει κάποιο θησαυρό, που του χαρίζει αγιασμό και του εξασφαλίζει την σωτηρία. Και προσέρχεται με ευλάβεια στη λειψανοθήκη με την ιερή σκόνη και ασπάζεται με άγιο φόβο τα άψαυστα άγια λείψανα.
Τίμιο το αίμα των προφητών.
Τέτοιο, κατά τη γνώμη μου, ήταν και το αίμα του δικαίου Άβελ, αν και για τους γονείς στάθηκε τότε αιτία ασυνήθιστου και γοερού θρήνου. Και πως θα μπορούσαν, ενώ μέχρι τότε δεν είχαν εμπειρία του νεκρού, να μην χάσουν τα λογικά τους για τη σφαγή του υιού τους, να μην θρηνήσουν και να μην ξεσπάσουν σε γοερές κραυγές, καθώς ξαφνικά τον βλέπουν να κείτεται κατά γης αιμόφυρτος και πεσμένος νεκρός από το φονικό χέρι του αδελφού; Τέτοιο στάθηκε για μας και το άγιο αίμα του προφήτου Αμώς, που θανάτωσε με ξίφος ο βασιλιάς Αμασίας, αφού συνέχεια τον βασάνιζε ανελέητα. Παραδίδει σε θάνατο τον δίκαιο, καθώς τον πλήγωσε με ρόπαλο στον κρόταφο, μια κι ο ίδιος πληγωνόταν με τα προφητικά βέλη. Το ίδιο και το άγιο αίμα του προφήτου Μιχαίου, που τον σκότωσε γκρεμίζοντάς τον ο Ιωράμ, ο γυιός του Αχαάβ, επειδή δίδασκε με ειλικρίνεια και θάρρος το θέλημα του Θεού. Γιατί τον έλεγχε, καθώς μαρτυρεί η Αγία Γραφή, για την ασεβή συμπεριφορά των προγόνων του. Τέτοιο ήταν και το άγιο αίμα του προφήτου Ησαάιου. Τον χώρισε σε δύο μέρη με πριόνι ο Μανασσής, που είχε παρασύρει στην ειδωλολατρεία τον μανιώδη στα πάθη και επιπόλαιο στην πίστη Ισραηλιτικό λαό, επειδή δεν άντεχε να ακούει τις προφητικές αποκαλύψεις. Το ίδιο άγιο στάθηκε και το αίμα του γενναίου Ελεάζαρ, που μαρτύρησε με τα επτά παιδιά και την θεοσεβή μητέρα τους αίμα, που σκόρπισε ασύστολα ο Αντίοχος μέσα από πολλά βασανιστήρια, μη υποφέροντας την σθεναρή αντίσταση των ακαταμάχητων για την εφαρμογή του θελήματος του Θεού. Και τους σφράγισε ο θάνατος μέσα στην τέλεια πίστη τους. Τέτοιο στάθηκε για μας και το άγιο αίμα του προφήτου Ζαχαρίου. Χύθηκε μπροστά στο θυσιαστήριο από το αφηνιασμένο και ωμότατο μαχαίρι των Ιουδαίων, που δεν μπορούσαν να ακούνε τα προφητικά λόγια. Και τι χρειάζεται να αναφέρω περισσότερα παραδείγματα από το να μιλήσω συνοπτικά για το άγιο αίμα των αποστόλων, των προφητών και των μαρτύρων, αίμα που πολλοί αλιτήριοι έκαναν να ξεχυθεί ποικιλοτρόπως, σαν νερό άφθονο που περικυκλώνει τη γη και σβήνει την ασέβεια;
Το αίμα που βοά.
Τέτοιο, λοιπόν, ήταν και το άγιο αίμα του Βαπτιστού και Προδρόμου του Χριστού, για το οποίο πρόκειται να μιλήσουμε. Αυτό χύθηκε σαν πολυτελές μύρο από τον ιερό τράχηλο και ευωδιάζει την οικουμένη. Αίμα, που σύναξε όχι η γαστριμαργία ούτε η οινοποσία ούτε η τροφή κρεάτων ή κάποιου άλλου εδέσματος, από όσα συνηθίζουν να λιπαίνουν και να ικανοποιούν τις ορέξεις, αλλά αίμα, που σιγά - σιγά, από αυτά τα ίδια τα σπάργανα μέχρι το τέλος, αύξησε η χάρη της εγκρατείας. Γιατί, όπως λέει ο Κύριος, «ήλθε ο Ιωάννης, που ούτε έτρωγε, ούτε έπινε». Αίμα, που κενώθηκε, πριν από το πανάγιο Αίμα του Δεσποτικού και αθανάτου ποτηρίου. Γιατί έπρεπε ο πρόδρομος του φωτός, όπως ανέτειλε με τη γέννησή του από στείρα μητέρα καταυγάζοντας αυτούς που ζούσαν πάνω στη γη, έτσι να λάμψει και στους νεκρούς περνώντας μέσα από το θάνατο ως φωτόμορφος κήρυκας. Αίμα, που με πολύ περισσότερη παρρησία βοά προς τον Κύριο απ' ο,τι το αίμα της σφαγής του Άβελ. Και γίνεται του φόνου η εκτέλεση αναβόηση μυστικής φωνής, που δεν προέρχεται από φωνητικά όργανα, αλλά που γίνεται αντιληπτή με τη δύναμη της ίδιας της πράξεως. Αίμα σεβασμιώτερο από αυτό των πατριαρχών, πολυτιμότερο των προφητών και οσιώτερο των δικαίων. Ακόμη και των αποστόλων διαπρεπέστερο και των μαρτύρων ενδοξότερο, καθώς μαρτυρεί ο λόγος του Θεού Λόγου. Αίμα χαριέστατο, που καλλωπίζει την Εκκλησία του Χριστού, πιο όμορφο από κάθε ποικολόχρωμο και σπάνιο ανθοστολισμό, αίμα, που κενώθηκε κατά το τέλος του παλαιού νόμου υπέρ της δικαιοσύνης και άνθος, που αποτελεί το προοίμιο της παρουσίας του Χριστού.
Δίκαιος έλεγχος.
Αλλά ας συνθέσουμε τον λόγο από τα ιερά Ευαγγέλια για το πως κενώθηκε αυτό το αίμα, από ποιόν και για ποιά αιτία. « Ο Ηρώδης, λοιπόν, λέει το άγιο Ευαγγέλιο, αφού συνέλαβε τον Ιωάννη, τον έδεσε και τον έρριξε στη φυλακή, εξ αιτίας της Ηρωδιάδας, της γυναίκας του αδελφού του Φιλίππου. Γιατί του έλεγε ο Ιωάννης: Δεν σου επιτρέπεται να συζείς με αυτήν. Και ενώ ήθελε να τον θανατώσει, φοβήθηκε τον λαό, γιατί όλοι τον θεωρούσαν προφήτη». Κατ' αρχάς ας προσπαθήσουμε να εξακριβώσουμε, ποιός ήταν αυτός ο Ηρώδης, επειδή η συνωνυμία προξενεί ασάφεια για το συγκεκριμένο πρόσωπο. Φανερό είναι, πως πρόκειται για τον τετράρχη. Γιατί ο πατέρας του ο Ηρώδης, ο φονιάς των νηπίων, είχε πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια. Και για ποιόν λόγο τον ήλεγχε ο Ιωάννης; Γιατί έχοντας απομακρύνει τη νόμιμη γυναίκα του ο Ηρώδης, δηλαδή την κόρη του βασιλιά Αρέτα, συνήψε παράνομο δεσμό με την Ηρωδιάδα, τη γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου. Γιατί είχε τη δυνατότητα, σύμφωνα με τον μωσαϊκό νόμο, αν εκείνη ήταν άτεκνη, να την νυμφευθεί, για να αναστηθεί απόγονος στον αδελφό του. Παντελώς, όμως, απαγορευόταν, εφ' όσον είχε μια κόρη, την συνωνόματη Ηρωδιάδα, το γέννημα της οχιάς, το διαβολικό όργανο του δικού της αφανισμού. Εύλογος, λοιπόν,ο έλεγχος του Ιωάννου. Και έλεγχος όχι υβριστικός, αλλά συμβουλευτικός, χωρίς να δημιουργεί τραύματα, αλλά απεναντίας, να θεραπεύει πληγές. Γιατί, τι λέει; «Δεν σου επιτρέπεται να την έχεις». Τον επαναφέρει στην τάξη της θείας νομοθεσίας, μιλώντας κάπως έτσι: «Δες και πληροφορήσου με ακρίβεια, για το τι σου παραγγέλλει ο μωσαϊκός νόμος. « Εαν μένουν μαζί δύο αδελφοί και πεθάνει ο ένας από αυτούς χωρίς να έχει αφήσει απογόνους, δεν επιτρέπεται η χήρα του να παντρευθεί ξένον άνδρα. Θα την νυμφευθεί ο αδελφός του άνδρα της και θα την λάβει ως νόμιμη σύζυγο και το παιδί που θα γεννηθεί θα λάβει το όνομα του νεκρού και έτσι δεν θα σβήσει το ονομά του από το Ισραήλ». Αυτά σου παραγγέλλει ο νόμος. Εσύ, αντίθετα, συζείς με την γυναίκα, που έχει ήδη παιδί από τον αδελφό σου. Μη, λοιπόν, παραβείς τον κανόνα του νομοθέτου. Κι ούτε με ανόσιο αίμα να μολύνεις την βασιλική πορφύρα. Κι ούτε εσύ, που οφείλεις να αποτελείς για τους άλλους το υπόδειγμα της υποταγής στους νόμους, εμφανισθείς ως αίτιος παρανομίας στους υπηκόους σου. Κι αν πέσεις σε αυτό το παράπτωμα, δίκαια θα κριθείς, «γιατί η τιμωρία, για όσους βρίσκονται στην εξουσία, είναι άμεση».
Ο αιχμάλωτος των παθών φυλακίζει τον ελεύθερο.
Αυτός, όμως, κατέχοντας την εξουσία και λησμονώντας ότι υπάρχει Θεός, εξεμάνη, άναψε από θυμό και απέσεισε από πάνω του τον έλεγχο. Δεν μιμήθηκε τον Δαυΐδ, που όταν τον ήλεγξε ο προφήτης Νάθαν επί μοιχείη , εβόησε: « Αμάρτησα στον Κύριο». Και ο Κύριος για την ταπείνωσή του αυτή του συγχώρησε το αμάρτημα. Αντίθετα, όπως λέει η Αγία Γραφή, αφού συνέλαβε τον Ιωάννη, τον έδεσε και τον φυλάκισε. Αυτόν που με τον ασκητικό του βίο ζούσε την ύψιστη ελευθερία, τον δέσμευσε ο αιχμάλωτος στο πάθος της ασελγείας. Έδεσε τον απελευθερωμένο από κάθε εμπαθή σχέση ο ήδη δεσμευμένος στη γοητεία της ακολασίας. Έβαλε στη φυλακή τον φύλακα και κήρυκα της Εκκλησίας ο κατάδικος για την πράξη της ακαθαρσίας. « Εξ αιτίας της Ηρωδιάδας, της γυναίκας του αδελφού του Φιλίππου». Για την Ηρωδιάδα, την όμοια στους τρόπους με την Δαλιδά και συνεργό του διαβόλου. Γιατί αυτή, τον συγκοιταζόμενο μαζί της, μάλλον δε παράνομο εραστή της, τον εξώθησε σε μανία κατά του Ιωάννου. Δεν ανέχομαι λέει, να είμαι βασίλισσα και να χλευάζομαι από το παιδί του Ζαχαρίου. Καθήλωσε στη φυλακή τη γλώσσα, που με στηλιτεύει. Σκότωσε όσο πιο γρήγορα γίνεται με ξίφος αυτόν, που με λόγια σαν βέλη μου πληγώνει την ψυχή. «Και θέλοντας να τον σκοτώσει φοβήθηκε τον όχλο, γιατί θεωρούσε τον Ιωάννη ως προφήτη». Και συμβαίνει, όταν θέλουν οι άρχοντες να πράξουν κάτι παράνομο, να μην κάνουν ευθύς αμέσως την ορμητική τους διάθεση πράξη, αλλά αναβάλλουν από ντροπή και φόβο στον λαό και καραδοκούν, πότε θα βρεθεί η κατάλληλη ευκαιρία να ξεχύσουν τη μοχθηρία τους.
Οι ρίζες της ανομίας καρποφορούν.
«Στη γιορτή των γενεθλίων του Ηρώδη, ανάμεσα στους καλεσμένους, χόρεψε η κόρη της Ηρωδιάδας και άρεσε στον Ηρώδη, γι' αυτό και της υποσχέθηκε με όρκο, πως θα της χαρίσει, ο,τι κι αν του ζητήσει». Κι εκείνη την ημέρα, που όφειλε να αναπέμπει δοξολογία στο Θεό, που τον οδήγησε στο φως αυτής της ζωής, εκείνος προτίμησε το έργο του σκότους. Γιατί η περίσταση εκείνη ήταν ευκαιρία για χαρά πνευματική και όχι για χορό και μάλιστα γυναικώδη ενώπιον ανδρών. Και ποιό το αποτέλεσμα; Ο όρκος. Και από τον όρκο; Ο φόνος. Ξερρίζωσε τις ρίζες της κακίας και δεν θα βλαστήσει καρπός ανομίας. Άν, όμως, φυτρώσουν οι πρώτες, ασφαλώς και θα αποδώσουν τους καρπούς τους. «Χόρεψε η κόρη της Ηρωδιάδας εν μέσω των καλεσμένων και άρεσε στον Ηρώδη». Και σε τι άλλο μπορούσε να έχει εκπαιδευθεί από την μητέρα της η πρόξενος της πορνείας κόρη από το να χορεύει αδιάντροπα και μάλιστα με τέτοια τέχνη και επιτήδευση στο χορό, ώστε να αρέσει στον Ηρώδη; Γι' αυτό και εκείνος με όρκο δέθηκε να της χαρίσει, ο,τι του ζητήσει. Σε τέτοιο βαθμό φθάνει η προπέτεια αυτών, που βακχικά οργιάζουν στα πάθη της ατιμίας, ώστε να αποφαίνονται απερίσκεπτα για οποιοδήποτε πράγμα έρχεται στο νου τους. Και αυτή δασκαλεμένη άριστα από την μητέρα της άδραξε την ευκαιρία για τον αποτροπιαστικό θάνατο, που από καιρό πάσχιζε να πραγματοποιήσει η Ηρωδιάδα, η μάννα της οχιάς. Και ... εράσει το ξίφος τον ιερό τράχηλο του Προδρόμου, αλλά διαπραγματεύθηκες να σου δοθεί η αγία κεφαλή και επί πίνακι. Ώ ακόλαστη και θηριωδέστερη και από την Ιεζάβελ_
Συμπόσιο ανόσιο.
«Και λυπήθηκε, λέει το Ευαγγέλιο, ο βασιλιάς. Επειδή, όμως, είχε ορκισθεί και για να μην εκτεθεί στους καλεσμένους, έδωσε εντολή να της δοθεί η κεφαλή. Και έστειλε και αποκεφάλισε τον Ιωάννη στη φυλακή. Και μεταφέρθηκε επί πίνακι η κεφαλή του Προδρόμου και δόθηκε στην κόρη, κι αυτή με τη σειρά της την έδωσε στην μητέρα της». Φοβερός καρπός διαβολικής προμελέτης. Ποιός τόλμησε να καταφέρει κατά της θείας κεφαλής θανατηφόρο ξίφος; Ο δεύτερος Δωήκ, ο άνομος υπηρέτης, που δεν μιμήθηκε εκείνους, που με φρόνηση αντιτάχθηκαν στον βασιλέα Σαούλ, όταν αυτός έδωσε διαταγή να φονεύσουν τους προφήτες του Θεού. «Και προσφέρθηκε, λέει η Γραφή, η κεφαλή επί πίνακι». Πως να χαρακτηρίσουμε αυτό το γεύμα; Συμπόσιο ή φονευτήριο; Και πως να ονομάσουμε αυτούς τους καλεσμένους; Συνδαιτυμόνες ή έκδοτους στη μέθη; Ώ φοβερό θέαμα_ Πονηρό όραμα_ Εκεί παρετίθετο όρνιθα ως γεύμα, εδώ προσφερόταν προφητική κεφαλή. Εκεί κερνούσαν καθαρό οίνο, εδώ κρουνηδόν έρρεε το αίμα του δικαίου. Φοβερή η αγγελία και φρικτή η αφήγηση «Και δόθηκε στην κόρη, κι αυτή με τη σειρά της την έδωσε στην μητέρα της». Αλλοίμονο, τι ατόπημα_ Η ατίμητη κάρα, η αγνή και άψαυστος και στους αγγέλους σεβάσμια, για μια άτιμη πράξη προσφέρθηκε στη μιαρή και βέβηλο κόρη. Και την έδωσε στην μητέρα της σαν να παρέθετε γεύμα σ' αυτήν, που οργίαζε από την μανιώδη επιθυμία του θανάτου του προφήτου. Σαν να της έλεγε: Φάγε, μητέρα, τις σάρκες αυτού που έζησε ως άσαρκος. Πιές το αίμα αυτού που θυσίασε το αίμα του στην άσκηση. Τώρα πια ασφαλίσαμε μια για πάντα το στόμα εκείνου, που μας στηλίτευε.
Η εικόνα της ταφής.
«Και ήλθαν, συνεχίζει το Ευαγγέλιο, οι μαθητές του και πήραν το σώμα και το ενταφίασαν». Πρόσεξε, σε παρακαλώ, συ ο φιλομαθής, αγιογραφημένη την εικόνα του ενταφιασμού του δικαίου, και τους μεν εικονομάχους μη σταματήσεις να επιπλήττεις ως εχθρούς της αληθείας, συ δε μελετώντας την ιστορία με καθαρότητα αποκόμισε την ωφέλεια. Δες, πως σύρεται ο άγιος από την φυλακή σιδηροδέσμιος. Πως ο αποτρόπαιος δήμιος προτείνει απάνθρωπα το ξίφος κατά της ιεράς κεφαλής. Πως μετά την αποτομή η μυρόβλυτη κάρα προσφέρεται στην μανιασμένη από όργια Ηρωδιάδα. Και δες, πως θάπτεται το ιερό σώμα από τα χέρια των μαθητών του, που τον παραστέκουν ολογυρίς με θερμά δάκρυα και βαθύ πόνο ψυχής. Και άλλος μεν εναγκαλίζεται τα πόδια του Αγίου, άλλος πασχίζει να συναρμόσει την κεφαλή με το υπόλοιπο σκήνωμα, ενώ κάποιος τρίτος θυμιάζει και ψάλλει την νεκρώσιμη ακολουθία. Εκεί βρίσκομαι κι εγώ, ακροατές, με τα μάτια της ψυχής μου και βλέπω την ταφή του δικαίου να γίνεται με ειρήνη, όπως αναφέρεται στην Γραφή. Θεωρώ το αγγελικό εκείνο πρόσωπο, που οι οφθαλμοί του σαν δύο φωστήρες βασίλεψαν και που η όψη του αντιφέγγιζε την ακτινοβολία της Χάριτος. Δεν αναπνέει της πρόσκαιρης ζωής την ζωτική ενέργεια, αλλά κατ' εξοχήν αναπνέει της Θείας Χάριτος την ευωδία. Ασπάζομαι εκείνες τις ιερές χείρες, που η αφή τους στάθηκε ανέπαφη από την αμαρτία και που ο δάκτυλός τους καθυπέδειξε στους ανθρώπους Αυτόν, που πήρε πάνω Του την αμαρτία του κόσμου. Προσκυνώ τους ωραίους εκείνους πόδας του ευαγγελιζομένου τα αγαθά στους ανθρώπους, του Προδρόμου, που προευτρέπισε την οδό της παρουσίας του Κυρίου. Άς μου παραχωρηθεί για προσκύνηση και η τιμία άλυσις, που μ' αυτήν κρατήθηκε δέσμιος ο πολυτίμητος ανάμεσα στους ανθρώπους άγγελος. Άς μου δοθεί και το ιερό εκείνο πινάκιο, που πάνω του κατατέθηκε η πανσεβάσμια κάρα, η πολυτιμότερη και από τον χρυσό. Και ούτε την μάχαιρα του στυγνού φονιά, που διαπέρασε τον ιερό τράχηλο, αν εύρισκα, θα άφηνα απροσκύνητη και ούτε το χώμα, αν τύχαινε να βρω, όπου εφυλακίσθηκε ο θησαυρός, θα δίσταζα να καταφιλήσω, με την βεβαιότητα ότι θα μου μεταγγίσει Χάρη. Μακαριστέ τάφε και άπικρη πέτρα, που κρατάς μέσα σου κλεισμένο το τρισευλογημένο εκείνο σκήνωμα, πολυτιμότερο από πολλά σμαράγδια και μαργαριτάρια. Εκεί, λοιπόν, παρευρισκόταν ορατώς όλη η ομήγυρις των μαθητών και αοράτως πλήθος αγγελικών δυνάμεων, που εγκωμίαζαν, τιμούσαν, ανύψωναν στον ουρανό και μετέφεραν στην αιώνια χαρά αυτόν, τον ένσαρκο άγγελο, τον γνήσιο φίλο του Κυρίου, τον νυμφαγωγό του νυμφίου, τον άσβεστο λύχνο του αρρήτου φωτός, την ζωντανή φωνή του Θεού Λόγου, τον υπεράνω των προφητών και μεγαλύτερο όλων των ανθρώπων. Τέτοια, λοιπόν, όπως ειπώθηκε, ειρηνική, υπήρξε η ταφή του δικαίου, πρόξενος αγαλλιάσεως και σωτηρίας στον κόσμο.
Ο Πρόδρομος από τους ουρανούς μας ανταμείβει.
