Ὁ Ἐκκλησιασμός Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος.
Ἡ πίστη στὸ Θεὸ καὶ ἡ συμμετοχὴ στὴ θεία λατρεία, προπαντὸς στὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη, ἀποτελοῦν γιὰ κάθε ζωντανὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας δυὸ πραγματικότητες ἀξεχώριστες. Ὁ ἀληθινὸς χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς τὴ θεία Λειτουργία. Τὰ ὑπερῷα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ συνέχειά τους εἶναι οἱ ἱεροὶ ναοί, ἀποτελοῦν κατεξοχὴν τοὺς τόπους τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν διανομῆς τῶν θείων χαρισμάτων. Ἡ «ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό» προσκαρτέρηση τῶν πιστῶν ἐκφράζει τὴν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ποὺ ἐδῶ καὶ τώρα προγεύεται τὰ ἀγαθά της βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ἀπηχοῦν καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Πενθέκτης Συνόδου (691), ὅταν παραγγέλλουν ν᾿ ἀποκόπτεται ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἐκεῖνος πού, χωρὶς σοβαρὸ λόγο, δὲν ἐκκλησιάζεται γιὰ τρεῖς συνεχεῖς Κυριακές.
Ὁ τακτικὸς ἐκκλησιασμὸς δὲν ἀποτελεῖ γιὰ τὸν πιστὸ μίαν ἁπλὴ συνήθεια, ἕνα τυπικὸ θρησκευτικὸ καθῆκον, μιὰ κοινωνικὴ ὑποχρέωση ἢ ἔστω μία ψυχολογικὴ διέξοδο ἀπὸ τὸν ἀσφυκτικὸ κλοιὸ τῆς καθημερινότητος. Ἀντίθετα, μὲ τὴν προσέλευσή του στὸ ναὸ ἐκφράζει μίαν ὑπαρξιακή του ἀνάγκη. Τὴν ἀνάγκη νὰ ζήσει ἀληθινά, αὐθεντικά. Νὰ συναντήσει τὴν Πηγὴ τῆς ζωῆς του, τὸ Δημιουργό του, καὶ νὰ ἑνωθεῖ μαζί Του. Νὰ ἐκφράσει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐλάβειά του στὴν Παναγία μας καὶ στοὺς Ἁγίους, τοῦ φίλους του Θεοῦ. Νὰ νιώσει δίπλα του τοὺς πνευματικούς του ἀδελφούς.
Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μεταλαβαίνει στὴ θεία Λειτουργία, τοῦ χαρίζουν αὐτὴ τὴν πληρότητα, τὸν κάνουν νὰ αἰσθάνεται «συμπολίτης τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖος του Θεοῦ». Ἔτσι, ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὸ ναὸ μὲ τὴ δύναμη ν᾿ ἀντιμετωπίσει σύμφωνα μὲ τὸ θεῖο θέλημα καὶ μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς τὴ φθαρτότητα τοῦ καθημερινοῦ του βίου.
Στὶς μέρες μας, ποὺ τὸ ψεύτικο καὶ ἀπατηλὸ περισσεύει καὶ ποὺ οἱ ἀνθρώπινες ἐλπίδες ἀπὸ παντοῦ διαψεύδονται, τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ὀρθόδοξη λατρεία συνεχῶς αὐξάνεται, καθὼς πολλοὶ ἀνακαλύπτουν σ᾿ αὐτὴν τὸ νόημα τῆς ζωῆς. Ὡστόσο, εἶναι ἀλήθεια, οἱ περισσότεροι ἀδελφοί μας ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες μας...
Διαβάζοντας κανεὶς τοὺς λόγους του, χαίρεται τὴ ζωντάνια τους, θαυμάζει τὴν ἐπικαιρότητά τους καὶ διαπιστώνει πὼς ὁ ἄνθρωπος στὸ βάθος τοῦ παραμένει ἀπαράλλακτος ὅλες τὶς ἐποχές.
Ἂς εὐχηθοῦμε, τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ, ὁ ἱερὸς ναός, νὰ γίνει καὶ δικό μας σπίτι, ἡ θεία Λειτουργία νὰ καταστεῖ τὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεώς μας καὶ ἡ τράπεζα τῆς Εὐχαριστίας ν᾿ ἀποβεῖ γιὰ τὸν καθένα μας.