Άραγε ο παράφρων Ηρώδης διέφυγε έπειτα από όλα αυτά την δίκαιη κρίση του Θεού; (την δικαιοκρισία). Όχι βεβαια. Αντίθετα, όπως αναφέρεται, εξ αιτίας αυτού του εγκλήματος κατασφάττεται ύστερα από ανταρσία όλων των υπηκόων του. Κι αυτό συνέβη, επειδή ο Θεός συνετίζει παιδευτικά αυτούς, που πρόκειται να βασιλεύσουν στο μέλλον, ώστε να μην περιπέσουν στα ίδια εγκλήματα. Αλλά, αφού επανέλθω στο προκείμενο, ας αναβοήσω με φωνή, που αρμόζει στη σημερινή ημέρα. Ημερα ο Ιωάννης ο Πρόδρομος από τα στόματα όλων των ανθρώπων τιμάται για το ελεγκτικό του κήρυγμα και ο παράφρων Ηρώδης από όλους όσους έχουν φόβο Θεού στηλιτευόμενος επί μοιχείη περιφρονείται. Σήμερα η κεφαλή Ιωάννου του Προδρόμου προσφέρεται ως ιερό σφάγιο επί πίνακι και η μοιχαλίδα Ηρωδιάδα παρά την θέλησή της καταδικάζεται αιώνια. Σήμερα το αίμα Ιωάννου του Προδρόμου για την φύλαξη του θείου νόμου χύνεται και ο εχθρός του Προδρόμου δια της παρανομίας (με την κάκιστη διαγωγή του) δίκαια διαπομπεύεται. Σήμερα ο Ιωάννης ο Πρόδρομος για την παρρησία του προς τον Ηρώδη χάριν της δικαιοσύνης φονεύεται και οι βασιλείς της γης διδασκόμενοι να μην χωρίζονται από τις νόμιμες γυναίκες τους τον ήδη διαζευχθέντα βασιλέα απεχθάνονται. Σήμερα ο Ιωάννης ο Πρόδρομος στήνει ορόσημο πάνω στη γη και παραγγέλλει ν' αρκείται κάθε άνθρωπος στη νόμιμη γυναίκα του και να μην προχωρεί πάρα πέρα. Σήμερα ο Ιωάννης ο Πρόδρομος κατέρχεται στον Άδη και οι νεκροί αφουγκράζονται (ευαγγελίζονται) την ανείπωτη χαρά της παρουσίας του Χριστού. Σήμερα οι ουρανοί με πανευφρόσυνη αγαλλίαση υποδέχονται τον αποκεφαλισθέντα για την δικαιοσύνη του Θεού Ιωάννη τον Πρόδρομο και οι άνθρωποι πάνω στη γη αναπέμπουν εόρτιους ύμνους. Και μου φαίνεται, πως μας παρακολουθεί από τους ουρανούς ομέγας του Κυρίου Πρόδρομος και πως θα μας ανταμείψει σαν υμνωδούς του με θεία χαρίσματα. Μεταξύ των προφητων σαν πρωϊνός διάττοντας αστέρας που καταγαύζει ανάμεσα στους αποστόλους, σαν ήλιος μεταξύ ηλίων που προλάμπει και υπερλάμπει, εν μέσω των μαρτύρων σαν ουρανός κατάκοσμος με τα άστρα των θαυμάτων, μεταξύ των δικαίων υπέρτερος ς υπερέχων για τους πολλούς αγνες του υπέρ της δικαιοσύνης φαίνεται ψηλότερος και από τους ψηλόκορμους κέδρους του Λιβάνου αυτός που χαροποίησε σήμερα την οικουμένη. Γιατί, αν πολλοί θα χαρούν, κατά τα ευαγγελικά λόγια, με την γέννησή του, ανάλογη θα πρέπει να είναι και η πνευματική ευφροσύνη, για το μαρτύριό του, το οποίον αξιωθήκαμε να πανηγυρίσουμε όλοι εμείς, ιερείς και ερημίτες, μοναχοί και λαϊκοί, γιατί όλοι μετέχουμε στην αγαλλίαση, που μας χαρίζει η μνήμη του. Ιδιαίτερα, όμως, εμάς, που εγκαταβιώνουμε στον ιερό τούτο οίκο. Είθε να τύχουμε εκτενέστερα ακόμη των θείων πρεσβειών Του προς τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, στον οποίον ανήκει η δόξα και το κράτος, καθώς και στον Πατέρα και το πανάγιο και ζωοποιό Πνεύμα, για σήμερα και για πάντα και αιώνια. Αμήν.
myriobiblos.gr
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. 19, 16-26)
Εωθινό Ευαγγέλιο (Α')
Τω καιρώ εκείνω οι ένδεκα Μαθηταί επορεύθησαν εις την Γαλιλαίαν, εις το Όρος ου ετάξατο αυτοίς ο Ιησούς. Και ιδόντες αυτόν προσεκύνησαν αυτώ, οι δε εδίστασαν. Και προσελθών ο Ιησούς ελάλησεν αυτοίς λέγων· Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης. Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα, όσα ενετειλάμην ημίν· και ιδού εγώ μεθ΄ υμών ειμί πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος Αμήν.
Μετάφραση (Α')
Εκείνο τον καιρό, οι έντεκα μαθητές έφυγαν για τη Γαλιλαία, στο βουνό όπου ο Ιησούς τους είχε παραγγείλει να πάνε. Όταν τον είδαν, τον προσκύνησαν· μερικοί όμως είχαν αμφιβολίες. Ο Ιησούς τους πλησίασε και τους είπε: «Ο Θεός μού έδωσε όλη την εξουσία στον ουρανό και στη γη. Πηγαίνετε λοιπόν και κάνετε μαθητές μου όλα τα έθνη, βαφτίζοντάς τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και διδάξτε τους να τηρούν όλες τις εντολές που σας έδωσα. Κι εγώ θα είμαι μαζί σας πάντα, ως τη συντέλεια του κόσμου». Αμήν.
Ο Απόστολος Της Κυριακής (Α΄ Προς Κορινθίους ιε΄ 1-11)
Γνωρίζω δε υμίν, αδελφοί, το ευαγγέλιον ο ευηγγελισάμην υμίν, ο και παρελάβετε, εν ω και εστήκατε, δι΄ ου και σώζεσθε, τίνι λόγω ευηγγελισάμην υμίν ει κατέχετε, εκτός ει μη εική επιστεύσατε. Παρέδωκα γαρ υμίν εν πρώτοις ο και παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών κατά τας γραφάς, και ότι ετάφη, και ότι εγήγερται τη τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς, και ότι ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα· έπειτα ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ, εξ ων οι πλείους μένουσιν έως άρτι, τινές δε και εκοιμήθησαν· έπειτα ώφθη Ιακώβω, είτα τους αποστόλους πάσιν· έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί. Εγώ γαρ ειμί ο ελάχιστος των αποστόλων, ος ουκ ειμί ικανός καλείσθαι απόστολος, διότι εδίωξα την εκκλησίαν του Θεού· χάριτι δε Θεού ειμί ο ειμί· και η χάρις αυτού η εις εμέ ου κενή εγενήθη, αλλά περισσότερον αυτών πάντων εκοπίασα, ουκ εγώ δε, αλλ΄ η χάρις του Θεού η συν εμοί. Είτε ουν εγώ είτε εκείνοι, ούτω κηρύσσομεν και ούτως επιστεύσατε.
Μετάφραση (Α΄ Προς Κορινθίους ιε΄ 1-11)
Αδερφοί, σας θυμίζω το χαρμόσυνο μήνυμα που σας έφερα με το κήρυγμά μου. Αυτό το μήνυμα το δεχτήκατε, σ΄ αυτό παραμείνατε σταθεροί, μ΄ αυτό και σώζεστε, αν βέβαια μένετε προσκολλημένοι σ΄ αυτό, με το νόημα που σας το κήρυξα· εκτός εάν μάταια πιστέψατε. Σας παρέδωσα τη διδασκαλία που είχα κι εγώ παραλάβει και που έχει πρωταρχική σημασία: ότι δηλαδή ο Χριστός πέθανε, σύμφωνα με τις Γραφές, για τις αμαρτίες μας· ότι ενταφιάστηκε και ότι, σύμφωνα με τις Γραφές αναστήθηκε την τρίτη ημέρα και ότι εμφανίστηκε στον Κηφά, έπειτα στους Δώδεκα. Έπειτα εμφανίστηκε σε περισσότερους από πεντακόσιους αδερφούς συχρόνως, από τους οποίους μερικοί πέθαναν, οι περισσότεροι όμως είναι ακόμα στη ζωή. Έπειτα εμφανίστηκε στον Ιάκωβο, έπειτα σε όλους τους αποστόλους. Τελευταία από όλους, εμφανίστηκε και σ΄ εμένα σαν σε έκτρωμα. Γιατί εγώ πραγματικά είμαι ο τελευταίος ανάμεσα σε όλους τους αποστόλους· εγώ δεν είμαι άξιος ούτε να ονομάζομαι απόστολος, γιατί καταδίωξα την εκκλησία του Θεού. Με τη χάρη όμως του Θεού έγινα αυτό που έγινα· κι αυτή η χάρη προς εμένα δεν υπήρξε άκαρπη: εργάστηκα περισσότερο απ΄ όλους τους αποστόλους, όχι βέβαια εγώ, αλλά η χάρη του Θεού που με συνοδεύει. Είτε εγώ, λοιπόν, είτε εκείνοι, αυτά κηρύττουμε και αυτά πιστέψατε.
Το Ευαγγέλιο Της Κυριακής (Κατά Ματθαίον ιθ΄ 16-26)
Και ιδού εις προσελθών είπεν αυτώ· διδάσκαλε αγαθέ, τι αγαθόν ποιήσω ίνα έχω ζωήν αιώνιον; ο δε είπεν αυτώ· τι με λέγεις αγαθόν; ουδείς αγαθός ει μη εις ο Θεός. ει δε θέλεις εισελθείν εις την ζωήν, τήρησον τας εντολάς. λέγει αυτώ· ποίας; ο δε Ιησούς είπε· το ου φονεύσεις, ου μοιχεύσεις, ου κλέψεις, ου ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα και την μητέρα, και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. λέγει αυτώ ο νεανίσκος· πάντα ταύτα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου· τι έτι υστερώ; έφη αυτώ ο Ιησούς· ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι. ακούσας δε ο νεανίσκος τον λόγον απήλθε λυπούμενος· ην γαρ έχων κτήματα πολλά. Ο δε Ιησούς είπε τοις μαθηταίς αυτού· αμήν λέγω υμίν ότι δυσκόλως πλούσιος εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών. πάλιν δε λέγω υμίν, ευκοπώτερόν εστί κάμηλον δια τρυπήματος ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν. ακούσαντες δε οι μαθηταί αυτού εξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες· τις άρα δύναται σωθήναι; εμβλέψας δε ο Ιησούς είπεν αυτοίς· παρά ανθρώποις τούτο αδύνατόν εστι, παρά δε Θεώ πάντα δυνατά εστι.
Μετάφραση (Κατά Ματθαίον ιθ΄ 16-26)
Πλησίασε κάποιος τον Ιησού και τον ρώτησε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι καλό να κάνω για ν΄ αποκτήσω αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς του είπε: «Γιατί με ονομάζεις αγαθό; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ένας, ο Θεός. Αν θέλεις πάντως να μπεις στη ζωή, τήρησε τις εντολές». «Ποιες;» του λέει. Κι ο Ιησούς είπε: «Το μη σκοτώσεις, μη μοιχεύσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα και τη μητέρα σου και αγάπα τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». «Όλα αυτά τα τηρώ από πολύ μικρός», του λέει ο νεαρός. «Σε τι ακόμα υστερώ;» Ο Ιησούς του απάντησε: «Αν θέλεις να γίνεις τέλειος, πήγαινε πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό· κι έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις άκουσε την απάντηση ο νεαρός, έφυγε λυπημένος, γιατί είχε μεγάλη περιουσία. Τότε ο Ιησούς είπε στους μαθητές του: «Σας βεβαιώνω πως δύσκολα θα μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού. Και σας το επαναλαμβάνω: Είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όταν τ΄ άκουσαν οι μαθητές του, ένιωσαν μεγάλη κατάπληξη κι έλεγαν: «Τότε ποιος μπορεί να σωθεί;» Ο Ιησούς τους κοίταξε και είπε: «Αυτό είναι αδύνατο για τους ανθρώπους· για το Θεό όμως όλα είναι δυνατά».
Εωθινό Ευαγγέλιο (Α')
Τω καιρώ εκείνω οι ένδεκα Μαθηταί επορεύθησαν εις την Γαλιλαίαν, εις το Όρος ου ετάξατο αυτοίς ο Ιησούς. Και ιδόντες αυτόν προσεκύνησαν αυτώ, οι δε εδίστασαν. Και προσελθών ο Ιησούς ελάλησεν αυτοίς λέγων· Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης. Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα, όσα ενετειλάμην ημίν· και ιδού εγώ μεθ΄ υμών ειμί πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος Αμήν.
Μετάφραση (Α')
Εκείνο τον καιρό, οι έντεκα μαθητές έφυγαν για τη Γαλιλαία, στο βουνό όπου ο Ιησούς τους είχε παραγγείλει να πάνε. Όταν τον είδαν, τον προσκύνησαν· μερικοί όμως είχαν αμφιβολίες. Ο Ιησούς τους πλησίασε και τους είπε: «Ο Θεός μού έδωσε όλη την εξουσία στον ουρανό και στη γη. Πηγαίνετε λοιπόν και κάνετε μαθητές μου όλα τα έθνη, βαφτίζοντάς τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και διδάξτε τους να τηρούν όλες τις εντολές που σας έδωσα. Κι εγώ θα είμαι μαζί σας πάντα, ως τη συντέλεια του κόσμου». Αμήν.
Ο Απόστολος Της Κυριακής (Α΄ Προς Κορινθίους ιε΄ 1-11)
Γνωρίζω δε υμίν, αδελφοί, το ευαγγέλιον ο ευηγγελισάμην υμίν, ο και παρελάβετε, εν ω και εστήκατε, δι΄ ου και σώζεσθε, τίνι λόγω ευηγγελισάμην υμίν ει κατέχετε, εκτός ει μη εική επιστεύσατε. Παρέδωκα γαρ υμίν εν πρώτοις ο και παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών κατά τας γραφάς, και ότι ετάφη, και ότι εγήγερται τη τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς, και ότι ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα· έπειτα ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ, εξ ων οι πλείους μένουσιν έως άρτι, τινές δε και εκοιμήθησαν· έπειτα ώφθη Ιακώβω, είτα τους αποστόλους πάσιν· έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί. Εγώ γαρ ειμί ο ελάχιστος των αποστόλων, ος ουκ ειμί ικανός καλείσθαι απόστολος, διότι εδίωξα την εκκλησίαν του Θεού· χάριτι δε Θεού ειμί ο ειμί· και η χάρις αυτού η εις εμέ ου κενή εγενήθη, αλλά περισσότερον αυτών πάντων εκοπίασα, ουκ εγώ δε, αλλ΄ η χάρις του Θεού η συν εμοί. Είτε ουν εγώ είτε εκείνοι, ούτω κηρύσσομεν και ούτως επιστεύσατε.
Μετάφραση (Α΄ Προς Κορινθίους ιε΄ 1-11)
Αδερφοί, σας θυμίζω το χαρμόσυνο μήνυμα που σας έφερα με το κήρυγμά μου. Αυτό το μήνυμα το δεχτήκατε, σ΄ αυτό παραμείνατε σταθεροί, μ΄ αυτό και σώζεστε, αν βέβαια μένετε προσκολλημένοι σ΄ αυτό, με το νόημα που σας το κήρυξα· εκτός εάν μάταια πιστέψατε. Σας παρέδωσα τη διδασκαλία που είχα κι εγώ παραλάβει και που έχει πρωταρχική σημασία: ότι δηλαδή ο Χριστός πέθανε, σύμφωνα με τις Γραφές, για τις αμαρτίες μας· ότι ενταφιάστηκε και ότι, σύμφωνα με τις Γραφές αναστήθηκε την τρίτη ημέρα και ότι εμφανίστηκε στον Κηφά, έπειτα στους Δώδεκα. Έπειτα εμφανίστηκε σε περισσότερους από πεντακόσιους αδερφούς συχρόνως, από τους οποίους μερικοί πέθαναν, οι περισσότεροι όμως είναι ακόμα στη ζωή. Έπειτα εμφανίστηκε στον Ιάκωβο, έπειτα σε όλους τους αποστόλους. Τελευταία από όλους, εμφανίστηκε και σ΄ εμένα σαν σε έκτρωμα. Γιατί εγώ πραγματικά είμαι ο τελευταίος ανάμεσα σε όλους τους αποστόλους· εγώ δεν είμαι άξιος ούτε να ονομάζομαι απόστολος, γιατί καταδίωξα την εκκλησία του Θεού. Με τη χάρη όμως του Θεού έγινα αυτό που έγινα· κι αυτή η χάρη προς εμένα δεν υπήρξε άκαρπη: εργάστηκα περισσότερο απ΄ όλους τους αποστόλους, όχι βέβαια εγώ, αλλά η χάρη του Θεού που με συνοδεύει. Είτε εγώ, λοιπόν, είτε εκείνοι, αυτά κηρύττουμε και αυτά πιστέψατε.
Το Ευαγγέλιο Της Κυριακής (Κατά Ματθαίον ιθ΄ 16-26)
Και ιδού εις προσελθών είπεν αυτώ· διδάσκαλε αγαθέ, τι αγαθόν ποιήσω ίνα έχω ζωήν αιώνιον; ο δε είπεν αυτώ· τι με λέγεις αγαθόν; ουδείς αγαθός ει μη εις ο Θεός. ει δε θέλεις εισελθείν εις την ζωήν, τήρησον τας εντολάς. λέγει αυτώ· ποίας; ο δε Ιησούς είπε· το ου φονεύσεις, ου μοιχεύσεις, ου κλέψεις, ου ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα και την μητέρα, και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. λέγει αυτώ ο νεανίσκος· πάντα ταύτα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου· τι έτι υστερώ; έφη αυτώ ο Ιησούς· ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι. ακούσας δε ο νεανίσκος τον λόγον απήλθε λυπούμενος· ην γαρ έχων κτήματα πολλά. Ο δε Ιησούς είπε τοις μαθηταίς αυτού· αμήν λέγω υμίν ότι δυσκόλως πλούσιος εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών. πάλιν δε λέγω υμίν, ευκοπώτερόν εστί κάμηλον δια τρυπήματος ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν. ακούσαντες δε οι μαθηταί αυτού εξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες· τις άρα δύναται σωθήναι; εμβλέψας δε ο Ιησούς είπεν αυτοίς· παρά ανθρώποις τούτο αδύνατόν εστι, παρά δε Θεώ πάντα δυνατά εστι.
Μετάφραση (Κατά Ματθαίον ιθ΄ 16-26)
Πλησίασε κάποιος τον Ιησού και τον ρώτησε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι καλό να κάνω για ν΄ αποκτήσω αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς του είπε: «Γιατί με ονομάζεις αγαθό; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ένας, ο Θεός. Αν θέλεις πάντως να μπεις στη ζωή, τήρησε τις εντολές». «Ποιες;» του λέει. Κι ο Ιησούς είπε: «Το μη σκοτώσεις, μη μοιχεύσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα και τη μητέρα σου και αγάπα τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». «Όλα αυτά τα τηρώ από πολύ μικρός», του λέει ο νεαρός. «Σε τι ακόμα υστερώ;» Ο Ιησούς του απάντησε: «Αν θέλεις να γίνεις τέλειος, πήγαινε πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό· κι έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις άκουσε την απάντηση ο νεαρός, έφυγε λυπημένος, γιατί είχε μεγάλη περιουσία. Τότε ο Ιησούς είπε στους μαθητές του: «Σας βεβαιώνω πως δύσκολα θα μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού. Και σας το επαναλαμβάνω: Είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όταν τ΄ άκουσαν οι μαθητές του, ένιωσαν μεγάλη κατάπληξη κι έλεγαν: «Τότε ποιος μπορεί να σωθεί;» Ο Ιησούς τους κοίταξε και είπε: «Αυτό είναι αδύνατο για τους ανθρώπους· για το Θεό όμως όλα είναι δυνατά».
30 Αυγούστου.
Απόδοσις της εορτής της αποτομής της τιμίας κεφαλής Ιωάννου του Προδρόμου. Ιερομαρτύρων Ιανουαρίου πρεσβυτέρου, Φήλικος επισκόπου και Φιλωνίδου επισκόπου Κουρίου.Μαρτύρων Σεπτεμίνου και Φουρτουνάτου. Αλεξάνδρου (†340), Ιωάννου Η` (†595), Παύλου Γ` του Νέου (†784), πατριαρχών Κων/πόλεως και Ευλαλίου του ιεράρχου εν Κύπρω. Οσίων Φαντίνου του θαυματουργού (1), του εν Θεσ/νίκη και Βρυαίνης της μητρός αυτού. Φύλακος και Σαρματά. Άρχοντος Βλαδιμηρίας και Νεαπόλεως Αλεξάνδρου του Νευαίου.
(1) Ο όσιος Φαντίνος ο Θαυματουργός, καταγόταν από την Καλαβρία της Ιταλίας. Από μικρός ήταν πολύ πιστός, μορφώθηκε κατάλληλα και ήταν πολύ ενάρετος. Μάλιστα τόσο μεγάλη ήταν η μόρφωσή του, ώστε τον παρακολουθούσαν και πολλοί μαθητές. Σε ηλικία 60 ετών πήρε δύο από τούς μαθητές του, τον Βιτάλειο και τον Νικηφόρο, και περιόδευσαν ανά την ελληνική επικράτεια, ξεκινώντας από την Πελοπόννησο, την Αθήνα, την Λάρισα και καταλήγοντας στην Θεσσαλονίκη. Κατάφεραν και έφεραν πολλούς από την αμαρτία στον δρόμο της σωτηρίας. Στην Θεσσαλονίκη έμεινε 8 χρόνια και απεβίωσε ειρηνικά.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. 19, 16-26)
Η ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε σήμερα, εν Χριστό αδελφοί μου,
μας διηγείται, ότι ένας πλούσιος νεαρός ρώτησε μια μέρα το Χριστό:
«Αγαθέ Διδάσκαλε, τι καλό να κάνω για ν΄ αποκτήσω αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς του είπε: «Γιατί με ονομάζεις αγαθό; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ένας, ο Θεός. Αν θέλεις πάντως να μπεις στη ζωή, τήρησε τις εντολές». «Ποιες;» του λέει. Κι ο Ιησούς είπε: «Το μη σκοτώσεις, μη μοιχεύσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα και τη μητέρα σου και αγάπα τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». «Όλα αυτά τα τηρώ από πολύ μικρός», του λέει ο νεαρός. «Σε τι ακόμα υστερώ;»
Ο Ιησούς του απάντησε: «Αν θέλεις να γίνεις τέλειος, πήγαινε πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό · κι έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις άκουσε την απάντηση ο νεαρός, έφυγε λυπημένος, γιατί είχε μεγάλη περιουσία. Τότε ο Ιησούς είπε στους μαθητές του: «Σας βεβαιώνω πως δύσκολα θα μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού. Και σας το επαναλαμβάνω: Είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όταν τ΄ άκουσαν οι μαθητές του, ένιωσαν μεγάλη κατάπληξη κι έλεγαν: «Τότε ποιος μπορεί να σωθεί;» Ο Ιησούς τους κοίταξε και είπε: «Αυτό είναι αδύνατο για τους ανθρώπους · για το Θεό όμως όλα είναι δυνατά».
Των ρωτάει, «Τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή»; Ο Ιησούς τον παραπέμπει στην εφαρμογή των εντολών. Να είσαι ηθικά αγνός και να σέβεσαι τους γονείς. Ν’ αγαπάς το συνάνθρωπό σου όμοια με τον εαυτό σου. Να κάνεις για λογαριασμό του πράξεις, όπως ακριβώς θα τις έκανες και για σένα τον ίδιο. Ανασκίρτησε ο νέος και τάχυνε να βεβαιώσει: «Μα όλα αυτά τα τήρησα επακριβώς απ’ τα παιδικά μου χρόνια»! Σε τι άλλο υστερώ; Πες το, Διδάσκαλε αγαθέ. Εύκολα θα το ξεπεράσω και θα γίνω τέλειος σε όλα».
Το γεγονός, εν Χριστό αδελφοί μου, ότι ο Κύριος δεν το διαψεύδει, σημαίνει ότι
η διαβεβαίωσίς του, ότι ήταν τηρητής όλων ανεξαιρέτως των εντολών του Θεού,
ήταν ειλικρινής.
Μα δεν κατάλαβε όμως, ο κούφιος κι επιπόλαιος νεανίσκος πως τάλεγε στον καρδιογνώστη. Και ο καρδιογνώστης Χριστός αντίκρυζε το βάθος της υπάρξεως
του νέου. Έβλεπε πως όλες οι πράξεις του, που τις τήρησε με ακρίβεια γίνονταν με βάση το αζημίωτο. Ως εκεί που δεν έφτανε τα όρια της θυσίας για τον άλλον.
Άρα, στην ουσία, έμενε σαν τη βδέλλα κολλημένη πάνω στα υπάρχοντά του.
«Ην γαρ έχων χρήματα και κτήματα πολλά».
Γι’ αυτό ο Ιησούς του προτείνει: «Μια και από μόνο σου ζητάς το τέλειο, πούλα τα υπάρχοντά σου, μοίρασέ τα στους φτωχούς κ’ έλα ν’ ακολουθήσεις εμένα, που από την πολλή μου φτώχεια δεν έχω ούτε προσκέφαλο να γείρω το κεφάλι μου».
Όταν τ’ άκουσε αυτά που του είχε πει ο Κύριος , έχασε τη μιλιά του, δε ρώτησε τίποτε άλλο κ’ έφυγε πολύ λυπημένος. Μόλις τον είδε ο Κύριος ν’ απομακρύνεται με το κεφάλι σκυμμένο, είπε στους μαθητές Του τα βαρυσήμαντα εκείνα τα λόγια: «Πόσο δύσκολο είναι όσοι έχουν τα χρήματα να εισέλθουν στη Βασιλεία των Ουρανών! Ευκολότερο είναι η καμήλα, αυτό το μεγάλο ζώο, να περάσει από μία τόσο μικρή τρυπούλα της βελόνας, παρά ο πλούσιος να εισέλθει στην Ουράνια Βασιλεία».
Αιωνιότητα ζητούσε ο νέος της σημερινής ευαγγελικής περικοπής.
Τι μεγαλείο, αλλά και τι δράμα περικλείει όντως η λέξη αυτή!
Αιωνιότητα μέσα στην ουράνια μακαριότητα είναι η μια της όψη.
Αιωνιότητα μέσα στη φρίκη και τα ατέλειωτα βάσανα είναι η άλλη της όψη.
Όλοι μας κάθε μέρα προχωρούμε προς την αιωνιότητα.
Τα λεπτά, οι ώρες και οι μέρες, που περνούν, μας φέρνουν ολοένα και πιο κοντά της.
Ο τρόπος που ζούμε την κάθε στιγμή, μας ωθεί είτε προς τη μια πλευρά της αιωνιότητος είτε προς την άλλη. Οι πόθοι μας, οι σκέψεις, οι ενέργειες γίνονται
ή φτερά γι’ ανέβασμα ή ασήκωτα βάρη, που θα μας σύρουν στην άβυσσο
και στην απώλεια.
Τίποτε, εν Χριστό αδελφοί μου, δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας από τον κόσμο αυτό, καθώς θα μεταναστεύουμε προς στην άλλη ζωή που μας καλεί ο Θεός. Συνεπώς, εκτός από τον Θεό, σε κανένα πρόσωπο η υλικό πράγμα του επιγείου τούτου κόσμου δεν θα πρέπει να προσκολλήσουμε την καρδιά μας.
Η προσκόλληση σε πρόσωπα η πράγματα του κόσμου είναι η μεγαλύτερη αμαρτία που μπορεί να μας πετάξει μακριά από τον Θεόν.
Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει: «Εάν η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα, εάν ο Θεός είναι ασύγκριτα ανώτερος από τον κόσμο, τον οποίο δημιούργησε, εκείνος που προτιμά το σώμα περισσότερο από την ψυχή και τον κόσμο
περισσότερο από τον Θεό, ο οποίος τον δημιούργησε, δεν διαφέρει καθόλου
από τους ειδωλολάτρες».
Εάν ο Ιακώβ και τα παιδιά του λυπόταν ν’ αφήσουν τα σπίτια και τα χωράφια τους στην Παλαιστίνη και δεν πήγαιναν στην Αίγυπτο, στα χρόνια της μεγάλης ξηρασίας, θα πέθαιναν από την πείνα.
Είναι ένας βαθύς συμβολισμός, του τι χάνουν οι ψυχές όταν έχουν προσκολληθεί στα πρόσωπα και υλικά πράγματα του κόσμου και όχι στον Θεόν.
Πόσοι από τους αδελφούς χριστιανούς και σήμερα δεν παθαίνουν το ίδιο.
Δεν είναι λίγοι οι νέοι και οι νέες και η ποιο μεγάλοι σε ηλικία που έδωσαν την καρδιά τους σε αυτά τα μάταια του κόσμου τούτου και δεν δίστασαν, για να
τ’ απολαύσουν, ν’ αρνηθούν με τη σειρά αδέρφια, γονείς, ακόμη και τον Χριστό!
Ο άνθρωπος μπορεί να προσκολληθεί σ’ ένα πρόσωπο, όπως και στο χρήμα.
Ακόμα μπορεί να προσκολληθεί και σε πλανεμένες ιδέες. Έχουμε τόσα παραδείγματα προσκολλήσεως σε πλανεμένες ιδέες από μεγάλους και μικρούς τον τελευταίο καιρό! Και με τι ακριβή αποζημίωση!
Έπειτα ο άνθρωπος μπορεί να δώσει την καρδιά του στα διάφορα πάθη:
στο χρήμα, αλκοόλ, χαρτοπαίγνιο, ναρκωτικά, ακατανόμαστες αμαρτίες.
Και μπορεί ν’ αναγνωρίζει και να ομολογεί στην κατάσταση αυτή
της αιχμαλωσία του, αλλά να μην μπορεί ν’ απαλλαγεί.
Μονάχα μια ειλικρινής μετάνοια
και στροφή προς τον Χριστό
με πίστη
μπορεί τότε να μας σώσει.
Αμήν.
30/8/2009
Η ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε σήμερα, εν Χριστό αδελφοί μου,
μας διηγείται, ότι ένας πλούσιος νεαρός ρώτησε μια μέρα το Χριστό:
«Αγαθέ Διδάσκαλε, τι καλό να κάνω για ν΄ αποκτήσω αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς του είπε: «Γιατί με ονομάζεις αγαθό; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ένας, ο Θεός. Αν θέλεις πάντως να μπεις στη ζωή, τήρησε τις εντολές». «Ποιες;» του λέει. Κι ο Ιησούς είπε: «Το μη σκοτώσεις, μη μοιχεύσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα και τη μητέρα σου και αγάπα τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». «Όλα αυτά τα τηρώ από πολύ μικρός», του λέει ο νεαρός. «Σε τι ακόμα υστερώ;»
Ο Ιησούς του απάντησε: «Αν θέλεις να γίνεις τέλειος, πήγαινε πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό · κι έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις άκουσε την απάντηση ο νεαρός, έφυγε λυπημένος, γιατί είχε μεγάλη περιουσία. Τότε ο Ιησούς είπε στους μαθητές του: «Σας βεβαιώνω πως δύσκολα θα μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού. Και σας το επαναλαμβάνω: Είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όταν τ΄ άκουσαν οι μαθητές του, ένιωσαν μεγάλη κατάπληξη κι έλεγαν: «Τότε ποιος μπορεί να σωθεί;» Ο Ιησούς τους κοίταξε και είπε: «Αυτό είναι αδύνατο για τους ανθρώπους · για το Θεό όμως όλα είναι δυνατά».
Των ρωτάει, «Τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή»; Ο Ιησούς τον παραπέμπει στην εφαρμογή των εντολών. Να είσαι ηθικά αγνός και να σέβεσαι τους γονείς. Ν’ αγαπάς το συνάνθρωπό σου όμοια με τον εαυτό σου. Να κάνεις για λογαριασμό του πράξεις, όπως ακριβώς θα τις έκανες και για σένα τον ίδιο. Ανασκίρτησε ο νέος και τάχυνε να βεβαιώσει: «Μα όλα αυτά τα τήρησα επακριβώς απ’ τα παιδικά μου χρόνια»! Σε τι άλλο υστερώ; Πες το, Διδάσκαλε αγαθέ. Εύκολα θα το ξεπεράσω και θα γίνω τέλειος σε όλα».
Το γεγονός, εν Χριστό αδελφοί μου, ότι ο Κύριος δεν το διαψεύδει, σημαίνει ότι
η διαβεβαίωσίς του, ότι ήταν τηρητής όλων ανεξαιρέτως των εντολών του Θεού,
ήταν ειλικρινής.
Μα δεν κατάλαβε όμως, ο κούφιος κι επιπόλαιος νεανίσκος πως τάλεγε στον καρδιογνώστη. Και ο καρδιογνώστης Χριστός αντίκρυζε το βάθος της υπάρξεως
του νέου. Έβλεπε πως όλες οι πράξεις του, που τις τήρησε με ακρίβεια γίνονταν με βάση το αζημίωτο. Ως εκεί που δεν έφτανε τα όρια της θυσίας για τον άλλον.
Άρα, στην ουσία, έμενε σαν τη βδέλλα κολλημένη πάνω στα υπάρχοντά του.
«Ην γαρ έχων χρήματα και κτήματα πολλά».
Γι’ αυτό ο Ιησούς του προτείνει: «Μια και από μόνο σου ζητάς το τέλειο, πούλα τα υπάρχοντά σου, μοίρασέ τα στους φτωχούς κ’ έλα ν’ ακολουθήσεις εμένα, που από την πολλή μου φτώχεια δεν έχω ούτε προσκέφαλο να γείρω το κεφάλι μου».
Όταν τ’ άκουσε αυτά που του είχε πει ο Κύριος , έχασε τη μιλιά του, δε ρώτησε τίποτε άλλο κ’ έφυγε πολύ λυπημένος. Μόλις τον είδε ο Κύριος ν’ απομακρύνεται με το κεφάλι σκυμμένο, είπε στους μαθητές Του τα βαρυσήμαντα εκείνα τα λόγια: «Πόσο δύσκολο είναι όσοι έχουν τα χρήματα να εισέλθουν στη Βασιλεία των Ουρανών! Ευκολότερο είναι η καμήλα, αυτό το μεγάλο ζώο, να περάσει από μία τόσο μικρή τρυπούλα της βελόνας, παρά ο πλούσιος να εισέλθει στην Ουράνια Βασιλεία».
Αιωνιότητα ζητούσε ο νέος της σημερινής ευαγγελικής περικοπής.
Τι μεγαλείο, αλλά και τι δράμα περικλείει όντως η λέξη αυτή!
Αιωνιότητα μέσα στην ουράνια μακαριότητα είναι η μια της όψη.
Αιωνιότητα μέσα στη φρίκη και τα ατέλειωτα βάσανα είναι η άλλη της όψη.
Όλοι μας κάθε μέρα προχωρούμε προς την αιωνιότητα.
Τα λεπτά, οι ώρες και οι μέρες, που περνούν, μας φέρνουν ολοένα και πιο κοντά της.
Ο τρόπος που ζούμε την κάθε στιγμή, μας ωθεί είτε προς τη μια πλευρά της αιωνιότητος είτε προς την άλλη. Οι πόθοι μας, οι σκέψεις, οι ενέργειες γίνονται
ή φτερά γι’ ανέβασμα ή ασήκωτα βάρη, που θα μας σύρουν στην άβυσσο
και στην απώλεια.
Τίποτε, εν Χριστό αδελφοί μου, δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας από τον κόσμο αυτό, καθώς θα μεταναστεύουμε προς στην άλλη ζωή που μας καλεί ο Θεός. Συνεπώς, εκτός από τον Θεό, σε κανένα πρόσωπο η υλικό πράγμα του επιγείου τούτου κόσμου δεν θα πρέπει να προσκολλήσουμε την καρδιά μας.
Η προσκόλληση σε πρόσωπα η πράγματα του κόσμου είναι η μεγαλύτερη αμαρτία που μπορεί να μας πετάξει μακριά από τον Θεόν.
Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει: «Εάν η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα, εάν ο Θεός είναι ασύγκριτα ανώτερος από τον κόσμο, τον οποίο δημιούργησε, εκείνος που προτιμά το σώμα περισσότερο από την ψυχή και τον κόσμο
περισσότερο από τον Θεό, ο οποίος τον δημιούργησε, δεν διαφέρει καθόλου
από τους ειδωλολάτρες».
Εάν ο Ιακώβ και τα παιδιά του λυπόταν ν’ αφήσουν τα σπίτια και τα χωράφια τους στην Παλαιστίνη και δεν πήγαιναν στην Αίγυπτο, στα χρόνια της μεγάλης ξηρασίας, θα πέθαιναν από την πείνα.
Είναι ένας βαθύς συμβολισμός, του τι χάνουν οι ψυχές όταν έχουν προσκολληθεί στα πρόσωπα και υλικά πράγματα του κόσμου και όχι στον Θεόν.
Πόσοι από τους αδελφούς χριστιανούς και σήμερα δεν παθαίνουν το ίδιο.
Δεν είναι λίγοι οι νέοι και οι νέες και η ποιο μεγάλοι σε ηλικία που έδωσαν την καρδιά τους σε αυτά τα μάταια του κόσμου τούτου και δεν δίστασαν, για να
τ’ απολαύσουν, ν’ αρνηθούν με τη σειρά αδέρφια, γονείς, ακόμη και τον Χριστό!
Ο άνθρωπος μπορεί να προσκολληθεί σ’ ένα πρόσωπο, όπως και στο χρήμα.
Ακόμα μπορεί να προσκολληθεί και σε πλανεμένες ιδέες. Έχουμε τόσα παραδείγματα προσκολλήσεως σε πλανεμένες ιδέες από μεγάλους και μικρούς τον τελευταίο καιρό! Και με τι ακριβή αποζημίωση!
Έπειτα ο άνθρωπος μπορεί να δώσει την καρδιά του στα διάφορα πάθη:
στο χρήμα, αλκοόλ, χαρτοπαίγνιο, ναρκωτικά, ακατανόμαστες αμαρτίες.
Και μπορεί ν’ αναγνωρίζει και να ομολογεί στην κατάσταση αυτή
της αιχμαλωσία του, αλλά να μην μπορεί ν’ απαλλαγεί.
Μονάχα μια ειλικρινής μετάνοια
και στροφή προς τον Χριστό
με πίστη
μπορεί τότε να μας σώσει.
Αμήν.
30/8/2009
24/8/09
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Σύγχρονες μορφές οικονομίας.
Ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν υπήρξε τόσο μεγάλη συσσώρευση
οικονομικού κεφαλαίου όσο τα τελευταία δέκα χρόνια.
Παρ΄ όλα αυτά εάν ρίξουμε μια ματιά γύρω μας -και ειδικά στην Ελλάδα- μπορούμε
να διαπιστώσουμε ότι το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών έχει αυξηθεί.
Στην πρόσφατη Παγκόσμια Σύνοδο Κορυφής του Γιοχάνεσμπουργκ «Ριο+10» (26.8.-4.9.2002) επανήλθε και πάλι το θέμα των σχέσεων μεταξύ Βορρά και Νότου.
Οκτακόσια εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από την πείνα, ενώ τριάντα πέντε
χιλιάδες περίπου παιδιά πεθαίνουν από την κακή διατροφή.
Αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα πράγματα δεν φαίνεται να είναι καλύτερα. Δεκαπέντε τοις εκατό των πολιτών της Ευρώπης ζουν κάτω από το επίπεδο της φτώχειας, ενώ υπάρχουν μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση είκοσι πέντε εκατομμύρια περίπου άνεργοι, κυρίως νέοι.
Οι ειδικοί οικονομολόγοι του «Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και την Ανάπτυξη» επισημαίνουν ότι οποιαδήποτε πολιτική και εάν εφαρμοσθεί σήμερα δεν πρόκειται να έχει άμεσα βιώσιμα αποτελέσματα. Ο David Landes, Καθηγητής της Ιστορίας της Οικονομίας
στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, σημειώνει ότι η σύγχρονη οικονομία δημιούργησε
τρεις νέες κατηγορίες ανθρώπων:
«εκείνους που ξοδεύουν πολλά χρήματα για να μην γίνονται παχύσαρκοι,
εκείνους που τρώνε για να ζήσουν και τέλος,
εκείνους που ψάχνουν να βρουν το επόμενο γεύμα τους».
Οι νέες απειλές της σύγχρονης οικονομίας μπορούν να περιγραφούν
στις παρακάτω τρεις μορφές αστάθειας:
Α) Η αστάθεια στην οικονομία. Η θεωρία ότι το διεθνές εμπόριο αυξάνει το βιοτικό επίπεδο αληθεύει μόνον όταν οι επενδύσεις χρησιμοποιούνται αποδοτικά και το εμπόριο είναι ανισομερές. Διαφορετικά γινόμαστε μάρτυρες των μεγάλων κοινωνικοοικονομικών κρίσεων που παρασύρουν ολόκληρα Κράτη στον οικονομικό μαρασμό όσο μακριά και εάν βρίσκονται από τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Το παράδειγμα της Αργεντινής επιβεβαιώνει τα παραπάνω.
Β) Η αστάθεια στην κοινωνία. Οι πολίτες είναι τα πρώτα θύματα της οποιαδήποτε οικονομικής κρίσης. Μπροστά στη νέα αυτή κοινωνικοοικονομική αστάθεια οι πολίτες αναζητούν και νέες μορφές συλλογικής δράσης. Σήμερα διάφορες ομάδες, χωρίς καμία ιεραρχία, ακόμη και συγκεκριμένη ιδεολογία δημιουργούν ένα νέο εθνικό ‘δημόσιο χώρο’ με νέες παραμέτρους. Γνωρίζουμε την αντίδραση των νέων κινημάτων (π.χ. Σιάτλ, Γένοβα κ.λπ) αλλά δεν γνωρίζουμε και ίσως δεν θα γνωρίσουμε ποτέ το περιεχόμενό τους. Ο γερμανός φιλόσοφος Jurgen Habermans πιστεύει ότι η σημερινή κοινωνία μπορεί να περιγραφεί με τα εξής στοιχεία:
«τον αριθμό των φτωχών, τον αριθμό των ανέργων, τον αριθμό των μετοχών
και τον αριθμό των ακροδεξιών».
Γ) Η αστάθεια στον πολιτισμό. Το σίγουρο είναι ότι η παραπάνω αντίδραση έχει άμεσες επιπτώσεις στο κοινωνικό σύνολο. Από τη μία η επιρροή της παγκόσμιας οικονομίας και από την άλλη ο πανικός της «επιτυχίας» και του εύκολου χρήματος έχει δημιουργήσει μια ηθική σύγχυση. Δεν είναι λίγες φορές που μεγάλες χρηματιστηριακές εταιρείες στην προσπάθειά
τους να προσεγγίσουν νέους επενδυτές επικαλούνται το γεγονός ότι
«Ο τάδε Όμιλος Αξιών εμπνέεται από τις ανθρώπινες αξίες». Ο πολιτισμός μας είναι χρησιμοθηρικός και ηδονοθηρικός. Η εκπαίδευσή μας στηρίζει και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά του πολιτισμού μας. Συγχέουμε τον «εισοδηματικό πλούτο» από τον «ανθρώπινο πλούτο». Ο τζόγος –και κάθε μορφή τζόγου- εξωθεί τον άνθρωπο στην παραίτηση από τη δημιουργική προσπάθεια και επενδύει σε ένα μέλλον που στηρίζεται στη θεά της τύχης.
Το «σύνδρομο του Κάιν».
Οι αιτίες της φτώχειας που «παράγει» η σύγχρονη οικονομία είναι πολλές. Παρ΄ όλα αυτά
ο αγώνας για την καταπολέμηση της φτώχειας δεν μπορεί να παραμείνει στην απλή παραδοσιακή μορφή της φιλανθρωπίας, που πολλές φορές κι αυτή είναι εμπορεύσιμη.
Η πρόταση δεν είναι άλλη παρά η δημιουργία ενός διαφορετικού ήθους στο οικοδόμημα
της οικονομίας. Το μέλλον του πλανήτη μας δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Η περιθωριοποίηση, το κλείσιμο των μικρών επιχειρήσεων, ο ανταγωνισμός κ. ά. οδηγούν σε μια νέα κοινωνική τάξη των «αποδυναμωμένων πολιτών».
Το «σύνδρομο του Κάιν», που χαρακτηρίζει την σύγχρονη οικονομία, βασίζεται στο θεώρημα «κερδίζω-χάνω», που με τη σειρά του στηρίζεται στη βία και την επιθετικότητα.
Μεγάλες αμερικανικές εταιρείες όπως οι Enron, WorldCom, Anersen κ.ά., αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση όπως οι Xerox, Johnson and Johnson, Global Crossing, IBM κ. ά. έδωσαν δείγματα ανηθικότητας οδηγώντας τις εταιρείες στη μεγαλύτερη πτώχευση της ιστορίας και
τις κοινωνίες στη μεγαλύτερη οικονομική κρίση και «ηθική ανομία» κατά την έκφραση
του Γάλλου κοινωνιολόγου Ε. Durkheim.
Σίγουρα η «προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού» (Μax Weber, 1864-1920) απέχει πολύ από την παραπάνω προβληματική της οικονομικής επιτυχίας. Μήπως όμως και
η υπάρχουσα διαστροφή αποτελεί μέρος της ουσίας του ίδιου του συστήματος; Πώς θα μπορούσε να ερμηνεύσει κανείς το γεγονός ότι ενώ ευημερεί η νεοφιλελεύθερη οικονομία
η κοινωνία υποβαθμίζεται και αυξάνεται ο κοινωνικός αποκλεισμός; Οι ήρωες της συγκυριακής επιτυχίας μετατρέπονται σε γκρεμισμένα είδωλα. Ακόμη και ο καλός πολίτης διαπράττει τη νοθεία και την απάτη για να μπορέσει να επιβιώσει. Αυτό όμως μακροπρόθεσμα έχει άμεσο αντίκτυπο στην ίδια την κοινωνία.