Μὲ λιμάνια μέσα στὸ πέλαγος μοιάζουν οἱ ναοί, ποὺ ὁ Θεὸς ἐγκατέστησε στὶς πόλεις· πνευματικὰ λιμάνια, ὅπου βρίσκουμε ἀπερίγραπτη ψυχικὴ ἠρεμία ὅσοι σ᾿ αὐτὰ καταφεύγουμε, ζαλισμένοι ἀπὸ τὴν κοσμικὴ τύρβη. Κι ὅπως ἀκριβῶς ἕνα ἀπάνεμο κι ἀκύμαντο λιμάνι προσφέρει ἀσφάλεια στὰ ἀραγμένα πλοῖα, ἔτσι καὶ ὁ ναὸς σῴζει ἀπὸ τὴν τρικυμία τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν ὅσους σ᾿ αὐτὸν προστρέχουν καὶ ἀξιώνει τοὺς πιστοὺς νὰ στέκονται μὲ ἀσφάλεια καὶ ν᾿ ἀκοῦνε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ γαλήνη πολλή.
Ὁ ναὸς εἶναι θεμέλιο τῆς ἀρετῆς καὶ σχολεῖο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Πάτησε στὰ πρόθυρά του μόνο, ὁποιαδήποτε ὥρα, κι ἀμέσως θὰ ξεχάσεις τὶς καθημερινὲς φροντίδες. Πέρασε μέσα, καὶ μία αὔρα πνευματικὴ θὰ περικυκλώσει τὴν ψυχή σου. Αὐτὴ ἡ ἡσυχία προξενεῖ δέος καὶ διδάσκει τὴ χριστιανικὴ ζωὴ· ἀνορθώνει τὸ φρόνημα καὶ δὲν σὲ ἀφήνει νὰ θυμᾶσαι τὰ παρόντα· σὲ μεταφέρει ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό. Κι ἂν τόσο μεγάλο εἶναι τὸ κέρδος ὅταν δὲν γίνεται λατρευτικὴ σύναξη, σκέψου, ὅταν τελεῖται ἡ Λειτουργία καὶ οἱ προφῆτες διδάσκουν, οἱ ἀπόστολοι κηρύσσουν τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Χριστὸς βρίσκεται ἀνάμεσα στοὺς πιστούς, ὁ Θεὸς Πατέρας δέχεται τὴν τελούμενη θυσία, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα χορηγεῖ τὴ δική Του ἀγαλλίαση, τότε λοιπόν, μὲ πόση ὠφέλεια πλημμυρισμένοι δὲν φεύγουν ἀπὸ τὸ ναὸ οἱ ἐκκλησιαζόμενοι;
Στὴν ἐκκλησία συντηρεῖται ἡ χαρὰ ὅσων χαίρονται· στὴν ἐκκλησία βρίσκεται ἡ εὐθυμία τῶν πικραμένων, ἡ εὐφροσύνη τῶν λυπημένων, ἡ ἀναψυχὴ τῶν βασανισμένων, ἡ ἀνάπαυση τῶν κουρασμένων. Γιατί ὁ Χριστὸς λέει: «Ἐλᾶτε σ᾿ ἐμένα ὅλοι ὅσοι εἶστε κουρασμένοι καὶ φορτωμένοι μὲ προβλήματα, κι ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω» (Ματθ. 11:28). Τί πιὸ ποθητὸ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ φωνή; Τί πιὸ γλυκὸ ἀπὸ τούτη τὴν πρόσκληση; Σὲ συμπόσιο σὲ καλεῖ ὁ Κύριος, ὅταν σὲ προσκαλεῖ στὴν ἐκκλησία· σὲ ἀνάπαυση ἀπὸ τοὺς κόπους σὲ παρακινεὶ· σὲ ἀνακούφιση ἀπὸ τὶς ὀδύνες σὲ μεταφέρει. Γιατὶ σὲ ξαλαφρώνει ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτημάτων. Μὲ τὴν πνευματικὴ ἀπόλαυση θεραπεύει τὴ στενοχώρια καὶ μὲ τὴ χαρὰ τὴ λύπη.
Παρ᾿ ὅλα αὐτά, λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔρχονται στὴν ἐκκλησία. Τί θλιβερό! Στοὺς χοροὺς καὶ στὶς διασκεδάσεις τρέχουμε πρόθυμα. Δὲν λογαριάζουν οὔτε τὴν κακοκαιρία οὔτε τὸ κρύο οὔτε τὴν ἀπόσταση. Τίποτα δὲν τοὺς κρατάει στὰ σπίτια τους. Καὶ μόνο ὅταν μιλάει ὁ Θεός, χασμουριόμαστε καὶ ζαλιζόμαστε. Ὅταν, ὅμως, πρόκειται νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία, τότε καὶ τὸ ψιλόβροχο τοὺς γίνεται ἐμπόδιο. Κι ἂν τοὺς ρωτήσεις, ποιὸς εἶναι ὁ Ἀμὼς ἢ ὁ Ὀβδιού, πόσοι εἶναι οἱ προφῆτες ἢ οἱ ἀπόστολοι, δὲν μποροῦν ν᾿ ἀνοίξουν τὸ στόμα τους. Γιὰ τοὺς χοροὺς καὶ στὶς διασκεδάσεις μποροῦν σὲ πληροφορήσουν μὲ κάθε λεπτομέρεια. Γιορτάζουμε μνῆμες ἁγίων, καὶ σχεδὸν κανένας δὲν παρουσιάζεται στὸ ναό. Φαίνεται πὼς ἡ ἀπόσταση παρασύρει τοὺς χριστιανοὺς στὴν ἀμέλεια· ἢ μᾶλλον ὄχι ἡ ἀπόσταση, ἀλλὰ ἡ ἀμέλεια μόνο τοὺς ἐμποδίζει. Γιατί, ὅπως τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀγαθὴ προαίρεση καὶ ζῆλο νὰ κάνει κάτι, ἔτσι καὶ τὸν ἀμελῆ, τὸν ρᾴθυμο καὶ ἀναβλητικὸ ὅλα μποροῦν νὰ τὸν ἐμποδίσουν.
Οἱ μάρτυρες ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν Ἀλήθεια, κι ἐσὺ λογαριάζεις μία τόσο μικρὴ ἀπόσταση; Ἐκεῖνοι θυσίασαν τὴ ζωή τους γιὰ τὸ Χριστό, κι ἐσὺ δὲν θέλεις οὔτε λίγο νὰ κοπιάσεις; Ὁ Κύριος πέθανε γιὰ χάρη σου, κι ἐσὺ Τὸν περιφρονεῖς; Γιορτάζουμε μνῆμες ἁγίων, κι ἐσὺ βαριέσαι νὰ ἔρθεις στὸ ναό, προτιμώντας νὰ κάθεσαι στὸ σπίτι σου; Καὶ ὅμως, πρέπει νὰ ἔρθεις, γιὰ νὰ δεῖς τὸ διάβολο νὰ νικιέται, τὸν ἅγιο νὰ νικάει, τὸ Θεὸ νὰ δοξάζεται καὶ τὴν Ἐκκλησία νὰ θριαμβεύει.
«Μὰ εἶμαι ἀμαρτωλός», λές, «καὶ δὲν τολμῶ ν᾿ ἀντικρύσω τὸν ἅγιο». Ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶσαι ἁμαρτωλός, ἔλα ἐδῶ, γιὰ νὰ γίνεις δίκαιος. Ἢ μήπως δὲν γνωρίζεις, ὅτι καὶ αὐτοὶ ποὺ στέκονται μπροστὰ στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο, ἔχουν διαπράξει ἁμαρτίες; Γι᾿ αὐτὸ οἰκονόμησε ὁ Θεὸς νὰ ὑποφέρουν καὶ οἱ ἱερεῖς ἀπὸ κάποια πάθη, ὥστε νὰ κατανοοῦν τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ νὰ συγχωροῦν τοὺς ἄλλους.