Η Ορθοδοξία δεν είναι εναντίον της ανταγωνιστικότητας. Εκκλησία των μαρτύρων και των συνεχών δοκιμασιών γνωρίζει πολύ καλά την αξία του καλού αγώνα και του ανταγωνισμού. Είναι όμως αντίθετη με το σκληρό και αδίστακτο ανταγωνισμό που υπόκειται στην τυφλή απληστία και την ακόρεστη δίψα για τη νίκη. Είναι αντίθετη με εκείνο το πνεύμα του ανταγωνισμού που καταστρέφει την ανθρώπινη ζωή και ρίχνει τους ανθρώπους στο κυνήγι της επιτυχίας. Προσφέρει μια ισορροπία η οποία ενσωματώνει όλες τις αξίες και ελέγχει συνεχώς
τις τάσεις εκείνες που οδηγούν στον απάνθρωπο ανταγωνισμό. Θέτει σωστές προτεραιότητες και προτείνει τις αξίες εκείνες που χρειάζονται για την αρμονική ανάπτυξη των ανθρωπίνων πτυχών. Δίλημμα ή Ψευτοδίλημμα; Η συμμετοχή της Ελλάδος στα ευρωπαϊκά οικονομικά προγράμματα θέτει ένα απλό ερώτημα. Πετύχαμε;
Δίλημμα ή Ψευτοδίλημμα;
Για πολλά χρόνια αγνοήθηκε ο βασικός ρόλος των ευρωπαϊκών κονδυλίων και σήμερα επανερχόμεθα και πάλι στην αρχή, αφού έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος.
Η Άννα Διαμαντοπούλου, Μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σημειώνει ότι η συζήτηση και
η προσπάθεια που έγινε τα τελευταία χρόνια «δεν αφορούσαν τόσο στην αποτελεσματική επένδυση των τρισεκατομμυρίων που εισέρεαν κάθε χρόνο –στην Ελλάδα- αλλά στην ενίσχυση του αγροτικού εισοδήματος». Και συνεχίζει: «Αν το μοντέλο του αγρότη ως επαγγελματία δεν αλλάξει, οι αγρότες θα είναι σε λίγα χρόνια είδος προς διατήρηση». Η διαπίστωση αυτή είναι πικρή. Η συνεχής μάλιστα χρήση των επιδοτούμενων ευρωπαϊκών προγραμμάτων έχει
ως αποτέλεσμα τον αποπροσανατολισμό πολλών ελλήνων πολιτών
από τη βάση μιας υγιούς οικονομικής ανάπτυξης.
Η Εκκλησία της Ελλάδος πάντοτε είχε λόγο και μάλιστα λόγο ευθύνης για το μέλλον της Ευρώπης. Ειδικότερα σήμερα που τίθεται και το θέμα της διεύρυνσης της Ένωσης είναι εύλογο να ενδιαφέρει ολόκληρη την Ορθοδοξία, ιδίως εκείνη του ευρωπαϊκού χώρου. Και ο λόγος της είναι η εκ μέρους της κριτική παρακολούθηση των επιλογών. Χρειάζεται να σκεφθούμε πολύ σοβαρά αυτό που ο ίδιος ο Χριστός είπε για την κακή χρήση των ταλάντων: «Το γαρ έχοντι παντί δοθήσεται και περισσευθήσεται, από δε του μη έχοντος και ο έχει αρθήσεται απ΄ αυτού». Με βάση την προβληματική αυτή είναι καθ΄ όλα εύστοχη η επισήμανση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστοδούλου ο οποίος επεσήμανε ότι ούτε τα αναπτυξιακά προγράμματα ούτε ο πακτωλός των «ευρώ» θα μπορέσει να σώσει την ελληνική –και την ευρωπαϊκή- κοινωνία μας. Και αυτό επιβεβαιώνεται από την τοποθέτηση των ίδιων των λογιστών οι οποίοι υπογραμμίζουν ότι: «Η ηθική συμπεριφορά δεν είναι απλώς θέμα ύπαρξης καλών νόμων και κανόνων, αλλά ούτε και θέμα ύπαρξης απλώς καλών και ηθικών ανθρώπων….χρειάζεται η ρύθμιση λειτουργίας της αγοράς με στόχο την προστασία του κοινωνικού συνόλου, αλλά και την υποβοήθηση εκείνων των εταιρειών, που θέλουν να ακολουθήσουν τους δεοντολογικούς κανόνες ή τις πυρηνικές κοινωνικές αξίες, όπως εκείνες της δικαιοσύνης και δικαιοπραξίας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ευπρέπειας».
Ασφαλώς και οι θέσεις της Εκκλησίας δεν κατευθύνονται προς τη μία ή την άλλη οικονομική θεωρία. Βασική όμως προϋπόθεση για την επιβίωση της οικονομίας είναι η σωστή χρήση των αγαθών, με άλλα λόγια η ειλικρινής σχέσης του ανθρώπου με τον συνάνθρωπο και τον κόσμο.
Ο πλανήτης μας μπορεί να υποφέρει από την αύξηση του πληθυσμού, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποφέρει την ύπαρξη εγωιστών κερδοσκόπων που καταστρέφουν και τον ίδιο και τον άνθρωπο. Στην περίπτωση αυτή θα έχουμε χάσει τα πάντα εάν επιμένουμε να κερδίζουμε με τον τρόπο του Κάιν. Κάθε προσπάθεια που οδηγεί στην αναζήτηση ενός νέου τρόπου ζωής και προσδίδει ουσιαστικό νόημα είναι πάντοτε αποτελεσματική.
Εν κατακλείδι δεν αισθανόμαστε αμηχανία ή αιφνιδιασμό από τις τρέχουσες οικονομικές εξελίξεις. Είναι καιρός να μάθουμε να συνυπάρχουμε. Χρειαζόμεθα σήμερα μια νέα οικονομική πολιτική για να προωθηθεί ταυτόχρονα η αλληλεγγύη και η ανάπτυξη και να συνδυασθεί
ο οικονομικός στόχος με την κοινωνική ευθύνη. Τα πάντα αναβαπτίζονται μέσα στο ορθόδοξο φρόνημα. Αλλά όπως επισημαίνει ο Καθηγητής Ν. Ματσούκας, «το Ευαγγέλιο απορρίπτει τον πολιτισμό όχι αποφεύγοντάς τον, -στην περίπτωσή μας την οικονομία-, αλλά αγκαλιάζοντάς τον για να τον θεραπεύσει. Και η θεραπεία είναι έργο δύσκολο. Χρειάζεται ήθος, εκκλησιαστικό τρόπο ζωής, άσκηση, παιδεία και δημιουργία αυτόνομων πολιτιστικών αγαθών».
23/8/09
ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ
Τι είναι το βάπτισμα;
Το βάπτισμα είναι το ιερό μυστήριο της Εκκλησίας κατά το οποίο ο πιστεύων στον Ιησού Χριστό άνθρωπος βαπτιζόμενος με τριπλή κατάδυση και ανάδυση σε αγιασμένο ύδωρ και στο όνομα της Αγίας Τριάδος, από τη μια μεριά ελευθερώνεται από το σώμα της προπατορικής αμαρτίας και της ενοχής της οφειλόμενης σ’ αυτή, από την άλλη δε αναγεννάται πνευματικά σε μία νέα ένθεη ύπαρξη και ζωή, γίνεται υιός του θεού και κληρονόμος της αφθαρσίας και της αθανασίας. Κατά το βάπτισμα ο άνθρωπος αποβάλλει τον παλαιό Αδάμ και ντύνεται το Χριστό, αποκτώντας καθαρή και άσπιλη τη θεία εικόνα με την οποία πλάστηκε από το Θεό και την οποία αχρείωσε η αμαρτία. Παρ’ όλα τούτα και κατά τρόπο μυστηριώδη και ανεξήγητο η αμαρτητική επιθυμία και ορμή εξακολουθούν να παραμένουν και στο βαπτισθέντα, χωρίς όμως να καταλογίζονται σαν αμαρτία στη φύση που ελευθερώθηκε από το προπατορικό αμάρτημα, ενώ η ίδια ορμή στον αβάπτιστο που έχει ψυχή μολυσμένη από την αδαμική παράβαση, καταλογίζεται ως αμαρτία. Ή μετά το βάπτισμα παρουσία της αμαρτητικής ορμής αποτελεί προφανώς μέσο της θείας παιδαγωγίας, αποτελούσα κίνητρο αγώνων του αναγεννημένου κατά των παθών και της αμαρτίας και μέσο ηθικής και πνευματικής εμπεδώσεως και τελειώσεως. Ή αδιαφορία όμως έναντι της αμαρτητικής ορμής μπορεί να οδηγήσει το βαπτισθέντα σε πτώσεις ηθικές και στην απώλεια της αιώνιας ζωής.
Το βάπτισμα είναι το μυστήριο δια του οποίου ο άνθρωπος γίνεται επίσημα μέλος της Εκκλησίας και αποκτά το δικαίωμα να μετέχει και των άλλων εκκλησιαστικών μυστηρίων.
Έχει θεία σύσταση το βάπτισμα; Έχει και μάλιστα τέτοια που να μην μπορεί κανείς να την αμφισβητήσει. Διότι το βάπτισμα το ίδρυσε ο ίδιος ο Κύριος μετά την ανάσταση του, όταν εμφανισθείς στους μαθητές τους έδωσε εντολή να μεταφέρουν την πίστη σε όλα τα έθνη της γης και να βαπτίζουν τους ανθρώπους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, τονίζοντας ότι αυτός που θα πιστέψει και θα βαπτιστεί θα σωθεί, ενώ εκείνος πού θ' απιστήσει θα κατακριθεί.
Το βάπτισμα είναι απαραίτητο για τη σωτηρία; Ναι, είναι. Ό φυσικός άνθρωπος που κουβαλάει μέσα του τη νέκρωση της φθοράς και του πνευματικού θανάτου δεν μπορεί να δει το θεό και να ζήσει στην αιώνια θεία βασιλεία. Την αναγκαιότητα του βαπτίσματος ως μέσου σωτηρίας βλέπουμε στα λόγια του Σωτήρος στη συνομιλία πού είχε με το Νικόδημο: «Αμήν αμήν λέγω σοι, εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού».
Στο αυτό πνεύμα κινούνται και οι λόγοι Ιωάννη του Βαπτιστή, ο οποίος διαστέλλοντας το δικό του βάπτισμα στον Ιορδάνη «εν ύδατι εις μετάνοιαν» από το λυτρωτικό βάπτισμα του Κυρίου, τόνισε ότι «αυτός —ο Κύριος— υμάς βαπτίσει εν Πνεύματι αγίω». Την ίδια έννοια έχουν και οι χαρακτηρισμοί του βαπτίσματος ως «λουτρού παλιγγενεσίας και ανακαινίσεως Πνεύματος Αγίου», ως λουτρού με το οποίο ο άνθρωπος γίνεται πάλι όπως ήταν πριν από την πτώση του και ανακαινίζεται από την παλαιότητα της αμαρτίας στην οποία υποδουλώθηκε δια της παρακοής του Αδάμ ως φωτισμού ή φωτίσματος, με την έννοια ότι ο βαπτιζόμενος γεμίζει από το φως της χάριτος του Θεού, έτσι που να μπορεί να ζει ως «τέκνον φωτός». Στο πνεύμα αυτό οι κατηχούμενοι καλούνταν στην αρχαία Εκκλησία «φωτιζόμενοι», οι νεοβαπτισθέντες «νεοφώτιστοι» και το βάπτισμα «ένδυμα φωτεινόν».
Ποια έννοια έχει ο νηπιοβαπτισμός;
Τα νήπια βαπτίζονται για να καθαρθούν από το μολυσμό του προπατορικού αμαρτήματος και να είναι εύθετα στη βασιλεία των ουρανών. Διότι η παρουσία του προπατορικού αμαρτήματος στα νήπια, έστω κι αν αυτά δεν έχουν προσωπικές αμαρτίες, τα εμποδίζει να γίνουν μέτοχα της αιώνιας ζωής. Για ν’ αποφευχθεί δε το θλιβερό ενδεχόμενο να πεθάνουν αβάπτιστα, εισήχθη πολύ νωρίς στην αρχαία Εκκλησία ο νηπιοβαπτισμός. Στην άγ. Γραφή δεν υπάρχει βέβαια άμεση μαρτυρία περί του νηπιοβαπτισμού, υπάρχουν όμως έμμεσες μαρτυρίες και ενδείξεις σε όσα λέγονται περί βαπτίσματος ολόκληρων οίκων, στους οποίους είναι λογικό να υποτεθεί ότι υπήρχαν και μικρά παιδιά.
Υπάρχει βέβαια η αιτίαση κατά του νηπιοβαπτισμού, ότι στα νήπια ελλείπει η πίστη πού είναι ο απαραίτητος όρος λήψεως του βαπτίσματος, σύμφωνα με όσα είπε ο Κύριος: «Ό πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Αυτό είναι αλήθεια. Δεν υπάρχει δε καμία αμφιβολία ότι το τέλειο βάπτισμα είναι εκείνο στο οποίο ο άνθρωπος προσέρχεται με πίστη στο Σωτήρα και με συναίσθηση της σημασίας της μυστηριακής τελετής, δηλαδή το βάπτισμα των ενηλίκων. Εντούτοις η έλλειψη της πίστεως δεν παρακωλύει τη λυτρωτική ενέργεια της χάριτος στα τρυφερά νήπια, στα όποια δεν υπάρχει και το στοιχείο της προσωπικής αμαρτίας που αποτελεί το κύριο εμπόδιο επενέργειας της χάριτος του Θεού.
Το ρήμα βαπτίζω σημαίνει βυθίζω. Από αρχαιοτάτων δε χρόνων στην Εκκλησία το βάπτισμα ετελείτο δια τριπλής καταδύσεως σε ύδωρ. Την πράξη αυτή της Εκκλησίας μαρτυρούν τα σωζόμενα βαπτιστήρια, ειδικά κτίσματα κείμενα παραπλεύρως του ναού, στα οποία βαπτίζονταν οι κατηχούμενοι.
Τι είναι το χρίσμα; Είναι το ιερό μυστήριο κατά το οποίο, χρισμένων σταυροειδώς με άγιο μύρο των μελών του βαπτισθέντος, κατέρχεται η θεία χάρη η οποία σφραγίζει την αρξάμενη νέα πνευματική ζωή, τα χαρίσματα του βαπτίσματος σε βίο προσωπικό, θεοφιλή και ενάρετο. Το χρίσμα, αν και τελείται συνειμμένως με το βάπτισμα, δεν είναι μέρος του βαπτίσματος, αλλά μυστήριο αυτοτελές και ίδιο. Είναι δε μυστήριο μη επαναλαμβανόμενο.
Ή χρισματική χάρη είναι διαφορετική από τη βαπτισματική. Ενώ το ιερό βάπτισμα δημιουργεί τη νέα ύπαρξη και εισάγει τον άνθρωπο στη νέα εν Χριστώ ζωή, το χρίσμα σφραγίζει με τις δωρεές του αγίου Πνεύματος την ύπαρξη αυτή, βοηθώντας τον άνθρωπο να εισέλθει στο δόλιχο (οδό) των πνευματικών αγώνων και ν’ αξιοποιήσει υποκειμενικά το αγαθό του ιερού βαπτίσματος.
Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία το χρίσμα τελείται μετά το βάπτισμα. Δια των δωρεών του Αγίου Πνεύματος κατασφραγίζεται η νέα ύπαρξη η αναδυθείσα από την κολυμβήθρα του βαπτίσματος, ενώ ο νέος πνευματικός βίος διαπτύσσεται σε προσωπικό έργο στις ψυχές των βαπτισθέντων. Ή Ορθόδοξη Ομολογία παραινεί: «Παρευθύς μετά το βάπτισμα να χρίει ο ιερεύς το βαπτιζόμενον εις τα διορισμένα μέλη, επιλέγων τα λόγια "σφραγίς δωρεάς πνεύματος αγίου"».
Πέρα από αυτά η τέλεση του χρίσματος ευθύς μετά το βάπτισμα αποτελεί πράξη αρχαιότατη της Εκκλησίας. Τη μαρτυρία της εν Λαοδικεία Συνόδου: «Οί φωτιζόμενοι μετά το βάπτισμα χρίονται χρίσματι επουρανίω».
Περί του αναδόχου
Το μυστήριο του βαπτίσματος είναι ο μοναδικός τρόπος, με τον οποίον ο άνθρωπος, με την δύναμη της Χάριτος του Θεού, αφαρπάζεται από την κυριαρχία του πονηρού, αναγεννάται και εντάσσεται στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Το βάπτισμα είναι «φυτεία προς αθανασίαν» ( Μ. Αθανάσιος, PG.29,10) και «όχημα προς ουρανόν, βασιλείας πρόξενον, υιοθεσίας χάρισμα» (Μ. Βασίλειος, PG. 31,433). Ο ίδιος ο Κύριος βαπτίσθηκε και μίλησε για το βάπτισμα εις το όνομα της Αγ. Τριάδος. Αποστέλλοντας εις το κήρυγμα τους αγίους Αποστόλους, μετά την Ανάσταση, τους είπε: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…» (Ματθ. Κη΄ 19). «Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται» (Μαρκ. ιστ΄ 16). Ακολουθούντες την σαφή εντολή του Κυρίου έκτοτε οι Απόστολοι και κατ’ επέκτασιν η Εκκλησία βάπτιζαν κατόπιν ομολογίας της πίστεως. Έτσι ο Απόστολος Πέτρος, την ημέρα της Πεντηκοστής, μετά το κήρυγμα, συνέστησε εις το πλήθος των ακροατών του να μετανοήσουν και εν συνεχεία να βαπτισθούν.Πολύ ενωρίς – το αργότερο κατά το δεύτερον ήμισυ του β΄ αιώνος – ενεφανίσθη και ταχέως – οριστικώς κατά τον ε΄ αιώνα – επεκράτησε ο νηπιοβαπτισμός. Από την Κ. Διαθήκη πληροφορούμεθα ότι νήπια βαπτίζονταν υπό της Εκκλησίας ήδη από τον α΄ μ.Χ. αιώνα (Πρξ. στ΄ 13-15, 31-33, ιη΄ 8, ι΄1-2, 24, 44, 47, 48). Κατά τους πρώτους αιώνες οι περισσότεροι δέχονταν το βάπτισμα σε ώριμη ηλικία, ο δε ανάδοχος, μνημονευόμενος το πρώτον κατά την καμπή του β΄ προς γ΄ αιώνα, παρίστατο ως εγγυητής των ειλικρινών προθέσεων και της πίστεως του βαπτιζομένου. Σήμερα ορίζεται μεν υπό του έχοντος την επιμέλεια του παιδιού, είναι δε ο εγγυητής έναντι της Εκκλησίας, και αναπληρώνει την έλλειψη βουλήσεως του νηπίου, παράλληλα βεβαίως με τους γονείς, και ομολογεί την πίστη εξ ονόματός του. Ομολογεί βεβαίως την ορθόδοξη πίστη και αναλαμβάνει την υποχρέωση να διδάξει τον νεοφώτιστο, μαζί με τους γονείς, μόλις έλθει σε κατάλληλη ηλικία, το περιεχόμενο της πίστεως μας.Το πρόσωπο του αναδόχου είναι ιερό. Συνάπτει δεσμό πνευματικής συγγένειας με τον αναδεκτό (ή την αναδεκτή) και την οικογένειά του. Κατά τον Άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης ο ανάδοχος είναι «εγγυητής εις Χριστόν , ώστε τηρείν τα της πίστεως και χριστανικώς ζήν». (PG 155, 213). Ως εκ της φύσεως του λειτουργήματος του επιβάλλεται να τυγχάνει της εμπιστοσύνης και αποδοχής της Εκκλησίας, και να είναι ενεργό μέλος αυτής.Επομένως δεν επιτρέπεται να παρίστανται ως ανάδοχοι εις το μυστήριο του Βαπτίσματος: οι αλλόθρησκοι, οι ετερόδοξοι, οι σχισματικοί, και αφορισμένοι. Δεν γίνονται επίσης δεκτοί οι γονείς του βαπτοζομένου (ν. 26 Λέοντος του Δ΄ ), οι κληρικοί και οι μοναχοί(1), ενώ από της επικρατήσεως του νηπιοβαπτισμού είναι αδιάφορο το φύλο του αναδόχου. Αποκλείονται ωσαύτως οι δεδηλωμένοι άθεοι και άπιστοι, οι ανήλικοι και οι τελέσαντες πολιτικό γάμο, οι τελευταίοι ως επιδεικτικώς παραβιάζοντες τις εντολές και αποφάσεις της Εκκλησίας(2). 1. Αποφάσεις πατριαρχικής Συνόδου Κων/πόλεως έτ. 1796 Μ. Γεδεών: Καν. Διατάξεις τ. Α΄ σ. 295 επ. και έτ. 1806 αυτόθι τ. Β΄ σ. 106 επ. & 3 Πρβλ. Πέτρον Χαρτοφύλακα εν Συντάγματι τ. Ε΄ σ. 370.2. Βλ. Εγκύκλιο Ι. Συνόδου υπ’ αριθμ. 2309/21-1-1982.Εκ της Συνοδικής Επιτροπής Δογματικών και Νομοκανονικών ζητημάτων
Τι είναι το βάπτισμα;
Το βάπτισμα είναι το ιερό μυστήριο της Εκκλησίας κατά το οποίο ο πιστεύων στον Ιησού Χριστό άνθρωπος βαπτιζόμενος με τριπλή κατάδυση και ανάδυση σε αγιασμένο ύδωρ και στο όνομα της Αγίας Τριάδος, από τη μια μεριά ελευθερώνεται από το σώμα της προπατορικής αμαρτίας και της ενοχής της οφειλόμενης σ’ αυτή, από την άλλη δε αναγεννάται πνευματικά σε μία νέα ένθεη ύπαρξη και ζωή, γίνεται υιός του θεού και κληρονόμος της αφθαρσίας και της αθανασίας. Κατά το βάπτισμα ο άνθρωπος αποβάλλει τον παλαιό Αδάμ και ντύνεται το Χριστό, αποκτώντας καθαρή και άσπιλη τη θεία εικόνα με την οποία πλάστηκε από το Θεό και την οποία αχρείωσε η αμαρτία. Παρ’ όλα τούτα και κατά τρόπο μυστηριώδη και ανεξήγητο η αμαρτητική επιθυμία και ορμή εξακολουθούν να παραμένουν και στο βαπτισθέντα, χωρίς όμως να καταλογίζονται σαν αμαρτία στη φύση που ελευθερώθηκε από το προπατορικό αμάρτημα, ενώ η ίδια ορμή στον αβάπτιστο που έχει ψυχή μολυσμένη από την αδαμική παράβαση, καταλογίζεται ως αμαρτία. Ή μετά το βάπτισμα παρουσία της αμαρτητικής ορμής αποτελεί προφανώς μέσο της θείας παιδαγωγίας, αποτελούσα κίνητρο αγώνων του αναγεννημένου κατά των παθών και της αμαρτίας και μέσο ηθικής και πνευματικής εμπεδώσεως και τελειώσεως. Ή αδιαφορία όμως έναντι της αμαρτητικής ορμής μπορεί να οδηγήσει το βαπτισθέντα σε πτώσεις ηθικές και στην απώλεια της αιώνιας ζωής.