«Ἀφοῦ, ὅμως, δὲν τήρησα ὅσα ἄκουσα στὴν ἐκκλησία», θὰ μοῦ πεῖ κάποιος, «πῶς μπορῶ νὰ ἔρθω πάλι;». Ἔλα νὰ ξανακούσεις τὸν θεῖο λόγο. Καὶ προσπάθησε τώρα νὰ τὸν ἐφαρμόσεις. Ἂν βάλεις φάρμακο πάνω στὸ τραῦμα σου καὶ δὲν τὸ ἐπουλώσει τὴν ἴδια μέρα, δὲν θὰ ξαναβάλεις καὶ τὴν ἑπόμενη; Ἀλλά, θὰ μοῦ πεῖς, σ᾿ ἐμποδίζουν νὰ ἐκκλησιαστεῖς ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀνάγκη νὰ ἐργαστεῖς. Ὅμως δὲν εἶναι εὔλογη καὶ τούτη ἡ πρόφαση. Ἑφτὰ μέρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα. Αὐτὲς τὶς ἑφτὰ μέρες τὶς μοιράστηκε ὁ Θεὸς μαζί μας. Καὶ σ᾿ ἐμᾶς ἔδωσε ἕξι, ἐνῷ γιὰ τὸν ἑαυτό Του ἄφησε μία. Αὐτὴ τὴ μοναδικὴ μέρα, λοιπόν, δὲν δέχεσαι νὰ σταματήσεις τὶς ἐργασίες;
Καὶ γιατί λέω γιὰ ὁλόκληρη μέρα; Ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε στὴν περίπτωση τῆς ἐλεημοσύνης ἡ χήρα του Εὐαγγελίου, τὸ ἴδιο κάνε κι ἐσὺ στὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς μιᾶς μέρας. Ἔδωσε ἐκείνη δυὸ λεπτὰ καὶ πῆρε πολλὴ χάρη ἀπὸ τὸ Θεό. Δάνεισε κι ἐσὺ δυὸ ὧρες στὸ Θεό, πηγαίνοντας στὴν ἐκκλησία, καὶ θὰ φέρεις στὸ σπίτι σου κέρδη ἀμέτρητων ἡμερῶν. Ἂν ὅμως δὲν δέχεσαι νὰ κάνεις κάτι τέτοιο, σκέψου μήπως μ᾿ αὐτή σου τὴ στάση χάσεις κόπους πολλῶν ἐτῶν. Γιατὶ ὁ Θεός, ὅταν περιφρονεῖται, γνωρίζει νὰ σκορπίζει τὰ χρήματα ποὺ συγκεντρώνεις μὲ τὴν ἐργασία τῆς Κυριακῆς.
Μὰ κι ἂν ἀκόμα ἔβρισκες ὁλόκληρο θησαυροφυλάκιο γεμάτο ἀπὸ χρυσάφι καὶ ἐξ αἰτίας του ἀπουσίαζες ἀπὸ τὸ ναό, θὰ ἦταν πολὺ μεγαλύτερη ἡ ζημιά σου· καὶ τόσο μεγαλύτερη, ὅσο ἀνώτερα εἶναι τὰ πνευματικὰ ἀπὸ τὰ ὑλικά. Γιατί τὰ ὑλικὰ πράγματα, κι ἂν ἀκόμα εἶναι πολλὰ καὶ τρέχουν ἄφθονα ἀπὸ παντοῦ, δὲν τὰ παίρνουμε στὴν ἄλλη ζωή, δὲν μεταφέρονται μαζί μας στὸν οὐρανό, δὲν παρουσιάζονται στὸ φοβερὸ ἐκεῖνο βῆμα τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ πολλὲς φορές, καὶ πρὶν ἀκόμα πεθάνουμε, μᾶς ἐγκαταλείπουν. Ἀντίθετα, ὁ πνευματικὸς θησαυρὸς ποὺ ἀποκτοῦμε στὴν ἐκκλησία, εἶναι κτῆμα ἀναφαίρετο καὶ μᾶς ἀκολουθεῖ παντοῦ.
«Ναί, ἀλλὰ μπορῶ», λέει κάποιος ἄλλος, «νὰ προσευχηθῶ καὶ στὸ σπίτι μου». Ἀπατᾷς τὸν ἑαυτό σου, ἄνθρωπε. Βεβαίως, εἶναι δυνατὸν νὰ προσευχηθεῖς καὶ στὸ σπίτι σου· εἶναι ἀδύνατον ὅμως νὰ προσευχηθεῖς ἔτσι, ὅπως προσεύχεσαι στὴν ἐκκλησία, ὅπου ὑπάρχει τὸ πλῆθος τῶν πατέρων καὶ ὅπου ὁμόφωνη κραυγὴ ἱκεσίας ἀναπέμπεται στὸ Θεό. Δὲν σὲ ἀκούει τόσο πολὺ ὁ Κύριος ὅταν Τὸν παρακαλεῖς μόνος σου, ὅσο ὅταν Τὸν παρακαλεῖς ἑνωμένος μὲ τοὺς ἀδελφούς σου. Γιατὶ στὴν ἐκκλησία ὑπάρχουν περισσότερες πνευματικὲς προϋποθέσεις ἀπ᾿ ὅσες στὸ σπίτι. Ὑπάρχουν ἡ ὁμόνοια, ἡ συμφωνία τῶν πιστῶν, ὁ σύνδεσμος τῆς ἀγάπης, οἱ εὐχὲς τῶν ἱερέων. Γι᾿ αὐτό, ἄλλωστε, οἱ ἱερεῖς προΐστανται τῶν ἀκολουθιῶν· γιὰ νὰ ἐνισχύονται μὲ τὶς δυνατότερες εὐχὲς τοὺς οἱ ἀσθενέστερες εὐχὲς τοῦ λαοῦ, κι ἔτσι ὅλες μαζὶ ν᾿ ἀνεβαίνουν στὸν οὐρανό.
Ὅταν προσευχόμαστε ὁ καθένας χωριστά, εἴμαστε ἀνίσχυροι· ὅταν ὅμως συγκεντρωνόμαστε ὅλοι μαζί, τότε γινόμαστε πιὸ δυνατοὶ καὶ ἑλκύουμε σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Κάποτε ὁ ἀπόστολος Πέτρος βρισκόταν ἁλυσοδεμένος στὴ φυλακή. Ἔγινε ὅμως θερμὴ προσευχὴ ἀπὸ τοὺς συναγμένους πιστούς, κι ἀμέσως ἐλευθερώθηκε. Τί θὰ μποροῦσε, ἑπομένως, νὰ εἶναι πιὸ δυνατὸ ἀπὸ τὴν κοινὴ προσευχή, ποῦ ὠφέλησε κι αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς στύλους τῆς Ἐκκλησίας;
Σᾶς παρακαλῶ, λοιπόν, καὶ σᾶς ἱκετεύω, ἂς προτιμᾶτε ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀσχολία καὶ φροντίδα τὸν ἐκκλησιασμό. Ἂς τρέχουμε πρόθυμα, ὅπου κι ἂν βρισκόμαστε, στὴν ἐκκλησία.
Προσέξτε, ὅμως, κανεὶς νὰ μὴν μπεῖ στὸν ἱερὸ αὐτὸ χῶρο, ἔχοντας βιοτικὲς φροντίδες ἢ περισπασμοὺς ἢ φόβους. Ἀλλὰ ἀφοῦ τ᾿ ἀφήσουμε ὅλα τοῦτα ἔξω, στὶς πύλες τοῦ ναοῦ, τότε ἂς περάσουμε μέσα. Γιατὶ ἐρχόμαστε στὰ ἀνάκτορα τῶν οὐρανῶν, πατᾶμε σὲ τόπους ποὺ ἀστράφτουν.
Ἂς διώξουμε ἀπὸ τὴν ψυχή μας πρῶτα-πρῶτα τὴ μνησικακία, γιὰ νὰ μὴν κατακριθοῦμε, ὅταν παρουσιαστοῦμε μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ προσευχηθοῦμε λέγοντας: «Πάτερ ἡμῶν..., ἅφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοὶς ὀφειλέταις ἡμῶν». Διαφορετικά, πῶς θέλεις νὰ φανεῖ ὁ Δεσπότης Χριστὸς γλυκὸς καὶ πρᾶος ἀπέναντί σου, ἀφοῦ ἐσὺ γίνεσαι στὸν συνάνθρωπό σου σκληρὸς καὶ δὲν τὸν συγχωρεῖς; Πῶς θὰ μπορέσεις νὰ ὑψώσεις τὰ χέρια σου στὸν οὐρανό; Πῶς θὰ κινήσεις τὴ γλῶσσα σου σὲ λόγια προσευχῆς; Πῶς θὰ ζητήσεις συγγνώμη; Ἀκόμα κι ἂν θέλει ὁ Θεὸς νὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες σου, δὲν Τὸν ἀφήνεις ἐσύ, ἐπειδὴ δὲν συγχωρεῖς τὸν πλησίον σου.
Μὰ καὶ ἡ ἐνδυμασία μας στὸ ναὸ νὰ εἶναι καλὴ. Νὰ εἶναι κόσμια καὶ ὄχι ἐξεζητημένη. Γιατί τὸ κόσμιο εἶναι σεμνό, ἐνῷ τὸ ἐξεζητημένο εἶναι ἄσεμνο.
Αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς παραγγέλλει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν λέει: «Θέλω νὰ προσεύχονται οἱ ἄνδρες σὲ κάθε τόπο, σηκώνοντας πρὸς τὸν οὐρανὸ χέρια ὅσια, χωρὶς ὀργὴ καὶ δισταγμὸ ὀλιγοπιστίας. Ἐπίσης καὶ οἱ γυναῖκες νὰ προσεύχονται μὲ ἀμφίεση σεμνή, στολίζοντας τὸν ἑαυτό τους μὲ σεμνότητα καὶ σωφροσύνη, μὲ ὅ,τι ταιριάζει στὶς γυναῖκες ποὺ λένε ὅτι σέβονται τὸ Θεό, δηλαδὴ μὲ καλὰ ἔργα» (Α´ Τιμ. 2:8-10). Ἄν, λοιπόν, ἀπαγορεύει στὶς γυναῖκες ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἀπόδειξη πλούτου, πολὺ περισσότερο ἀπαγορεύει ὅσα κινοῦν τὴν περιέργεια.