Το βάπτισμα είναι το μυστήριο δια του οποίου ο άνθρωπος γίνεται επίσημα μέλος της Εκκλησίας και αποκτά το δικαίωμα να μετέχει και των άλλων εκκλησιαστικών μυστηρίων.
Έχει θεία σύσταση το βάπτισμα; Έχει και μάλιστα τέτοια που να μην μπορεί κανείς να την αμφισβητήσει. Διότι το βάπτισμα το ίδρυσε ο ίδιος ο Κύριος μετά την ανάσταση του, όταν εμφανισθείς στους μαθητές τους έδωσε εντολή να μεταφέρουν την πίστη σε όλα τα έθνη της γης και να βαπτίζουν τους ανθρώπους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, τονίζοντας ότι αυτός που θα πιστέψει και θα βαπτιστεί θα σωθεί, ενώ εκείνος πού θ' απιστήσει θα κατακριθεί.
Το βάπτισμα είναι απαραίτητο για τη σωτηρία; Ναι, είναι. Ό φυσικός άνθρωπος που κουβαλάει μέσα του τη νέκρωση της φθοράς και του πνευματικού θανάτου δεν μπορεί να δει το θεό και να ζήσει στην αιώνια θεία βασιλεία. Την αναγκαιότητα του βαπτίσματος ως μέσου σωτηρίας βλέπουμε στα λόγια του Σωτήρος στη συνομιλία πού είχε με το Νικόδημο: «Αμήν αμήν λέγω σοι, εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού».
Στο αυτό πνεύμα κινούνται και οι λόγοι Ιωάννη του Βαπτιστή, ο οποίος διαστέλλοντας το δικό του βάπτισμα στον Ιορδάνη «εν ύδατι εις μετάνοιαν» από το λυτρωτικό βάπτισμα του Κυρίου, τόνισε ότι «αυτός —ο Κύριος— υμάς βαπτίσει εν Πνεύματι αγίω». Την ίδια έννοια έχουν και οι χαρακτηρισμοί του βαπτίσματος ως «λουτρού παλιγγενεσίας και ανακαινίσεως Πνεύματος Αγίου», ως λουτρού με το οποίο ο άνθρωπος γίνεται πάλι όπως ήταν πριν από την πτώση του και ανακαινίζεται από την παλαιότητα της αμαρτίας στην οποία υποδουλώθηκε δια της παρακοής του Αδάμ ως φωτισμού ή φωτίσματος, με την έννοια ότι ο βαπτιζόμενος γεμίζει από το φως της χάριτος του Θεού, έτσι που να μπορεί να ζει ως «τέκνον φωτός». Στο πνεύμα αυτό οι κατηχούμενοι καλούνταν στην αρχαία Εκκλησία «φωτιζόμενοι», οι νεοβαπτισθέντες «νεοφώτιστοι» και το βάπτισμα «ένδυμα φωτεινόν».
Ποια έννοια έχει ο νηπιοβαπτισμός;
Τα νήπια βαπτίζονται για να καθαρθούν από το μολυσμό του προπατορικού αμαρτήματος και να είναι εύθετα στη βασιλεία των ουρανών. Διότι η παρουσία του προπατορικού αμαρτήματος στα νήπια, έστω κι αν αυτά δεν έχουν προσωπικές αμαρτίες, τα εμποδίζει να γίνουν μέτοχα της αιώνιας ζωής. Για ν’ αποφευχθεί δε το θλιβερό ενδεχόμενο να πεθάνουν αβάπτιστα, εισήχθη πολύ νωρίς στην αρχαία Εκκλησία ο νηπιοβαπτισμός. Στην άγ. Γραφή δεν υπάρχει βέβαια άμεση μαρτυρία περί του νηπιοβαπτισμού, υπάρχουν όμως έμμεσες μαρτυρίες και ενδείξεις σε όσα λέγονται περί βαπτίσματος ολόκληρων οίκων, στους οποίους είναι λογικό να υποτεθεί ότι υπήρχαν και μικρά παιδιά.
Υπάρχει βέβαια η αιτίαση κατά του νηπιοβαπτισμού, ότι στα νήπια ελλείπει η πίστη πού είναι ο απαραίτητος όρος λήψεως του βαπτίσματος, σύμφωνα με όσα είπε ο Κύριος: «Ό πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Αυτό είναι αλήθεια. Δεν υπάρχει δε καμία αμφιβολία ότι το τέλειο βάπτισμα είναι εκείνο στο οποίο ο άνθρωπος προσέρχεται με πίστη στο Σωτήρα και με συναίσθηση της σημασίας της μυστηριακής τελετής, δηλαδή το βάπτισμα των ενηλίκων. Εντούτοις η έλλειψη της πίστεως δεν παρακωλύει τη λυτρωτική ενέργεια της χάριτος στα τρυφερά νήπια, στα όποια δεν υπάρχει και το στοιχείο της προσωπικής αμαρτίας που αποτελεί το κύριο εμπόδιο επενέργειας της χάριτος του Θεού.
Το ρήμα βαπτίζω σημαίνει βυθίζω. Από αρχαιοτάτων δε χρόνων στην Εκκλησία το βάπτισμα ετελείτο δια τριπλής καταδύσεως σε ύδωρ. Την πράξη αυτή της Εκκλησίας μαρτυρούν τα σωζόμενα βαπτιστήρια, ειδικά κτίσματα κείμενα παραπλεύρως του ναού, στα οποία βαπτίζονταν οι κατηχούμενοι.
Τι είναι το χρίσμα; Είναι το ιερό μυστήριο κατά το οποίο, χρισμένων σταυροειδώς με άγιο μύρο των μελών του βαπτισθέντος, κατέρχεται η θεία χάρη η οποία σφραγίζει την αρξάμενη νέα πνευματική ζωή, τα χαρίσματα του βαπτίσματος σε βίο προσωπικό, θεοφιλή και ενάρετο. Το χρίσμα, αν και τελείται συνειμμένως με το βάπτισμα, δεν είναι μέρος του βαπτίσματος, αλλά μυστήριο αυτοτελές και ίδιο. Είναι δε μυστήριο μη επαναλαμβανόμενο.
Ή χρισματική χάρη είναι διαφορετική από τη βαπτισματική. Ενώ το ιερό βάπτισμα δημιουργεί τη νέα ύπαρξη και εισάγει τον άνθρωπο στη νέα εν Χριστώ ζωή, το χρίσμα σφραγίζει με τις δωρεές του αγίου Πνεύματος την ύπαρξη αυτή, βοηθώντας τον άνθρωπο να εισέλθει στο δόλιχο (οδό) των πνευματικών αγώνων και ν’ αξιοποιήσει υποκειμενικά το αγαθό του ιερού βαπτίσματος.
Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία το χρίσμα τελείται μετά το βάπτισμα. Δια των δωρεών του Αγίου Πνεύματος κατασφραγίζεται η νέα ύπαρξη η αναδυθείσα από την κολυμβήθρα του βαπτίσματος, ενώ ο νέος πνευματικός βίος διαπτύσσεται σε προσωπικό έργο στις ψυχές των βαπτισθέντων. Ή Ορθόδοξη Ομολογία παραινεί: «Παρευθύς μετά το βάπτισμα να χρίει ο ιερεύς το βαπτιζόμενον εις τα διορισμένα μέλη, επιλέγων τα λόγια "σφραγίς δωρεάς πνεύματος αγίου"».
Πέρα από αυτά η τέλεση του χρίσματος ευθύς μετά το βάπτισμα αποτελεί πράξη αρχαιότατη της Εκκλησίας. Τη μαρτυρία της εν Λαοδικεία Συνόδου: «Οί φωτιζόμενοι μετά το βάπτισμα χρίονται χρίσματι επουρανίω».
Περί του αναδόχου
Το μυστήριο του βαπτίσματος είναι ο μοναδικός τρόπος, με τον οποίον ο άνθρωπος, με την δύναμη της Χάριτος του Θεού, αφαρπάζεται από την κυριαρχία του πονηρού, αναγεννάται και εντάσσεται στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Το βάπτισμα είναι «φυτεία προς αθανασίαν» ( Μ. Αθανάσιος, PG.29,10) και «όχημα προς ουρανόν, βασιλείας πρόξενον, υιοθεσίας χάρισμα» (Μ. Βασίλειος, PG. 31,433). Ο ίδιος ο Κύριος βαπτίσθηκε και μίλησε για το βάπτισμα εις το όνομα της Αγ. Τριάδος. Αποστέλλοντας εις το κήρυγμα τους αγίους Αποστόλους, μετά την Ανάσταση, τους είπε: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…» (Ματθ. Κη΄ 19). «Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται» (Μαρκ. ιστ΄ 16). Ακολουθούντες την σαφή εντολή του Κυρίου έκτοτε οι Απόστολοι και κατ’ επέκτασιν η Εκκλησία βάπτιζαν κατόπιν ομολογίας της πίστεως. Έτσι ο Απόστολος Πέτρος, την ημέρα της Πεντηκοστής, μετά το κήρυγμα, συνέστησε εις το πλήθος των ακροατών του να μετανοήσουν και εν συνεχεία να βαπτισθούν.Πολύ ενωρίς – το αργότερο κατά το δεύτερον ήμισυ του β΄ αιώνος – ενεφανίσθη και ταχέως – οριστικώς κατά τον ε΄ αιώνα – επεκράτησε ο νηπιοβαπτισμός. Από την Κ. Διαθήκη πληροφορούμεθα ότι νήπια βαπτίζονταν υπό της Εκκλησίας ήδη από τον α΄ μ.Χ. αιώνα (Πρξ. στ΄ 13-15, 31-33, ιη΄ 8, ι΄1-2, 24, 44, 47, 48). Κατά τους πρώτους αιώνες οι περισσότεροι δέχονταν το βάπτισμα σε ώριμη ηλικία, ο δε ανάδοχος, μνημονευόμενος το πρώτον κατά την καμπή του β΄ προς γ΄ αιώνα, παρίστατο ως εγγυητής των ειλικρινών προθέσεων και της πίστεως του βαπτιζομένου. Σήμερα ορίζεται μεν υπό του έχοντος την επιμέλεια του παιδιού, είναι δε ο εγγυητής έναντι της Εκκλησίας, και αναπληρώνει την έλλειψη βουλήσεως του νηπίου, παράλληλα βεβαίως με τους γονείς, και ομολογεί την πίστη εξ ονόματός του. Ομολογεί βεβαίως την ορθόδοξη πίστη και αναλαμβάνει την υποχρέωση να διδάξει τον νεοφώτιστο, μαζί με τους γονείς, μόλις έλθει σε κατάλληλη ηλικία, το περιεχόμενο της πίστεως μας.Το πρόσωπο του αναδόχου είναι ιερό. Συνάπτει δεσμό πνευματικής συγγένειας με τον αναδεκτό (ή την αναδεκτή) και την οικογένειά του. Κατά τον Άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης ο ανάδοχος είναι «εγγυητής εις Χριστόν , ώστε τηρείν τα της πίστεως και χριστανικώς ζήν». (PG 155, 213). Ως εκ της φύσεως του λειτουργήματος του επιβάλλεται να τυγχάνει της εμπιστοσύνης και αποδοχής της Εκκλησίας, και να είναι ενεργό μέλος αυτής.Επομένως δεν επιτρέπεται να παρίστανται ως ανάδοχοι εις το μυστήριο του Βαπτίσματος: οι αλλόθρησκοι, οι ετερόδοξοι, οι σχισματικοί, και αφορισμένοι. Δεν γίνονται επίσης δεκτοί οι γονείς του βαπτοζομένου (ν. 26 Λέοντος του Δ΄ ), οι κληρικοί και οι μοναχοί(1), ενώ από της επικρατήσεως του νηπιοβαπτισμού είναι αδιάφορο το φύλο του αναδόχου. Αποκλείονται ωσαύτως οι δεδηλωμένοι άθεοι και άπιστοι, οι ανήλικοι και οι τελέσαντες πολιτικό γάμο, οι τελευταίοι ως επιδεικτικώς παραβιάζοντες τις εντολές και αποφάσεις της Εκκλησίας(2). 1. Αποφάσεις πατριαρχικής Συνόδου Κων/πόλεως έτ. 1796 Μ. Γεδεών: Καν. Διατάξεις τ. Α΄ σ. 295 επ. και έτ. 1806 αυτόθι τ. Β΄ σ. 106 επ. & 3 Πρβλ. Πέτρον Χαρτοφύλακα εν Συντάγματι τ. Ε΄ σ. 370.2. Βλ. Εγκύκλιο Ι. Συνόδου υπ’ αριθμ. 2309/21-1-1982.Εκ της Συνοδικής Επιτροπής Δογματικών και Νομοκανονικών ζητημάτων
22/8/09
Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. 24/8/2009
Βυθίζοντας τή σκέψη καί τό στοχασμό μέσα στόν πλοῦτο τῆς Παράδοσής μας, ἀνακαλύπτουμε ὅλο καί πλουσιώτερα κοιτάσματα ἑνός ἀδαπάνητου καί ἀνεξάντλητου θησαυροῦ τοῦ ὁποίου εἴμαστε οἱ θεματοφύλακες. Κι αὐτό ἔχει ἰδιαίτερη σημασία στούς καιρούς μας, ὅπου ἡ σύγχυση τῶν ἰδεῶν καί ἡ κραιπάλη τῆς δημαγωγίας ἐπιδιώκουν νά ἀποπροσανατολίσουν ὄχι μόνο τό λαό μας ἀπό τούς σωστούς στόχους του, ἀλλά καί τούς ἴδιους τούς πνευματικούς του ἡγέτες ἀπό τή διακονία τῆς ἀλήθειας. Ἔτσι εἶναι διπλά ὠφέλιμη ἡ σπουδή τῆς σημερινῆς ἡμέρας. Ἀνανεώνοντας μέσα στίς ψυχές τῶν πνευματικῶν ἡγετῶν τοῦ λαοῦ μας τίς πηγές τῆς γνησιότητας καί τίς διαστάσεις τῆς εὐρύτητας τῆς ἀποστολῆς των, προσφέρει ταυτόχρονα στόν ἴδιο τό λαό μας τίς προϋποθέσεις γιά τή σωστή ὁριοθέτηση τῆς πορείας του.
Σ' αὐτή τήν πορεία μας δέν ὑπάρχουν μόνο κοινοί στόχοι. Ὑπάρχουν καί κοινοί ἐνσαρκωτές αὐτῶν τῶν στόχων. Εἶναι οἱ θεόσταλτοι ἐκεῖνοι πατέρες μας, πού εἴτε ἡ ἰδιότητά των εἴτε ἡ προσφορά των ἔφερε τόσο κοντά τά δυό μεγέθη πού ἐκπροσωποῦμε, τή Θρησκεία δηλ. καί τήν Παιδεία, πού στάθηκε ἀπό τότε καθοριστική τῆς σχέσης τους μέσα στόν ἑλληνικό μας χῶρο. Εἶναι πρωτίστως οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, πού ὑπῆρξαν μεταξύ τῶν πρώτων πού ἀξιοποίησαν δυναμικά καί ἐκλεκτικά τήν ἱστορική συνάντηση Ἑλληνισμοῦ-Χριστιανισμοῦ καί ἔθεσαν τίς βάσεις τῆς Ἑλληνο-Χριστιανικῆς μας Παιδείας. Εἶναι ἐπίσης καί ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (1714-1779), Διδάχος τοῦ Γένους, ὁραματιστής τῆς Λευτεριᾶς, ἐπαναστάτης ἅγιος τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀληθινός Ἐθναπόστολος στά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, θερμός πρόμαχος καί ὑποστηρικτής τῆς Παιδείας, ἀνυποχώρητος ἀγωνιστής τῆς Ἀλήθειας, μάρτυρας τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος. Αὐτός ὁ πραγματικά " ἄνθρωπος ἀπό γρανίτη, παιδί τῆς θύελλας καί τῆς ἀστραπῆς " ἔχει σήμερα νά μᾶς πῆ ἀρκετά τά σημαντικά καί ἐνδιαφέροντα γιά τίς ἰδεολογικές κατευθύνσεις τῆς Παιδείας. Καί θά μᾶς τά πῆ μέ ὅλο τό δικαίωμα πού τοῦ δίνει ἡ ἐκπληκτική του παρουσία στόν ἑλλαδικό χῶρο, οἱ τέσσερις περιοδεῖες του σ' ὅλη τήν ὑπόδουλη Ἑλλάδα, τά 250 περίπου σχολεῖα πού ἵδρυσε, οἱ ἐξαίσιες διδαχές πού ἐκήρυξε, ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου πού ἔζησε, ὁ μαρτυρικός θάνατος πού δέχθηκε, " πιστός ἄχρι θανάτου " σέ ἕνα ἔργο ἀληθινά ἀποστολικό καί ἐθνικό. Καί ἕνα τέτοιο δικαίωμα, πού ἀντλεῖται ἀπό μιά κρυστάλλινη ζωή καί μιά πρωτόφαντη προσφορά στά ἑλληνικά Γράμματα, ἐξαγιασμένη μάλιστα μέ τό λουτρό τοῦ αἵματος, εἶναι ἀπό κάθε πλευρά καταξιωμένο καί ἀπό κάθε ἄποψη σεβαστό.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός δέν ἔκανε τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά ἀκολουθήσει τούς λόγους καί τίς παραινέσεις τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στήν ὑποχρέωση προσφορᾶς Παιδείας στό λαό, ἰδιαίτερα στή νέα γενιά. Γι' αὐτό καί χαρακτηρίσθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία Παιδαγωγοί καί Προστάτες τῶν Γραμμάτων. Ὁ Μέγας Βασίλειος μάλιστα πρότεινε καί σύστημα ἐκπαίδευσης χωρίζοντάς την σέ τέσσερις βαθμίδες : τό " σχολεῖο τῆς μητέρας ", γιά τήν προσχολική ἡλικία τῶν 1-7 ἐτῶν ἐξηγώντας τόν σημαντικό ρόλο πού παίζει ἡ μητέρα μέ αὐτά πού διδάσκει διά τοῦ λόγου καί κυρίως τοῦ παραδείγματός της στά προσχολικά χρόνια, τό σχολεῖο τῆς πρωτοβάθμιας, θά λέγαμε, ἐκπαίδευσης ( παλαίστρα ἤ παιδαγωγεῖο ) γιά τίς ἡλικίες 7-14 ἐτῶν, τό σχολεῖο τῆς δευτεροβάθμιας, ἐγκύκλιας ἐκπαίδευσης (θύραθεν) πάνω ἀπό τά 14 καί τό πανεπιστήμιο μέ μαθήματα τῆς τρικτύος (γραμματική, ρητορική καί διαλεκτική ) ἤ / καί τετρακτύος ( ἀριθμητική, γεωμετρία, μουσική καί ἀστρονομία ). Αὐτά χωρίς νά παραλείπει νά συστήσει ὅτι σέ ὅλες τίς βαθμίδες πρέπει νά διδάσκονται τά ἱερά γράμματα καί νά καλλιεργεῖται τό ἦθος καί ἡ συνείδηση τῶν μαθητῶν ἀπό ἄξιους καί ἠθικούς δασκάλους.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τονίζει ὅτι ἡ διδασκαλία ἔχει μεγάλη θεραπευτική δύναμη, ἀφοῦ μπορεῖ νά ἀπαλλάξει ἐκείνους πού τήν δέχονται ἀπό τήν ἄγνοια, ἀπό ἀδυναμίες τοῦ χαρακτῆρος καί ἀπό ἐλαττώματα. Τέλος ὁ Ἅγιος Γρηγόριος πέραν τοῦ ὅτι συνετέλεσε στό νά διατυπωθεῖ ἡ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα καί τίς μάχες πού ἔδωσε κατά τῶν αἱρετικῶν, κυρίως τῶν Ἀπολλιναριστῶν καί ἐπίσης πέραν τοῦ ὅτι προτιμοῦσε τόν ἡσυχασμό καί τήν ἄσκηση ἦταν καί ἄριστος καθηγητής Πανεπιστημίου θά λέγαμε. Στήν Ἀθήνα πού σπούδασε μαζί μέ τόν Βασίλειο ἦταν τόσο ἀξιόλογη ἡ ἀπόδοσή του, ὥστε οἱ φοιτητικοί σύλλογοι κατά τήν δικαιοδοσία πού εἶχαν τότε - κάτι πού τείνει νά γίνει καί τώρα . . . - τοῦ πρότειναν νά γίνει καθηγητής τους, κάτι πού μετά τίς παρακλήσεις τους ἐδέχθη ὁ Γρηγόριος μέ ἀποτέλεσμα νά μείνει στό κλεινόν ἄστυ δύο χρόνια μετά τήν λήξη τῶν σπουδῶν του καί τήν ἀναχώρηση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ἀλλά καί ὡς Ἐπίσκοπος δέν ἔπαυσε νά διδάσκει, κάτι πού ἔκανε καί ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.
Τό ἱστορικό πλαίσιο τῆς ζωῆς του μᾶς εἶναι γνωστό. Ὁ 18ος αἰώνας τοῦ σκλαβωμένου Γένους εἶναι φορτωμένος κι αὐτός τά πικρά δεινά τῆς δουλείας. Τό σκοτάδι τῆς ἀμάθειας καί ἀπαιδευσίας, ἡ βαρβαρότητα, οἱ ἐξισλαμισμοί, οἱ στερήσεις, οἱ ἀδικαίωτες ἐλπίδες εἶναι μερικές ἀπό τίς φρικτές ἐμπειρίες τοῦ δύσμοιρου λαοῦ μας. Στή Θεσσαλία, γύρω στά 1750, τό περισσότερο μέρος, κατά τόν Κούμα, " ἦτο βυθισμένον εἰς ἀπόλυτον ἀγραμματείαν ". Μόνο στό Πήλιο ὑπάρχουν μερικά σχολεῖα · καθώς καί στά Γιάννενα, τήν Κωνσταντινούπολη, τή Μοσχόπολη, τό Ἀργυρόκαστρο καί τήν Κοζάνη. Ἡ ἔλλειψι ὠργανωμένης παιδείας ἔχει ὁδηγήσει σέ κατάπτωση καί τοῦ ἠθικοῦ ἐπιπέδου.