Τί λές, γυναῖκα; Ἔρχεσαι στὸ ναὸ νὰ προσευχηθεῖς, καὶ στολίζεσαι; Μήπως ᾖρθες γιὰ νὰ χορέψεις; Μήπως γιὰ νὰ λάβεις μέρος σὲ γαμήλια γιορτή; Ἐκεῖ ἔχουν θέση τὰ χρυσαφικὰ καὶ οἱ πολυτέλειες· ἐδῶ δὲν χρειάζεται τίποτα ἀπ᾿ αὐτά. Ἦρθες νὰ παρακαλέσεις τὸ Θεὸ γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου. Τί στολίζεις, λοιπόν, τὸν ἑαυτό σου; Αὐτὴ ἡ ἐμφάνιση δὲν εἶναι γυναίκας ποὺ ἱκετεύει. Πῶς μπορεῖς νὰ στενάξεις, πῶς μπορεῖς νὰ δακρύσεις, πῶς μπορεῖς νὰ προσευχηθεῖς μὲ θέρμη, ἔχοντας τέτοια ἀμφίεση; Θέλεις νὰ φαίνεσαι εὐπρεπής; Φόρεσε τὸ Χριστὸ καὶ ὄχι τὸ χρυσό. Ντύσου τὴν ἐλεημοσύνη, τὴ φιλανθρωπία, τὴ σωφροσύνη, τὴν ταπεινοφροσύνη. Αὐτὰ ἀξίζουν περισσότερο ἀπ᾿ ὅλο τὸ χρυσάφι. Αὐτὰ καὶ τὴν ὡραία τὴν κάνουν ὡραιότερη καὶ τὴν ἄσχημη τὴν ὀμορφαίνουν. Ἀλλὰ καὶ ἡ διαγωγή μας, ὅσο βρισκόμαστε μέσα στὸ ναό, ἂς εἶναι ἡ πρέπουσα, ὅπως ἁρμόζει σὲ ἄνθρωπο ποὺ βρίσκεται μπροστὰ στὸ Θεό. Νὰ μὴν ἀσχολούμαστε μὲ ἄσκοπες συζητήσεις, μὰ νὰ στεκόμαστε μὲ φόβο καὶ τρόμο, μὲ προσοχὴ καὶ προθυμία, μὲ τὸ βλέμμα στραμμένο στὴ γῆ καὶ τὴν ψυχὴ ὑψωμένη στὸν οὐρανό.
Γιατὶ ἔρχονται πολλοὶ στὴν ἐκκλησία, ἐπαναλαμβάνουν μηχανικὰ ψαλμοὺς καὶ εὐχές, καὶ φεύγουν, δίχως νὰ ξέρουν τί εἶπαν. Τὰ χείλη κινοῦνται, ἀλλὰ τ᾿ αὐτιὰ δὲν ἀκοῦνε. Ἐσὺ δὲν ἀκοῦς τὴν προσευχή σου, καὶ θέλεις νὰ σὲ εἰσακούσει ὁ Θεός; Γονάτισα, λες· ἀλλὰ ὁ νοῦς σου πετοῦσε μακριά. Τὸ σῶμα σου ἦταν μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ ἡ ψυχή σου ἔξω. Τὸ στόμα ἔλεγε τὴν προσευχὴ καὶ ὁ νοῦς μετροῦσε τόκους, συμβόλαια, συναλλαγές, χωράφια, κτήματα, συναναστροφὲς μὲ φίλους. Κι ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν, γιατὶ ὁ διάβολος εἶναι πονηρός· ξέρει πὼς τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς κερδίζουμε πολλά, γι᾿ αὐτὸ τότε ἐπιτίθεται μὲ μεγαλύτερη σφοδρότητα. Ἄλλες φορὲς εἴμαστε ξαπλωμένοι στὸ κρεβάτι, καὶ τίποτα δὲν σκεφτόμαστε· ᾔρθαμε ὅμως στὴν ἐκκλησία νὰ προσευχηθοῦμε, καὶ ὁ διάβολος μᾶς ἔβαλε ἕνα σωρὸ λογισμούς, ὥστε καθόλου νὰ μὴν ὠφεληθοῦμε.