Γράφοντας γιά τήν κατάσταση πού ἐπικρατεῖ στήν περιοχή τῆς Κορίνθου ὁ Spon παρατηρεῖ : " Κάθε μέρα βλέπει κανείς ἐξισλαμισμούς καί οἱ κάτοικοι μιᾶς πόλεως ἤ ἄν θέλετε τοῦ χωριοῦ εἶναι σήμερα οἱ μισοί Ὀθωμανοί ". Τό δυστύχημα εἶναι πώς οἱ ἐξισλαμισμοί ἦταν πολλές φορές θεληματικοί μέ ἀντάλλαγμα τήν ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἐξοντωτική φορολογία. Ὁ Κοσμᾶς βάλθηκε νά ἀντιδράσει. Καί ἡ ἀντίδρασή του στόχευε τή μελλοντική ἀποκατάσταση τοῦ Ἔθνους, τό " ποθούμενο ", ὅπως ὠνόμαζε συνθηματικά τήν ἐθνική παλιγγενεσία. Καί γιά τήν ἐπιτυχία αὐτοῦ τοῦ στόχου δυό μέσα ἐπεστράτευσε : τή χριστιανική διδαχή καί τήν παιδεία.
Ὁ δάσκαλός του στήν Ἀθωνιάδα Εὐγένιος Βούλγαρις εἶχε πρῶτος συλλάβει τήν ἰδέα τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς πατρίδας μέ τήν ἀναγέννηση τῶν γραμμάτων. Ἀλλ' ὁ Κοσμᾶς υἱοθετώντας τήν ἰδέα τῆς ἔδωσε πλατύ περιεχόμενο, ἐνσάρκωσε σέ ὅλο τό μεγαλεῖο της τήν εἰκόνα τοῦ ἐθναποστόλου, στράφηκε στό λαό μέ ἁπλότητα πού καταπλήσσει, μίλησε στίς καρδιές, ξεσήκωσε τό φρόνημα καί ἀνέλαβε τόν ἀγώνα συμφωνώντας μέ ἄλλους συμμαθητές του - ὅπως γράφει ὁ Περραιβός - " ὁμοθυμαδόν καί ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας Τριάδος νά βοηθήσῃ τό Ἔθνος διά τῆς μαθήσεως τῶν γραμμάτων " .
Καί πρῶτα - πρῶτα ἐμπνεύσθηκε καί ἐπέβαλε ὅσο μποροῦσε τή γενική καί τή δωρεάν παιδεία. Πολλοί πιστεύουν πώς πρώτη ἡ γαλλική ἐπανάσταση ἄνοιξε τό δρόμο γιά τά δύο αὐτά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς λαϊκῆς παιδείας καί τά ἐμφανίζουν σάν κατακτήσεις τοῦ Διαφωτισμοῦ. Λάθος, γιά μᾶς τούς Ἕλληνες μάλιστα ἀσυγχώρητο. Πολλά χρόνια πρίν ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ἐμπνεόμενος ἀπό τό εὐρύ καί λαϊκό πνεῦμα τῆς ὀρθοδοξίας χωρίς ὅπλα καί αἵματα καί μίση, μέ μόνο τόν πειστικό λόγο του ἐπέτυχε αὐτό τόν ἄθλο κάτω ἀπό τήν τουρκική σκλαβιά. Στόν Ἐγκωμιαστικό Λόγο πού ἀναφέρεται στόν Ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό καί χειρόγραφό του βρέθηκε στήν Ἁγιορείτικη Μονή Φιλοθέου γράφεται καί ὁ τρόπος πού ἐνεργοῦσε ὁ Ἅγιος γιά νά ὑπάρξει ἡ δωρεάν Παιδεία : " Καταστήσας σχολεῖα πανταχοῦ καί ἐκατέπεισε τούς ἔχοντας τρόπον κάι ἠγόραζαν βιβλία πατερικά καί ἄλλα χρήσιμα καί ἐμοίραζε δωρεάν εἰς τούς χριστιανούς, τελῶν θαυμάσια διάφορα κατά τόπους περιερχόμενος. Αὐτός ἦταν ὁ λόγος πού τόν εὐλαβοῦντο καί αὐτοί οἱ ἀσεβεῖς ... "
" Ἀνοίξατε σχολεῖα - δίδασκε -. Νά σπουδάζετε καί σεῖς, ἀδελφοί μου, νά μανθάνετε γράμματα ὅσον μπορεῖτε. Καί ἄν δέν ἐμάθατε, οἱ πατέρες, νά σπουδάζετε τά παιδιά σας νά μανθάνουν τά ἑλληνικά, διότι καί ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι εἰς τήν ἑλληνική. Καί ἄν δέν σπουδάσεις τά ἑλληνικά, ἀδελφέ μου, δέν μπορεῖς νά καταλάβεις ἐκεῖνα πού ὁμολογεῖ ἡ Ἐκκλησία μας. Καλύτερον, ἀδελφέ μου, νά ἔχεις ἑλληνικόν σχολεῖον εἰς τήν χώραν σου, παρά νά ἔχεις βρύσες καί ποτάμια, καί ὡσάν μάθει τό παιδί σου γράμματα, τότε λέγεται ἄνθρωπος. Τό σχολεῖον ἀνοίγει τάς ἐκκλησίας . . . ". Οἱ λόγοι του πέφτουν σάν " δρόσος Ἀερμών ἐπί τά ὄρη Σιών " καί ἀναγαλλιάζουν οἱ κυρτωμένες ψυχές. Οἱ ἀποδέκτες τῶν λόγων του εἶναι βασικά δύο. Πρῶτα οἱ γονεῖς πού ἔχουν παιδιά. Αὐτοί πρέπει νά πεισθοῦν πώς ἔχουν ὑποχρέωση νά στείλουν τά παιδιά τους νά μάθουν ἑλληνικά γράμματα. Πρέπει νά καταλάβουν πώς ἡ παιδεία δέν μπορεῖ νά εἶναι προνόμιο τῶν ὀλίγων, δέν ἔχει ἀριστοκρατική καταγωγή, εἶναι γιά ὅλους, πλούσιους καί πτωχούς. Τό τονίζει αὐτό κατ' ἐπανάληψιν ὁ Πατροκοσμᾶς. " Σεῖς οἱ γονεῖς νά στέλνετε τά παιδιά σας εἰς τά σχολεῖα καί νά τά παιδεύετε μέ χριστιανικά ἤθη. Καλύτερα νά τά ἀφήσετε πτωχά καί γραμματισμένα, παρά πλούσια καί ἀγράμματα . . . ". Θέλει τή μόρφωση γιά ὅλο τόν κόσμο, γιά ὅλο τό λαό, χωρίς διακρίσεις, καί τίς θύρες τῶν σχολείων ἀνοικτές. Ποίων ὅμως σχολείων ;
Γιά τή σύστασή των σέ κάθε μέρος πού ἐπισκέπτεται ἀπευθύνεται στούς Ἱερεῖς. Τούς προτρέπει καί τούς παρακινεῖ νά ἐνδιαφερθοῦν νά ἱδρύσουν σχολεῖο. Καί ὅσους γνωρίζουν γράμματα τούς πείθει νά ἀναλάβουν νά διδάξουν στό σχολεῖο αὐτό καί νά μήν κρατήσουν τίς γνώσεις γιά τόν ἑαυτό τους. Ἀκοῦστε μερικές χαρακτηριστικές διδαχές : " Διατί, ἅγιοι Ἱερεῖς καί τίμιοι προεστῶτες, δέν ἑρμηνεύετε τά εὐλογημένα μας ἀδέλφια νά στερεώνωσι καί νά βάνωσιν εἰς κάθε χωρίον σχολεῖον, νά μανθάνουν τά παιδιά γράμματα, νά γνωρίζουν τό καλόν καί τό κακόν . . . ; ".
Τό ἐρώτημα εἶναι καυστικό, ἀνάβει φωτιές, συνταράσσει τίς συνειδήσεις. Οἱ δύο πρῶτοι αἰῶνες τῆς δουλείας ἦταν πιό δύσκολοι γιά τούς ραγιάδες. Ὁ Τοῦρκος δέν ἄφηνε ἐλεύθερη τήν παιδεία, εἶχε σέ ἐφαρμογή τό παιδομάζωμα σέ βάση γενοκτονίας, ἐξουθένωνε οἰκονομικά τόν Ἕλληνα. Τότε ἐμφανίσθηκαν τά κρυφά σχολειά, τότε ἡ παιδεία στεγάσθηκε στούς νάρθηκες τῶν μοναστηριῶν. Τώρα ὅμως στόν 18ον αἰῶνα ὁ Τοῦρκος ἔχει χαλαρώσει τήν καταπίεση. Καί ὁ Πατροκοσμᾶς ἐπωφελεῖται γιά νά συστήσει σχολεῖα. Μέ καταπληκτική ἁπλότητα καί πρακτικό νοῦ ἀπευθύνεται στούς μεγάλους κάθε χωριοῦ. Καί τό ἴδιο ἐρώτημα πέφτει βαρύγδουπο καί ἐλεγκτικό : " Ἔχετε σχολεῖον ἐδῶ εἰς τήν χώραν σας νά διαβάζουν τά παιδιά ; - Δέν ἔχομεν, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. - Νά μαζευθῆτε ὅλοι νά κάμετε ἕνα σχολεῖον καλόν, νά βάλετε καί ἐπιτρόπους νά τό κυβερνοῦν, νά βάνουν διδάσκαλον νά μανθάνουν ὅλα τά παιδιά γράμματα, πλούσια καί πτωχά ".
Οἱ πρῶτοι δάσκαλοι θά ἐπιστρατευθοῦν ἀπό τούς Ἱερεῖς καί τούς γραμματισμένους. Αὐτοί ὅλοι ἔχουν καθῆκον νά μεταδώσουν τή γνώση πού πῆραν. " Χρέος ἔχουν ἐκεῖνοι πού σπουδάζουν νά μή θέλουν μετά νά τρέχουν στίς αὐλές τῶν μεγάλων καί σέ ἀρχοντικά γιά νά ἀποκτήσουν πλοῦτο καί ἀξιώματα, ἀλλά νά διδάσκουν τόν λαό πού βρίσκεται μέσα στήν ἀπαιδευσία καί στήν βαρβαρότητα, γιά νά ἀποκτήσουν ἔτσι μισθόν οὐράνιον καί δόξαν ἀμάραντον ".
Σκοπός τῆς Παιδείας γιά τόν Πατροκοσμᾶ εἶναι ἡ διάπλαση τῶν χαρακτήρων. Ἀνθρωποπλαστικό θέλει τό ἔργο τῶν δασκάλων. Γι' αὐτό καί πιστεύει πώς χωρίς παιδεία ὁ ἄνθρωπος ἐξαγριώνεται. " Δέν βλέπετε ὅτι ἀγρίεψε το Γένος μας ἀπό τήν ἀμάθειαν καί ἐγίναμεν ὡσάν θηρία ; ". Θά παύσουν οἱ ἄνθρωποι νά εἶναι θηρία καί θά γίνουν σωστοί ἄνθρωποι, ὅταν τό φῶς τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων καταυγάσει τίς καρδιές των. Γι' αὐτό καί μεράκι του γίνεται ἡ γλώσσα ἡ ἑλληνική. Δέν ἀνέχεται ἡ πατριωτική καί χριστιανική του καρδιά νά μιλοῦν οἱ Ἕλληνες ἄλλες γλῶσσες ἐκτός ἀπό τήν ἑλληνική. Σάν κεραυνός πέφτουν τά λόγια του σ' ἐκείνους πού λησμόνησαν τή γλώσσα τῶν πατέρων τους. " Ὅποιος Χριστιανός, ἄντρας ἤ γυναίκα, ὑπόσχεται μέσα στό σπίτι του νά μήν κουβεντιάζη ἀρβανίτικα, ἄς σηκωθῆ ἀπάνου νά μοῦ τό πῆ, κι ἐγώ νά πάρω ὅλα του τά ἁμαρτήματα εἰς τόν λαιμόν μου ἀπό τήν ἐποχή πού ἐγεννήθη ἕως τώρα καί νά βάλω ὅλους τούς Χριστιανούς νά τόν συγχωρέσουνε καί νά λάβη μίαν συγχώρεσιν ὅσην ἄν ἔδινε χιλιάδες πουγγιά δέν τήν ἐματάβρισκε ". Ἐθνική γλώσσα θεωροῦσε τήν κοινή, τοῦ λαοῦ. Ἡ λογία παράδοση εἶχε χρεωκοπήσει μέσα του. Δέν ἀσπαζόταν τίς γνῶμες τῶν δασκάλων του γιά τή γλώσσα πού δέν καταλάβαινε ὁ λαός καί τή θεωροῦσε ξένη. Μέ ὅπλο τή γλώσσα ὁ Κοσμᾶς ξεκινάει μιά μεγάλη ἐκστρατεία νά δημιουργήσει πυρῆνες ἀνθρωπισμοῦ μέσα στή βαρβαρότητα. Ὁ νοῦς του ἔχει συλλάβει τίς πελώριες ἀνθρωπιστικές δυνατότητες τῆς παιδείας. Δίνει ὅμως ἕνα ξεχωριστό νόημα στόν ὅρο " ἀνθρωπισμός ". Δέν ἔχει ὁ Κοσμᾶς καμμιά σχέσι μέ τόν οὑμανιστικό ἀνθρωπισμό τῶν χρόνων τῆς ἀναγεννήσεως, καλά - καλά δέν ξέρει τόν κλασσικό ἀνθρωπισμό τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Γι' αὐτόν τά ἑλληνικά γράμματα ἔχουν ἀνθρωπιστικό περιεχόμενο, γιατί εἶναι συνυφασμένα μέ τήν Ἐκκλησία, μέ τή θρησκεία. Στίς Διδαχές του εἶναι διάσπαρτες οἱ ἀντιλήψεις του γιά τό ρόλο τῆς παιδείας στή διάπλαση χαρακτήρων. Δέν τή θέλει τήν παιδεία τυπική μετάδοση ἄχρηστων γνώσεων. Γι' αὐτόν ἔχει ζωή ἡ παιδεία, ὅταν μπορεῖ νά μιλάει στήν καρδιά, νά καλλιεργεῖ τό πνεῦμα καί τήν ψυχή, νά προετοιμάζει ὡλοκληρωμένους ἀνθρώπους. Ἀνάμεσα στήν παιδεία καί στήν ἀρετή ὑπάρχουν στενοί δεσμοί. Δέν μπορεῖ νά ἐννοήσει παιδεία πού νά μήν εἶναι τῆς ἀρετῆς ὑπηρέτρια " Τήν ἀγάπην ἐπειδή δέν ἠξεύρετε - λέγει -, πρέπει, παιδιά μου, νά στερεώνετε σχολεῖα, διατί πάντα εἰς τά σχολεῖα γυμνάζονται οἱ ἄνθρωποι καί ἠξεύρουν καί μανθάνουν τό τί ἐστι Θεός, τό τί εἶναι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, τί εἶναι οἱ καταραμένοι δαίμονες καί τό τί εἶναι ἀρετή τῶν δικαίων. Τό σχολεῖον φωτίζει τούς ἀνθρώπους.
Ἡ παρομοίωση τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας μέ τό φῶς στά λόγια τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ εἶναι ἀντανάκλαση τῆς σφοδρῆς ἐπιθυμίας πού εἶχε νά φέρει τό Ἔθνος σέ μιά ἀληθινή γνώση. " Διαβάζοντας τά ἑλληνικά -θά πεῖ -τά ηὗρα ὁπού λαμπρύνουν ἤ φωτίζουν τόν νοῦν τοῦ μαθητοῦ ἀνθρώπου, καθώς φωτίζει ὁ ἥλιος τήν γῆν ὅταν εἶναι ξαστεριά καί βλέπουν τά μάτια μακρυά, ἔτσι βλέπει καί ὁ νοῦς τά μέλλοντα ". Μέ προφητική ἐνόραση ἔχει συλλάβει αὐτά πού ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια θά γίνονταν κτῆμα τῶν πολιτισμένων ἀνθρώπων. Οἱ ἀληθινά ἐπαναστατικές του ἀντιλήψεις γιά τήν ἀξία τῆς γυναίκας, γιά τήν ἀπαξία τῆς προίκας, γιά τό θέμα τοῦ πλούτου, γιά τήν παιδεία μᾶς ἀποκαλύπτουν ἕνα σωστό ἀπόστολο, ἕναν ἁγνό ἰδεολόγο καί ἕναν τίμιο Χριστιανό. Δέν περίμενε ὁ Κοσμᾶς πώς ἡ παιδεία πού θά στηριζόταν ἀποκλειστικά στίς ἀρχές τοῦ γαλλικοῦ ἐγκυκλοπαιδισμοῦ θά ἔφερνε τήν ἄνοιξη πού προσδοκοῦσε. Γι' αὐτόν τά σχολεῖα δέν ἦταν ἀγωγοί γνώσεων μόνο, ἦταν κάτι οὐσιαστικώτερο καί βαθύτερο. Ἦταν φυτώρια καλοῦ ἤθους, χριστιανικῆς ζωῆς καί ἀρετῆς, θερμοκήπια καλωσύνης.
Μόρφωση πού δέν δημιουργεῖ ἐνάρετους ἀνθρώπους, δέν τοῦ ἦταν ἀνεκτή. Καί δάσκαλος πού περιοριζόταν στή μετάδοση ξηρῶν γνώσεων, δέ τοῦ ἦτο ἀρεστός.
Σ' αὐτό τό σημεῖο ἰδιαίτερα στάθηκε ὁ ἅγιος. Ἡ ἰδεογική κατεύθυνση τῆς ἑλληνικῆς Παιδείας εἶναι γι' αὐτόν Χριστοκεντρική. Δέν τοῦ εἶναι δύσκολο νά διακηρύξει πως ὁ Θεός μέσα στό σχολεῖο ἔχει κεντρική θέση. Τόν ἀκούσουμε ἤδη νά τονίζει τό γεγονός ὅτι μέ τά ἑλληνικά γράμματα οἱ ἄνθρωποι γίνονται ἱκανοί νά καταλαβαίνουν τά γράμματα τῆς Ἐκκλησίας. " Σύ πού κάμνεις τά παιδιά, νά τά παιδεύης καί νά τά μανθάνης γράμματα καί ἐξόχως ἑλληνικά, διότι ἡ ἐκκλησία μας εἶναι εἰς τήν ἑλληνικήν γλῶσσαν ". Καί ἀλλοῦ πάλιν: " Νά μαζευθῆτε ὅλοι νά κάμετε ἕνα σχολεῖον καλόν, νά βάλετε καί Ἐπιτρόπους νά τό κυβερνοῦν, νά βάνουν διδάσκαλον, νά μαθαίνουν ὅλα τά παιδιά γράμματα, πλούσια καί πτωχά. Διότι ἀπό τό σχολεῖον μανθάνουν τί εἶναι Θεός, τί εἶναι ψυχή, σῶμα... ". Καί πάλιν: " Καί σεῖς, γονεῖς, νά στέλνετε τά παιδιά σας εἰς τό σχολεῖον καί νά τά παιδεύετε μέ χριστιανικά ἤθη... ". Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα στό σχολεῖο φρονηματίζει τά παιδιά καί διανοίγει τούς ὁρίζοντες τῆς ἀρετῆς γι' αὐτά. Ὁ ἑλληνισμός του ἦταν καθαρά χριστιανικός, ἔβλεπε πώς τό Γένος θά ἐσώζετο μόνο " διά τῆς μετά τοῦ Χριστιανισμοῦ συμμαχίας ". " Ὁ νεοελληνικός κόσμος - παρατηρεῖ ὁ Φ. Μιχαλόπουλος - ἦταν κόσμος νέος, πού μονάχα μέ τή δύναμη τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καί τῆς λαϊκῆς ἐκπαιδεύσεως μποροῦσε νά ἀναγεννηθῆ καί νά τραβήξη πρός τά ἐμπρός. Δέν ἦταν ὁ καλογερισμός πού βίαζε τόν Κοσμᾶ νά σχηματίση μιά τέτοια γνώμη, ἀλλ' αὐτή ἡ πραγματικότητα, αὐτή ἡ βαθειά καί μακροχρόνια πεῖρα του " [3] . Ἡ ἄθρησκη ἤ καί ἀντιχριστιανική παιδεία, αὐτήν πού ὡρισμένοι θά ἤθελαν νά ἐπιβάλουν σήμερα στό Ἔθνος, ἔβρισκε τόν Ἅγιο Κοσμᾶ ἀνένδοτα ἀντίθετο. Εἶχεν ἄλλωστε διακηρύξει ἐπιγραμματικά σέ μιά προφητεία του: " Τό κακό θά σᾶς ἔρθη ἀπό τούς διαβασμένους ", ὑπονοώντας τό νεωτεριστικό πνεῦμα τῆς Ἑσπερίας, πού ἐπρόκειτο μετά τήν ἀπελευθέρωση νά μεταφέρουν στόν ἑλληνικό χῶρο οἱ σπουδασμένοι σ' αὐτήν, ἕνα πνεῦμα ἀντιθρησκευτικό καί ἀντορθόδοξο, πού ἤθελε τάχα τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τίς θρησκευτικές προλήψεις καί πού μιλώντας στό ὄνομα τῆς Δημοκρατίας, ἀπαρνιόταν τά χριστιανικά δόγματα σάν δῆθεν καταπιεστικά τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Κατά σύμπτωση τήν ἴδια, σχεδόν αὐτολεξεί, φράση θά ἐπανελάμβανε κι ἕνας ἄλλος, παρεξηγημένος αὐτός, Διδάχος, ὁ Παπουλάκος, ζώντας ἤδη τό κλίμα τοῦ ἀθέου Διαφωτισμοῦ μέσα στήν μόλις ἀπελευθερωμένη Ἑλλαδίτσα. Καί αὐτός θά διεκήρυσσε τότε μέ ἔμφαση: " Τά ἄθεα γράμματα θά καταστρέψουν τόν κόσμο ". Καί οἱ δύο εἶχαν μέ ἐνάργεια συλλάβει τό νόημα τῆς ἄθρησκης παιδείας, ὄχι γιατί ἦσαν ἐναντίον τῆς μορφώσεως, ἀλλά γιατί ἀντιλαμβάνονταν τόν κίνδυνο πού παραμόνευε γιά τά μικρά παιδιά, καθώς θά ἄκουαν ἀπό τό στόμα τῶν Δασκάλων τους λόγια ἀπιστίας καί ἀθεΐας. " Πόσο φωτεινά ἔβλεπες, μεγάλε Κοσμᾶ. Ποιός ξέρει ποιό πολιτισμό δέν θἄχαμε, ἄν τό Ἔθνος ἀκολουθοῦσε τό δρόμο πού χάραξες; Ποιός ξέρει ποιές ἀνεπανόρθωτες πολιτικές καταστροφές θἄχαμε ἀποφύγει, ἄν συνεχιζόταν τό ἔργο σου στήν Ἀλβανία, τή Βόρεια Μακεδονία καί τήν ἀνατολική Ρωμυλία, τήν ἑλληνικώτατη αὐτή χώρα, πού χάσαμε ἀπό τά χέρια μας. Ποιός ξέρει τά γεωγραφικά ὅρια τῆς ἐθνότητας πού θἄφταναν σήμερα, ἄν βαδίζαμε πάνω στίς ὑποδείξεις σου, ἄν θέλαμε νάμ ιμηθοῦμε τό ἐμπνευσμένο σου παράδειγμα" .