Ἄν, ἀλήθεια, ὁ Θεός σου ζητήσει λόγο γιὰ τὴν ἀδιαφορία ἢ καὶ τὴν ἀσέβεια ποῦ δείχνεις στὶς λατρευτικὲς συνάξεις, τί θὰ κάνεις; Νά, τὴν ὥρα ποὺ Αὐτὸς σοῦ μιλάει, ἐσύ, ἀντὶ νὰ προσεύχεσαι, ἔχεις πιάσει κουβέντα μὲ τὸν διπλανό σου γιὰ πράγματα ἀνώφελα. Καὶ ὅλα τ᾿ ἄλλα ἁμαρτήματά μας ἂν παραβλέψει ὁ Θεός, τοῦτο φτάνει γιὰ νὰ στερηθοῦμε τὴ σωτηρία. Μὴν τὸ θεωρεῖς μικρὸ παράπτωμα. Γιὰ νὰ καταλάβεις, τὴ βαρύτητά του, σκέψου τί γίνεται στὴν ἀνάλογη περίπτωση τῶν ἀνθρώπων. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι συζητᾷς μ᾿ ἕνα ἐπίσημο πρόσωπο ἢ μ᾿ ἕναν ἐγκάρδιο φίλο σου. Καὶ ἐνῷ ἐκεῖνος σοῦ μιλάει, ἐσὺ γυρίζεις ἀδιάφορα τὸ κεφάλι σου καὶ ἀρχίζεις νὰ κουβεντιάζεις μὲ κάποιον ἄλλο. Δὲν θὰ προσβληθεῖ ὁ συνομιλητής σου ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀπρέπειά σου; Δὲν θὰ θυμώσει; Δὲν θὰ σοῦ ζητήσει τὸ λόγο;
Ἀλίμονο! Βρίσκεσαι στὴ θεία Λειτουργία, κι ἐνῷ τὸ βασιλικὸ τραπέζι εἶναι ἑτοιμασμένο, ἐνῷ ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ θυσιάζεται γιὰ χάρη σου, ἐνῷ ὁ ἱερέας ἀγωνίζεται γιὰ τὴ σωτηρία σου, ἐσὺ ἀδιαφορεῖς. Τὴν ὥρα ποὺ τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφεὶμ σκεπάζουν τὰ πρόσωπά τους ἀπὸ δέος καὶ ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα παρακαλοῦν τὸ Θεὸ γιὰ σένα, τὴ στιγμὴ ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἡ φωτιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ χύνεται ἀπὸ τὴν ἄχραντη πλευρά Του μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο, τὴ στιγμὴ αὐτὴ ἡ συνείδησή σου, ἄραγε, δὲν σὲ ἐλέγχει γιὰ τὴν ἀπροσεξία σου; Σκέψου, ἄνθρωπέ μου, μπροστὰ σὲ Ποιὸν στέκεσαι τὴν ὥρα τῆς φρικτῆς μυσταγωγίας καὶ μαζὶ μὲ ποιοὺς – μὲ τὰ Χερουβείμ, μὲ τὰ Σεραφείμ, μὲ ὅλες τὶς οὐράνιες δυνάμεις. Ἀναλογίσου μαζὶ μὲ ποιοὺς ψάλλεις καὶ προσεύχεσαι. Εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ συνέλθεις, ὅταν θυμηθεῖς ὅτι, ἐνῷ ἔχεις ὑλικὸ σῶμα, ἀξιώνεσαι νὰ ὑμνεῖς τὸν Κύριό της κτίσεως μαζὶ μὲ τοὺς ἀσώματους ἀγγέλους.
Μὴ συμμετέχεις, λοιπόν, στὴν ἱερὴ ἐκείνη ὑμνῳδία μὲ ἀδιαφορία. Μὴν ἔχεις στὸ νοῦ σου βιοτικὲς σκέψεις. Διῶξε κάθε γήινο λογισμὸ καὶ ἀνέβα νοερὰ στὸν οὐρανό, κοντὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Πέταξε ἐκεῖ μαζὶ μὲ τὰ Σεραφείμ, φτερούγισε μαζί τους, ψάλε τὸν τρισάγιο ὕμνο στὴν Παναγία Τριάδα.