Κύριοι Ἐκπαιδευτικοί Λειτουργοί,
Τό ὅραμα τοῦ Πατροκοσμᾶ γιά μιά Παιδεία γενική γιά ὅλους, ἀνθρωποπλαστική καί Χριστοκεντρική, ἕνα ὅραμα ζωῆς, ποτισμένο μέ ἄφθονο ἱδρῶτα καί μέ ἀχνιστό αἷμα, στίς ἡμέρες μας θαρρῶ πώς ἀρχίζει νά ξεθωριάζει σέ ὡρισμένα τουλάχιστον σημεῖα του. Ἡ παιδεία μας εἶναι βέβαια σήμερα ἀγαθό πού μποροῦν ὅλοι νά τό ἀπολαμβάνουν, καί τή θέλουμε ἀνθρωποπλαστική καί Χριστοκεντρική. Ὡστόσο σποραδικά κρούσματα ἔχουν ἐμφανισθῆ ἐξοστρακισμοῦ τῆς χριστιανικῆς πίστεως ἀπό τίς καρδιές τῶν παιδιῶν ἀπό μέρους ἐλαχίστων, ὁπωσδήποτε, συναδέλφων σας, πού, καταχρώμενοι τῆς ἐμπιστοσύνης μέ τήν ὁποία τούς περιβάλλει ἡ Πολιτεία, πού ἀποδέχεται αὐτό τόν ἰδεολογικό προσανατολισμό τῆς παιδείας, κηρύσσουν πότε συγκεκαλυμμένα καί πότε ἀπροκάλυπτα ἀπό τῆς ἕδρας ὑλιστικές καί ἀντιχριστιανικές ἀπόψεις, πού κλονίζουν τήν πίστη καί πολεμοῦν τή Θρησκεία. Ἄλλοτε πάλι χλευάζουν τίς χριστιανικές ἀλήθειες ἤ ἐκμεταλλεύονται περιστασιακές ἀδυναμίες τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά διοχετεύσουν κατάλληλα στίς παιδικές ψυχές τήν ἀμφιβολία καί τήν ἀμφισβήτηση. Δέν ὁμιλῶ γιά τήν ἀμφιβολία τοῦ προβληματισμοῦ, πού κάθε νέος αἰσθάνεται ἐμπρός στά θεῖα μυστήρια. Ὁμιλῶ γιά τήν προκατασκευασμένη καί μεθοδευμένη χλεύη καί γιά τή συστηματική πολεμική σέ βάρος 'Εκκλησίας καί Θρησκείας μέσα σ' ἕνα Κράτος, τοῦ ὁποίου τό μέν Σύνταγμα ἀναγνωρίζει αὐτή τή Θρησκεία σάν ἀξιοσέβαστη, οἱ δέ νόμοι προβλέπουν τή διδασκαλία τῶν δογμάτων της στά σχολεῖα.
'Ανεξάρτητα ὅμως ἀπ' αὐτά σημασία ἔχει ἕνα γεγονός. Ὅτι δηλ. ἡ ἑλληνική μας παιδεία ἐπί σειρά αἰώνων ἔζησε καί πορεύθηκε μέ τά παραπάνω χαρακτηριστικά της γνωρίσματα. Ἔζησε καί πορεύθηκε μέ τήν ἀνθρωποποιό δύναμη τοῦ Χριστιανισμοῦ καί βοήθησε στή θρησκευτική καί ἠθική ἀνύψωση τοῦ Γένους. Καί αὐτή ἡ Παιδεία βασικά μαζί μέ τήν Ὀρθοδοξία στίς μέρες μας καλοῦνται νά παίξουν τόν ἐπιτυχημένο ρόλο τους πάνω στίς καρδιές, γιά νά θωρακίσουν τούς Νεοέλληνες, νά τούς ἐξοπλίσουν πνευματικά καί νά τούς χαρίσουν τήν αἴσθηση τῆς ταυτότητος καί τῆς αὐτοσυνειδησίας. Ἐσεῖς κι ἐμεῖς καλούμεθα νά παίξουμε αὐτό τό ρόλο, ἔστω κι ἄν εἴμαστε λίγοι, ἔστω κι ἄν ὁ θόρυβος τῆς Βαβυλώνας καί ὁ κονιορτός τῆς ταχύτητος τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου μᾶς τοποθετοῦν ἐνίοτε σέ κάποιο κοινωνικό περιθώριο. Ἐμεῖς καί ἐσεῖς εἴμαστε ταγμένοι καί μόνον ἀκόμη νά φυλᾶμε τίς Θερμοπύλες πού μᾶς ὥρισαν καί νά συνεχίζουμε τήν Παράδοση πού μᾶς παρέδωσαν. Μή καμπτώμεθα μπρός στήν ὑλική ἰσχύ ἤ μπρός στόν ὄγκο τῆς ποσότητας. Ἄν ἐμεῖς καί ἐσεῖς ἐνσαρκώνουμε τήν ποιότητα, μποροῦμε καί λίγοι καί ἐλάχιστοι νά προσφέρουμε. Ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ μᾶς διδάσκει πώς ἕνας ἐμπνευσμένος καί μαχητής ἀξίζει ὅσο χίλιες χιλιάδες ἀπράγμονες καί πλαδαροί. Ὁ Ἡράκλειτος εἶχε πεῖ: " Εἷς ἐν ἐμοί μυρίοι ". Καί ὁ Παλαμᾶς τό διετύπωσε πιό πειστικά:
"Κι ἄν εἶναι πλῆθος τἄσχημα, κι ἄν εἶναι τἄδεια ἀφέντες
φτάνει μιά σκέψη, μιά ψυχή, φτάνεις ἐσύ, ἐγώ φτάνω,
νά δώσει νόημα στῶν πολλῶν τήν ὕπαρξη ἕνας φτάνει".
Βυθίζοντας τή σκέψη καί τό στοχασμό μέσα στόν πλοῦτο τῆς Παράδοσής μας, ἀνακαλύπτουμε ὅλο καί πλουσιώτερα κοιτάσματα ἑνός ἀδαπάνητου καί ἀνεξάντλητου θησαυροῦ τοῦ ὁποίου εἴμαστε οἱ θεματοφύλακες. Κι αὐτό ἔχει ἰδιαίτερη σημασία στούς καιρούς μας, ὅπου ἡ σύγχυση τῶν ἰδεῶν καί ἡ κραιπάλη τῆς δημαγωγίας ἐπιδιώκουν νά ἀποπροσανατολίσουν ὄχι μόνο τό λαό μας ἀπό τούς σωστούς στόχους του, ἀλλά καί τούς ἴδιους τούς πνευματικούς του ἡγέτες ἀπό τή διακονία τῆς ἀλήθειας. Ἔτσι εἶναι διπλά ὠφέλιμη ἡ σπουδή τῆς σημερινῆς ἡμέρας. Ἀνανεώνοντας μέσα στίς ψυχές τῶν πνευματικῶν ἡγετῶν τοῦ λαοῦ μας τίς πηγές τῆς γνησιότητας καί τίς διαστάσεις τῆς εὐρύτητας τῆς ἀποστολῆς των, προσφέρει ταυτόχρονα στόν ἴδιο τό λαό μας τίς προϋποθέσεις γιά τή σωστή ὁριοθέτηση τῆς πορείας του.
Σ' αὐτή τήν πορεία μας δέν ὑπάρχουν μόνο κοινοί στόχοι. Ὑπάρχουν καί κοινοί ἐνσαρκωτές αὐτῶν τῶν στόχων. Εἶναι οἱ θεόσταλτοι ἐκεῖνοι πατέρες μας, πού εἴτε ἡ ἰδιότητά των εἴτε ἡ προσφορά των ἔφερε τόσο κοντά τά δυό μεγέθη πού ἐκπροσωποῦμε, τή Θρησκεία δηλ. καί τήν Παιδεία, πού στάθηκε ἀπό τότε καθοριστική τῆς σχέσης τους μέσα στόν ἑλληνικό μας χῶρο. Εἶναι πρωτίστως οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, πού ὑπῆρξαν μεταξύ τῶν πρώτων πού ἀξιοποίησαν δυναμικά καί ἐκλεκτικά τήν ἱστορική συνάντηση Ἑλληνισμοῦ-Χριστιανισμοῦ καί ἔθεσαν τίς βάσεις τῆς Ἑλληνο-Χριστιανικῆς μας Παιδείας. Εἶναι ἐπίσης καί ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (1714-1779), Διδάχος τοῦ Γένους, ὁραματιστής τῆς Λευτεριᾶς, ἐπαναστάτης ἅγιος τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀληθινός Ἐθναπόστολος στά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, θερμός πρόμαχος καί ὑποστηρικτής τῆς Παιδείας, ἀνυποχώρητος ἀγωνιστής τῆς Ἀλήθειας, μάρτυρας τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος. Αὐτός ὁ πραγματικά " ἄνθρωπος ἀπό γρανίτη, παιδί τῆς θύελλας καί τῆς ἀστραπῆς " ἔχει σήμερα νά μᾶς πῆ ἀρκετά τά σημαντικά καί ἐνδιαφέροντα γιά τίς ἰδεολογικές κατευθύνσεις τῆς Παιδείας. Καί θά μᾶς τά πῆ μέ ὅλο τό δικαίωμα πού τοῦ δίνει ἡ ἐκπληκτική του παρουσία στόν ἑλλαδικό χῶρο, οἱ τέσσερις περιοδεῖες του σ' ὅλη τήν ὑπόδουλη Ἑλλάδα, τά 250 περίπου σχολεῖα πού ἵδρυσε, οἱ ἐξαίσιες διδαχές πού ἐκήρυξε, ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου πού ἔζησε, ὁ μαρτυρικός θάνατος πού δέχθηκε, " πιστός ἄχρι θανάτου " σέ ἕνα ἔργο ἀληθινά ἀποστολικό καί ἐθνικό. Καί ἕνα τέτοιο δικαίωμα, πού ἀντλεῖται ἀπό μιά κρυστάλλινη ζωή καί μιά πρωτόφαντη προσφορά στά ἑλληνικά Γράμματα, ἐξαγιασμένη μάλιστα μέ τό λουτρό τοῦ αἵματος, εἶναι ἀπό κάθε πλευρά καταξιωμένο καί ἀπό κάθε ἄποψη σεβαστό.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός δέν ἔκανε τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά ἀκολουθήσει τούς λόγους καί τίς παραινέσεις τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στήν ὑποχρέωση προσφορᾶς Παιδείας στό λαό, ἰδιαίτερα στή νέα γενιά. Γι' αὐτό καί χαρακτηρίσθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία Παιδαγωγοί καί Προστάτες τῶν Γραμμάτων. Ὁ Μέγας Βασίλειος μάλιστα πρότεινε καί σύστημα ἐκπαίδευσης χωρίζοντάς την σέ τέσσερις βαθμίδες : τό " σχολεῖο τῆς μητέρας ", γιά τήν προσχολική ἡλικία τῶν 1-7 ἐτῶν ἐξηγώντας τόν σημαντικό ρόλο πού παίζει ἡ μητέρα μέ αὐτά πού διδάσκει διά τοῦ λόγου καί κυρίως τοῦ παραδείγματός της στά προσχολικά χρόνια, τό σχολεῖο τῆς πρωτοβάθμιας, θά λέγαμε, ἐκπαίδευσης ( παλαίστρα ἤ παιδαγωγεῖο ) γιά τίς ἡλικίες 7-14 ἐτῶν, τό σχολεῖο τῆς δευτεροβάθμιας, ἐγκύκλιας ἐκπαίδευσης (θύραθεν) πάνω ἀπό τά 14 καί τό πανεπιστήμιο μέ μαθήματα τῆς τρικτύος (γραμματική, ρητορική καί διαλεκτική ) ἤ / καί τετρακτύος ( ἀριθμητική, γεωμετρία, μουσική καί ἀστρονομία ). Αὐτά χωρίς νά παραλείπει νά συστήσει ὅτι σέ ὅλες τίς βαθμίδες πρέπει νά διδάσκονται τά ἱερά γράμματα καί νά καλλιεργεῖται τό ἦθος καί ἡ συνείδηση τῶν μαθητῶν ἀπό ἄξιους καί ἠθικούς δασκάλους.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τονίζει ὅτι ἡ διδασκαλία ἔχει μεγάλη θεραπευτική δύναμη, ἀφοῦ μπορεῖ νά ἀπαλλάξει ἐκείνους πού τήν δέχονται ἀπό τήν ἄγνοια, ἀπό ἀδυναμίες τοῦ χαρακτῆρος καί ἀπό ἐλαττώματα. Τέλος ὁ Ἅγιος Γρηγόριος πέραν τοῦ ὅτι συνετέλεσε στό νά διατυπωθεῖ ἡ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα καί τίς μάχες πού ἔδωσε κατά τῶν αἱρετικῶν, κυρίως τῶν Ἀπολλιναριστῶν καί ἐπίσης πέραν τοῦ ὅτι προτιμοῦσε τόν ἡσυχασμό καί τήν ἄσκηση ἦταν καί ἄριστος καθηγητής Πανεπιστημίου θά λέγαμε. Στήν Ἀθήνα πού σπούδασε μαζί μέ τόν Βασίλειο ἦταν τόσο ἀξιόλογη ἡ ἀπόδοσή του, ὥστε οἱ φοιτητικοί σύλλογοι κατά τήν δικαιοδοσία πού εἶχαν τότε - κάτι πού τείνει νά γίνει καί τώρα . . . - τοῦ πρότειναν νά γίνει καθηγητής τους, κάτι πού μετά τίς παρακλήσεις τους ἐδέχθη ὁ Γρηγόριος μέ ἀποτέλεσμα νά μείνει στό κλεινόν ἄστυ δύο χρόνια μετά τήν λήξη τῶν σπουδῶν του καί τήν ἀναχώρηση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ἀλλά καί ὡς Ἐπίσκοπος δέν ἔπαυσε νά διδάσκει, κάτι πού ἔκανε καί ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.
Τό ἱστορικό πλαίσιο τῆς ζωῆς του μᾶς εἶναι γνωστό. Ὁ 18ος αἰώνας τοῦ σκλαβωμένου Γένους εἶναι φορτωμένος κι αὐτός τά πικρά δεινά τῆς δουλείας. Τό σκοτάδι τῆς ἀμάθειας καί ἀπαιδευσίας, ἡ βαρβαρότητα, οἱ ἐξισλαμισμοί, οἱ στερήσεις, οἱ ἀδικαίωτες ἐλπίδες εἶναι μερικές ἀπό τίς φρικτές ἐμπειρίες τοῦ δύσμοιρου λαοῦ μας. Στή Θεσσαλία, γύρω στά 1750, τό περισσότερο μέρος, κατά τόν Κούμα, " ἦτο βυθισμένον εἰς ἀπόλυτον ἀγραμματείαν ". Μόνο στό Πήλιο ὑπάρχουν μερικά σχολεῖα · καθώς καί στά Γιάννενα, τήν Κωνσταντινούπολη, τή Μοσχόπολη, τό Ἀργυρόκαστρο καί τήν Κοζάνη. Ἡ ἔλλειψι ὠργανωμένης παιδείας ἔχει ὁδηγήσει σέ κατάπτωση καί τοῦ ἠθικοῦ ἐπιπέδου.
Γράφοντας γιά τήν κατάσταση πού ἐπικρατεῖ στήν περιοχή τῆς Κορίνθου ὁ Spon παρατηρεῖ : " Κάθε μέρα βλέπει κανείς ἐξισλαμισμούς καί οἱ κάτοικοι μιᾶς πόλεως ἤ ἄν θέλετε τοῦ χωριοῦ εἶναι σήμερα οἱ μισοί Ὀθωμανοί ". Τό δυστύχημα εἶναι πώς οἱ ἐξισλαμισμοί ἦταν πολλές φορές θεληματικοί μέ ἀντάλλαγμα τήν ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἐξοντωτική φορολογία. Ὁ Κοσμᾶς βάλθηκε νά ἀντιδράσει. Καί ἡ ἀντίδρασή του στόχευε τή μελλοντική ἀποκατάσταση τοῦ Ἔθνους, τό " ποθούμενο ", ὅπως ὠνόμαζε συνθηματικά τήν ἐθνική παλιγγενεσία. Καί γιά τήν ἐπιτυχία αὐτοῦ τοῦ στόχου δυό μέσα ἐπεστράτευσε : τή χριστιανική διδαχή καί τήν παιδεία.
Ὁ δάσκαλός του στήν Ἀθωνιάδα Εὐγένιος Βούλγαρις εἶχε πρῶτος συλλάβει τήν ἰδέα τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς πατρίδας μέ τήν ἀναγέννηση τῶν γραμμάτων. Ἀλλ' ὁ Κοσμᾶς υἱοθετώντας τήν ἰδέα τῆς ἔδωσε πλατύ περιεχόμενο, ἐνσάρκωσε σέ ὅλο τό μεγαλεῖο της τήν εἰκόνα τοῦ ἐθναποστόλου, στράφηκε στό λαό μέ ἁπλότητα πού καταπλήσσει, μίλησε στίς καρδιές, ξεσήκωσε τό φρόνημα καί ἀνέλαβε τόν ἀγώνα συμφωνώντας μέ ἄλλους συμμαθητές του - ὅπως γράφει ὁ Περραιβός - " ὁμοθυμαδόν καί ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας Τριάδος νά βοηθήσῃ τό Ἔθνος διά τῆς μαθήσεως τῶν γραμμάτων " .
Καί πρῶτα - πρῶτα ἐμπνεύσθηκε καί ἐπέβαλε ὅσο μποροῦσε τή γενική καί τή δωρεάν παιδεία. Πολλοί πιστεύουν πώς πρώτη ἡ γαλλική ἐπανάσταση ἄνοιξε τό δρόμο γιά τά δύο αὐτά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς λαϊκῆς παιδείας καί τά ἐμφανίζουν σάν κατακτήσεις τοῦ Διαφωτισμοῦ. Λάθος, γιά μᾶς τούς Ἕλληνες μάλιστα ἀσυγχώρητο. Πολλά χρόνια πρίν ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ἐμπνεόμενος ἀπό τό εὐρύ καί λαϊκό πνεῦμα τῆς ὀρθοδοξίας χωρίς ὅπλα καί αἵματα καί μίση, μέ μόνο τόν πειστικό λόγο του ἐπέτυχε αὐτό τόν ἄθλο κάτω ἀπό τήν τουρκική σκλαβιά. Στόν Ἐγκωμιαστικό Λόγο πού ἀναφέρεται στόν Ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό καί χειρόγραφό του βρέθηκε στήν Ἁγιορείτικη Μονή Φιλοθέου γράφεται καί ὁ τρόπος πού ἐνεργοῦσε ὁ Ἅγιος γιά νά ὑπάρξει ἡ δωρεάν Παιδεία : " Καταστήσας σχολεῖα πανταχοῦ καί ἐκατέπεισε τούς ἔχοντας τρόπον κάι ἠγόραζαν βιβλία πατερικά καί ἄλλα χρήσιμα καί ἐμοίραζε δωρεάν εἰς τούς χριστιανούς, τελῶν θαυμάσια διάφορα κατά τόπους περιερχόμενος. Αὐτός ἦταν ὁ λόγος πού τόν εὐλαβοῦντο καί αὐτοί οἱ ἀσεβεῖς ... "
" Ἀνοίξατε σχολεῖα - δίδασκε -. Νά σπουδάζετε καί σεῖς, ἀδελφοί μου, νά μανθάνετε γράμματα ὅσον μπορεῖτε. Καί ἄν δέν ἐμάθατε, οἱ πατέρες, νά σπουδάζετε τά παιδιά σας νά μανθάνουν τά ἑλληνικά, διότι καί ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι εἰς τήν ἑλληνική. Καί ἄν δέν σπουδάσεις τά ἑλληνικά, ἀδελφέ μου, δέν μπορεῖς νά καταλάβεις ἐκεῖνα πού ὁμολογεῖ ἡ Ἐκκλησία μας. Καλύτερον, ἀδελφέ μου, νά ἔχεις ἑλληνικόν σχολεῖον εἰς τήν χώραν σου, παρά νά ἔχεις βρύσες καί ποτάμια, καί ὡσάν μάθει τό παιδί σου γράμματα, τότε λέγεται ἄνθρωπος. Τό σχολεῖον ἀνοίγει τάς ἐκκλησίας . . . ". Οἱ λόγοι του πέφτουν σάν " δρόσος Ἀερμών ἐπί τά ὄρη Σιών " καί ἀναγαλλιάζουν οἱ κυρτωμένες ψυχές. Οἱ ἀποδέκτες τῶν λόγων του εἶναι βασικά δύο. Πρῶτα οἱ γονεῖς πού ἔχουν παιδιά. Αὐτοί πρέπει νά πεισθοῦν πώς ἔχουν ὑποχρέωση νά στείλουν τά παιδιά τους νά μάθουν ἑλληνικά γράμματα. Πρέπει νά καταλάβουν πώς ἡ παιδεία δέν μπορεῖ νά εἶναι προνόμιο τῶν ὀλίγων, δέν ἔχει ἀριστοκρατική καταγωγή, εἶναι γιά ὅλους, πλούσιους καί πτωχούς. Τό τονίζει αὐτό κατ' ἐπανάληψιν ὁ Πατροκοσμᾶς. " Σεῖς οἱ γονεῖς νά στέλνετε τά παιδιά σας εἰς τά σχολεῖα καί νά τά παιδεύετε μέ χριστιανικά ἤθη. Καλύτερα νά τά ἀφήσετε πτωχά καί γραμματισμένα, παρά πλούσια καί ἀγράμματα . . . ". Θέλει τή μόρφωση γιά ὅλο τόν κόσμο, γιά ὅλο τό λαό, χωρίς διακρίσεις, καί τίς θύρες τῶν σχολείων ἀνοικτές. Ποίων ὅμως σχολείων ;
Γιά τή σύστασή των σέ κάθε μέρος πού ἐπισκέπτεται ἀπευθύνεται στούς Ἱερεῖς. Τούς προτρέπει καί τούς παρακινεῖ νά ἐνδιαφερθοῦν νά ἱδρύσουν σχολεῖο. Καί ὅσους γνωρίζουν γράμματα τούς πείθει νά ἀναλάβουν νά διδάξουν στό σχολεῖο αὐτό καί νά μήν κρατήσουν τίς γνώσεις γιά τόν ἑαυτό τους. Ἀκοῦστε μερικές χαρακτηριστικές διδαχές : " Διατί, ἅγιοι Ἱερεῖς καί τίμιοι προεστῶτες, δέν ἑρμηνεύετε τά εὐλογημένα μας ἀδέλφια νά στερεώνωσι καί νά βάνωσιν εἰς κάθε χωρίον σχολεῖον, νά μανθάνουν τά παιδιά γράμματα, νά γνωρίζουν τό καλόν καί τό κακόν . . . ; ".
Τό ἐρώτημα εἶναι καυστικό, ἀνάβει φωτιές, συνταράσσει τίς συνειδήσεις. Οἱ δύο πρῶτοι αἰῶνες τῆς δουλείας ἦταν πιό δύσκολοι γιά τούς ραγιάδες. Ὁ Τοῦρκος δέν ἄφηνε ἐλεύθερη τήν παιδεία, εἶχε σέ ἐφαρμογή τό παιδομάζωμα σέ βάση γενοκτονίας, ἐξουθένωνε οἰκονομικά τόν Ἕλληνα. Τότε ἐμφανίσθηκαν τά κρυφά σχολειά, τότε ἡ παιδεία στεγάσθηκε στούς νάρθηκες τῶν μοναστηριῶν. Τώρα ὅμως στόν 18ον αἰῶνα ὁ Τοῦρκος ἔχει χαλαρώσει τήν καταπίεση. Καί ὁ Πατροκοσμᾶς ἐπωφελεῖται γιά νά συστήσει σχολεῖα. Μέ καταπληκτική ἁπλότητα καί πρακτικό νοῦ ἀπευθύνεται στούς μεγάλους κάθε χωριοῦ. Καί τό ἴδιο ἐρώτημα πέφτει βαρύγδουπο καί ἐλεγκτικό : " Ἔχετε σχολεῖον ἐδῶ εἰς τήν χώραν σας νά διαβάζουν τά παιδιά ; - Δέν ἔχομεν, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. - Νά μαζευθῆτε ὅλοι νά κάμετε ἕνα σχολεῖον καλόν, νά βάλετε καί ἐπιτρόπους νά τό κυβερνοῦν, νά βάνουν διδάσκαλον νά μανθάνουν ὅλα τά παιδιά γράμματα, πλούσια καί πτωχά ".
Οἱ πρῶτοι δάσκαλοι θά ἐπιστρατευθοῦν ἀπό τούς Ἱερεῖς καί τούς γραμματισμένους. Αὐτοί ὅλοι ἔχουν καθῆκον νά μεταδώσουν τή γνώση πού πῆραν. " Χρέος ἔχουν ἐκεῖνοι πού σπουδάζουν νά μή θέλουν μετά νά τρέχουν στίς αὐλές τῶν μεγάλων καί σέ ἀρχοντικά γιά νά ἀποκτήσουν πλοῦτο καί ἀξιώματα, ἀλλά νά διδάσκουν τόν λαό πού βρίσκεται μέσα στήν ἀπαιδευσία καί στήν βαρβαρότητα, γιά νά ἀποκτήσουν ἔτσι μισθόν οὐράνιον καί δόξαν ἀμάραντον ".
Σκοπός τῆς Παιδείας γιά τόν Πατροκοσμᾶ εἶναι ἡ διάπλαση τῶν χαρακτήρων. Ἀνθρωποπλαστικό θέλει τό ἔργο τῶν δασκάλων. Γι' αὐτό καί πιστεύει πώς χωρίς παιδεία ὁ ἄνθρωπος ἐξαγριώνεται. " Δέν βλέπετε ὅτι ἀγρίεψε το Γένος μας ἀπό τήν ἀμάθειαν καί ἐγίναμεν ὡσάν θηρία ; ". Θά παύσουν οἱ ἄνθρωποι νά εἶναι θηρία καί θά γίνουν σωστοί ἄνθρωποι, ὅταν τό φῶς τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων καταυγάσει τίς καρδιές των. Γι' αὐτό καί μεράκι του γίνεται ἡ γλώσσα ἡ ἑλληνική. Δέν ἀνέχεται ἡ πατριωτική καί χριστιανική του καρδιά νά μιλοῦν οἱ Ἕλληνες ἄλλες γλῶσσες ἐκτός ἀπό τήν ἑλληνική. Σάν κεραυνός πέφτουν τά λόγια του σ' ἐκείνους πού λησμόνησαν τή γλώσσα τῶν πατέρων τους. " Ὅποιος Χριστιανός, ἄντρας ἤ γυναίκα, ὑπόσχεται μέσα στό σπίτι του νά μήν κουβεντιάζη ἀρβανίτικα, ἄς σηκωθῆ ἀπάνου νά μοῦ τό πῆ, κι ἐγώ νά πάρω ὅλα του τά ἁμαρτήματα εἰς τόν λαιμόν μου ἀπό τήν ἐποχή πού ἐγεννήθη ἕως τώρα καί νά βάλω ὅλους τούς Χριστιανούς νά τόν συγχωρέσουνε καί νά λάβη μίαν συγχώρεσιν ὅσην ἄν ἔδινε χιλιάδες πουγγιά δέν τήν ἐματάβρισκε ". Ἐθνική γλώσσα θεωροῦσε τήν κοινή, τοῦ λαοῦ. Ἡ λογία παράδοση εἶχε χρεωκοπήσει μέσα του. Δέν ἀσπαζόταν τίς γνῶμες τῶν δασκάλων του γιά τή γλώσσα πού δέν καταλάβαινε ὁ λαός καί τή θεωροῦσε ξένη. Μέ ὅπλο τή γλώσσα ὁ Κοσμᾶς ξεκινάει μιά μεγάλη ἐκστρατεία νά δημιουργήσει πυρῆνες ἀνθρωπισμοῦ μέσα στή βαρβαρότητα. Ὁ νοῦς του ἔχει συλλάβει τίς πελώριες ἀνθρωπιστικές δυνατότητες τῆς παιδείας. Δίνει ὅμως ἕνα ξεχωριστό νόημα στόν ὅρο " ἀνθρωπισμός ". Δέν ἔχει ὁ Κοσμᾶς καμμιά σχέσι μέ τόν οὑμανιστικό ἀνθρωπισμό τῶν χρόνων τῆς ἀναγεννήσεως, καλά - καλά δέν ξέρει τόν κλασσικό ἀνθρωπισμό τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Γι' αὐτόν τά ἑλληνικά γράμματα ἔχουν ἀνθρωπιστικό περιεχόμενο, γιατί εἶναι συνυφασμένα μέ τήν Ἐκκλησία, μέ τή θρησκεία. Στίς Διδαχές του εἶναι διάσπαρτες οἱ ἀντιλήψεις του γιά τό ρόλο τῆς παιδείας στή διάπλαση χαρακτήρων. Δέν τή θέλει τήν παιδεία τυπική μετάδοση ἄχρηστων γνώσεων. Γι' αὐτόν ἔχει ζωή ἡ παιδεία, ὅταν μπορεῖ νά μιλάει στήν καρδιά, νά καλλιεργεῖ τό πνεῦμα καί τήν ψυχή, νά προετοιμάζει ὡλοκληρωμένους ἀνθρώπους. Ἀνάμεσα στήν παιδεία καί στήν ἀρετή ὑπάρχουν στενοί δεσμοί. Δέν μπορεῖ νά ἐννοήσει παιδεία πού νά μήν εἶναι τῆς ἀρετῆς ὑπηρέτρια " Τήν ἀγάπην ἐπειδή δέν ἠξεύρετε - λέγει -, πρέπει, παιδιά μου, νά στερεώνετε σχολεῖα, διατί πάντα εἰς τά σχολεῖα γυμνάζονται οἱ ἄνθρωποι καί ἠξεύρουν καί μανθάνουν τό τί ἐστι Θεός, τό τί εἶναι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, τί εἶναι οἱ καταραμένοι δαίμονες καί τό τί εἶναι ἀρετή τῶν δικαίων. Τό σχολεῖον φωτίζει τούς ἀνθρώπους.
Ἡ παρομοίωση τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας μέ τό φῶς στά λόγια τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ εἶναι ἀντανάκλαση τῆς σφοδρῆς ἐπιθυμίας πού εἶχε νά φέρει τό Ἔθνος σέ μιά ἀληθινή γνώση. " Διαβάζοντας τά ἑλληνικά -θά πεῖ -τά ηὗρα ὁπού λαμπρύνουν ἤ φωτίζουν τόν νοῦν τοῦ μαθητοῦ ἀνθρώπου, καθώς φωτίζει ὁ ἥλιος τήν γῆν ὅταν εἶναι ξαστεριά καί βλέπουν τά μάτια μακρυά, ἔτσι βλέπει καί ὁ νοῦς τά μέλλοντα ". Μέ προφητική ἐνόραση ἔχει συλλάβει αὐτά πού ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια θά γίνονταν κτῆμα τῶν πολιτισμένων ἀνθρώπων. Οἱ ἀληθινά ἐπαναστατικές του ἀντιλήψεις γιά τήν ἀξία τῆς γυναίκας, γιά τήν ἀπαξία τῆς προίκας, γιά τό θέμα τοῦ πλούτου, γιά τήν παιδεία μᾶς ἀποκαλύπτουν ἕνα σωστό ἀπόστολο, ἕναν ἁγνό ἰδεολόγο καί ἕναν τίμιο Χριστιανό. Δέν περίμενε ὁ Κοσμᾶς πώς ἡ παιδεία πού θά στηριζόταν ἀποκλειστικά στίς ἀρχές τοῦ γαλλικοῦ ἐγκυκλοπαιδισμοῦ θά ἔφερνε τήν ἄνοιξη πού προσδοκοῦσε. Γι' αὐτόν τά σχολεῖα δέν ἦταν ἀγωγοί γνώσεων μόνο, ἦταν κάτι οὐσιαστικώτερο καί βαθύτερο. Ἦταν φυτώρια καλοῦ ἤθους, χριστιανικῆς ζωῆς καί ἀρετῆς, θερμοκήπια καλωσύνης.
Μόρφωση πού δέν δημιουργεῖ ἐνάρετους ἀνθρώπους, δέν τοῦ ἦταν ἀνεκτή. Καί δάσκαλος πού περιοριζόταν στή μετάδοση ξηρῶν γνώσεων, δέ τοῦ ἦτο ἀρεστός.
Σ' αὐτό τό σημεῖο ἰδιαίτερα στάθηκε ὁ ἅγιος. Ἡ ἰδεογική κατεύθυνση τῆς ἑλληνικῆς Παιδείας εἶναι γι' αὐτόν Χριστοκεντρική. Δέν τοῦ εἶναι δύσκολο νά διακηρύξει πως ὁ Θεός μέσα στό σχολεῖο ἔχει κεντρική θέση. Τόν ἀκούσουμε ἤδη νά τονίζει τό γεγονός ὅτι μέ τά ἑλληνικά γράμματα οἱ ἄνθρωποι γίνονται ἱκανοί νά καταλαβαίνουν τά γράμματα τῆς Ἐκκλησίας. " Σύ πού κάμνεις τά παιδιά, νά τά παιδεύης καί νά τά μανθάνης γράμματα καί ἐξόχως ἑλληνικά, διότι ἡ ἐκκλησία μας εἶναι εἰς τήν ἑλληνικήν γλῶσσαν ". Καί ἀλλοῦ πάλιν: " Νά μαζευθῆτε ὅλοι νά κάμετε ἕνα σχολεῖον καλόν, νά βάλετε καί Ἐπιτρόπους νά τό κυβερνοῦν, νά βάνουν διδάσκαλον, νά μαθαίνουν ὅλα τά παιδιά γράμματα, πλούσια καί πτωχά. Διότι ἀπό τό σχολεῖον μανθάνουν τί εἶναι Θεός, τί εἶναι ψυχή, σῶμα... ". Καί πάλιν: " Καί σεῖς, γονεῖς, νά στέλνετε τά παιδιά σας εἰς τό σχολεῖον καί νά τά παιδεύετε μέ χριστιανικά ἤθη... ". Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα στό σχολεῖο φρονηματίζει τά παιδιά καί διανοίγει τούς ὁρίζοντες τῆς ἀρετῆς γι' αὐτά. Ὁ ἑλληνισμός του ἦταν καθαρά χριστιανικός, ἔβλεπε πώς τό Γένος θά ἐσώζετο μόνο " διά τῆς μετά τοῦ Χριστιανισμοῦ συμμαχίας ". " Ὁ νεοελληνικός κόσμος - παρατηρεῖ ὁ Φ. Μιχαλόπουλος - ἦταν κόσμος νέος, πού μονάχα μέ τή δύναμη τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καί τῆς λαϊκῆς ἐκπαιδεύσεως μποροῦσε νά ἀναγεννηθῆ καί νά τραβήξη πρός τά ἐμπρός. Δέν ἦταν ὁ καλογερισμός πού βίαζε τόν Κοσμᾶ νά σχηματίση μιά τέτοια γνώμη, ἀλλ' αὐτή ἡ πραγματικότητα, αὐτή ἡ βαθειά καί μακροχρόνια πεῖρα του " [3] . Ἡ ἄθρησκη ἤ καί ἀντιχριστιανική παιδεία, αὐτήν πού ὡρισμένοι θά ἤθελαν νά ἐπιβάλουν σήμερα στό Ἔθνος, ἔβρισκε τόν Ἅγιο Κοσμᾶ ἀνένδοτα ἀντίθετο. Εἶχεν ἄλλωστε διακηρύξει ἐπιγραμματικά σέ μιά προφητεία του: " Τό κακό θά σᾶς ἔρθη ἀπό τούς διαβασμένους ", ὑπονοώντας τό νεωτεριστικό πνεῦμα τῆς Ἑσπερίας, πού ἐπρόκειτο μετά τήν ἀπελευθέρωση νά μεταφέρουν στόν ἑλληνικό χῶρο οἱ σπουδασμένοι σ' αὐτήν, ἕνα πνεῦμα ἀντιθρησκευτικό καί ἀντορθόδοξο, πού ἤθελε τάχα τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τίς θρησκευτικές προλήψεις καί πού μιλώντας στό ὄνομα τῆς Δημοκρατίας, ἀπαρνιόταν τά χριστιανικά δόγματα σάν δῆθεν καταπιεστικά τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Κατά σύμπτωση τήν ἴδια, σχεδόν αὐτολεξεί, φράση θά ἐπανελάμβανε κι ἕνας ἄλλος, παρεξηγημένος αὐτός, Διδάχος, ὁ Παπουλάκος, ζώντας ἤδη τό κλίμα τοῦ ἀθέου Διαφωτισμοῦ μέσα στήν μόλις ἀπελευθερωμένη Ἑλλαδίτσα. Καί αὐτός θά διεκήρυσσε τότε μέ ἔμφαση: " Τά ἄθεα γράμματα θά καταστρέψουν τόν κόσμο ". Καί οἱ δύο εἶχαν μέ ἐνάργεια συλλάβει τό νόημα τῆς ἄθρησκης παιδείας, ὄχι γιατί ἦσαν ἐναντίον τῆς μορφώσεως, ἀλλά γιατί ἀντιλαμβάνονταν τόν κίνδυνο πού παραμόνευε γιά τά μικρά παιδιά, καθώς θά ἄκουαν ἀπό τό στόμα τῶν Δασκάλων τους λόγια ἀπιστίας καί ἀθεΐας. " Πόσο φωτεινά ἔβλεπες, μεγάλε Κοσμᾶ. Ποιός ξέρει ποιό πολιτισμό δέν θἄχαμε, ἄν τό Ἔθνος ἀκολουθοῦσε τό δρόμο πού χάραξες; Ποιός ξέρει ποιές ἀνεπανόρθωτες πολιτικές καταστροφές θἄχαμε ἀποφύγει, ἄν συνεχιζόταν τό ἔργο σου στήν Ἀλβανία, τή Βόρεια Μακεδονία καί τήν ἀνατολική Ρωμυλία, τήν ἑλληνικώτατη αὐτή χώρα, πού χάσαμε ἀπό τά χέρια μας. Ποιός ξέρει τά γεωγραφικά ὅρια τῆς ἐθνότητας πού θἄφταναν σήμερα, ἄν βαδίζαμε πάνω στίς ὑποδείξεις σου, ἄν θέλαμε νάμ ιμηθοῦμε τό ἐμπνευσμένο σου παράδειγμα" .
Κύριοι Ἐκπαιδευτικοί Λειτουργοί,
Τό ὅραμα τοῦ Πατροκοσμᾶ γιά μιά Παιδεία γενική γιά ὅλους, ἀνθρωποπλαστική καί Χριστοκεντρική, ἕνα ὅραμα ζωῆς, ποτισμένο μέ ἄφθονο ἱδρῶτα καί μέ ἀχνιστό αἷμα, στίς ἡμέρες μας θαρρῶ πώς ἀρχίζει νά ξεθωριάζει σέ ὡρισμένα τουλάχιστον σημεῖα του. Ἡ παιδεία μας εἶναι βέβαια σήμερα ἀγαθό πού μποροῦν ὅλοι νά τό ἀπολαμβάνουν, καί τή θέλουμε ἀνθρωποπλαστική καί Χριστοκεντρική. Ὡστόσο σποραδικά κρούσματα ἔχουν ἐμφανισθῆ ἐξοστρακισμοῦ τῆς χριστιανικῆς πίστεως ἀπό τίς καρδιές τῶν παιδιῶν ἀπό μέρους ἐλαχίστων, ὁπωσδήποτε, συναδέλφων σας, πού, καταχρώμενοι τῆς ἐμπιστοσύνης μέ τήν ὁποία τούς περιβάλλει ἡ Πολιτεία, πού ἀποδέχεται αὐτό τόν ἰδεολογικό προσανατολισμό τῆς παιδείας, κηρύσσουν πότε συγκεκαλυμμένα καί πότε ἀπροκάλυπτα ἀπό τῆς ἕδρας ὑλιστικές καί ἀντιχριστιανικές ἀπόψεις, πού κλονίζουν τήν πίστη καί πολεμοῦν τή Θρησκεία. Ἄλλοτε πάλι χλευάζουν τίς χριστιανικές ἀλήθειες ἤ ἐκμεταλλεύονται περιστασιακές ἀδυναμίες τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά διοχετεύσουν κατάλληλα στίς παιδικές ψυχές τήν ἀμφιβολία καί τήν ἀμφισβήτηση. Δέν ὁμιλῶ γιά τήν ἀμφιβολία τοῦ προβληματισμοῦ, πού κάθε νέος αἰσθάνεται ἐμπρός στά θεῖα μυστήρια. Ὁμιλῶ γιά τήν προκατασκευασμένη καί μεθοδευμένη χλεύη καί γιά τή συστηματική πολεμική σέ βάρος 'Εκκλησίας καί Θρησκείας μέσα σ' ἕνα Κράτος, τοῦ ὁποίου τό μέν Σύνταγμα ἀναγνωρίζει αὐτή τή Θρησκεία σάν ἀξιοσέβαστη, οἱ δέ νόμοι προβλέπουν τή διδασκαλία τῶν δογμάτων της στά σχολεῖα.
'Ανεξάρτητα ὅμως ἀπ' αὐτά σημασία ἔχει ἕνα γεγονός. Ὅτι δηλ. ἡ ἑλληνική μας παιδεία ἐπί σειρά αἰώνων ἔζησε καί πορεύθηκε μέ τά παραπάνω χαρακτηριστικά της γνωρίσματα. Ἔζησε καί πορεύθηκε μέ τήν ἀνθρωποποιό δύναμη τοῦ Χριστιανισμοῦ καί βοήθησε στή θρησκευτική καί ἠθική ἀνύψωση τοῦ Γένους. Καί αὐτή ἡ Παιδεία βασικά μαζί μέ τήν Ὀρθοδοξία στίς μέρες μας καλοῦνται νά παίξουν τόν ἐπιτυχημένο ρόλο τους πάνω στίς καρδιές, γιά νά θωρακίσουν τούς Νεοέλληνες, νά τούς ἐξοπλίσουν πνευματικά καί νά τούς χαρίσουν τήν αἴσθηση τῆς ταυτότητος καί τῆς αὐτοσυνειδησίας. Ἐσεῖς κι ἐμεῖς καλούμεθα νά παίξουμε αὐτό τό ρόλο, ἔστω κι ἄν εἴμαστε λίγοι, ἔστω κι ἄν ὁ θόρυβος τῆς Βαβυλώνας καί ὁ κονιορτός τῆς ταχύτητος τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου μᾶς τοποθετοῦν ἐνίοτε σέ κάποιο κοινωνικό περιθώριο. Ἐμεῖς καί ἐσεῖς εἴμαστε ταγμένοι καί μόνον ἀκόμη νά φυλᾶμε τίς Θερμοπύλες πού μᾶς ὥρισαν καί νά συνεχίζουμε τήν Παράδοση πού μᾶς παρέδωσαν. Μή καμπτώμεθα μπρός στήν ὑλική ἰσχύ ἤ μπρός στόν ὄγκο τῆς ποσότητας. Ἄν ἐμεῖς καί ἐσεῖς ἐνσαρκώνουμε τήν ποιότητα, μποροῦμε καί λίγοι καί ἐλάχιστοι νά προσφέρουμε. Ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ μᾶς διδάσκει πώς ἕνας ἐμπνευσμένος καί μαχητής ἀξίζει ὅσο χίλιες χιλιάδες ἀπράγμονες καί πλαδαροί. Ὁ Ἡράκλειτος εἶχε πεῖ: " Εἷς ἐν ἐμοί μυρίοι ". Καί ὁ Παλαμᾶς τό διετύπωσε πιό πειστικά:
"Κι ἄν εἶναι πλῆθος τἄσχημα, κι ἄν εἶναι τἄδεια ἀφέντες
φτάνει μιά σκέψη, μιά ψυχή, φτάνεις ἐσύ, ἐγώ φτάνω,
νά δώσει νόημα στῶν πολλῶν τήν ὕπαρξη ἕνας φτάνει".
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)