Καὶ σὰν ἔρθει ἡ στιγμὴ τῆς θείας Κοινωνίας καὶ πρόκειται νὰ πλησιάσεις τὴν ἁγία Τράπεζα, πίστευε ἀκλόνητα πὼς ἐκεῖ εἶναι παρὼν ὁ Χριστός, ὁ Βασιλιὰς τῶν ὅλων. Ὅταν δεῖς τὸν ἱερέα νὰ σοῦ προσφέρει τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, μὴ νομίσεις ὅτι ὁ ἱερέας τὸ κάνει αὐτό, ἀλλὰ πίστευε ὅτι τὸ χέρι ποὺ ἁπλώνεται εἶναι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ποὺ λάμπρυνε μὲ τὴν παρουσία Τοῦ τὴν τράπεζα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, Αὐτὸς καὶ τώρα διακοσμεῖ τὴν Τράπεζα τῆς θείας Λειτουργίας. Παραβρίσκεται πραγματικὰ καὶ ἐξετάζει τοῦ καθενὸς τὴν προαίρεση καὶ παρατηρεῖ ποιὸς πλησιάζει μὲ εὐλάβεια ταιριαστὴ στὸ ἅγιο Μυστήριο, ποιὸς μὲ πονηρὴ συνείδηση, μὲ σκέψεις βρωμερὲς καὶ ἀκάθαρτες, μὲ πράξεις μολυσμένες. Ἀναλογίσου, λοιπόν, κι ἐσὺ ποιὸ ἐλάττωμά σου διόρθωσες, ποιὰν ἀρετὴ κατόρθωσες, ποιὰν ἁμαρτία ἔσβησες μὲ τὴν ἐξομολόγηση, σὲ τί ἔγινες καλύτερος. Ἂν ἡ συνείδησή σου σὲ πληροφορεῖ ὅτι φρόντισες ἀρκετὰ γιὰ τὴν ἐπούλωση τῶν ψυχικῶν σου τραυμάτων, ἂν ἔκανες κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴ νηστεία, κοινώνησε μὲ φόβο Θεοῦ. Ἀλλιῶς, μεῖνε μακριὰ ἀπὸ τὰ ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ ὅταν καθαριστεῖς ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου, τότε νὰ πλησιάσεις.
Νὰ προσέρχεστε, λοιπόν, στὴ θεία Κοινωνία μὲ φόβο καὶ τρόμο, μὲ συνείδηση καθαρή, μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Χωρὶς νὰ θορυβεῖτε, χωρὶς νὰ ποδοπατᾶτε καὶ νὰ σπρώχνετε τοὺς διπλανούς σας. Γιατί αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴ μεγαλύτερη τρέλα καὶ τὴ χειρότερη περιφρόνηση τῶν θείων Μυστηρίων.
Κάθε πότε νὰ κοινωνοῦμε;
Πολλοὶ κοινωνοῦν μία φορὰ τὸ χρόνο, ἄλλοι δυὸ φορές, ἄλλοι περισσότερες. Ποιοὺς ἀπ᾿ αὐτοὺς θὰ ἐπιδοκιμάσουμε; Ὅσους μιὰ φορά, ὅσους πολλὲς ἢ ὅσους λίγες φορὲς μεταλαβαίνουν; Οὔτε τοὺς μία οὔτε τὶς πολλὲς οὔτε τοὺς λίγες, μὰ ἐκείνους ποὺ πλησιάζουν στὸ ἅγιο Ποτήριο μὲ καρδιὰ ἁγνή, μὲ βίο ἀνεπίληπτο. Αὐτοὶ ἂς κοινωνοῦν πάντα. Οἱ ἄλλοι, οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, ἂς μένουν μακριὰ ἀπὸ τὰ ἄχραντα Μυστήρια, γιατί ἀλλιῶς κρῖμα καὶ καταδίκη, ἑτοιμάζουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Ὁ ἅγιος ἀπόστολος λέει: «Ὅποιος τρώει τὸν ἄρτο καὶ πίνει τὸ ποτήριο τοῦ Κυρίου μὲ τρόπο ἀνάξιο, γίνεται ἔνοχος ἁμαρτήματος ἀπέναντι στὸ σῶμα καὶ στὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, προκαλώντας τὴν καταδίκη του» (Α´ Κορ. 11:27, 29). Θὰ τιμωρηθεῖ, δηλαδή, τόσο αὐστηρά, ὅσο καὶ οἱ σταυρωτὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ κι ἐκεῖνοι ἔγιναν ἔνοχοι ἁμαρτήματος ἀπέναντι στὸ σῶμα Του.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ἔχουν φτάσει σὲ τέτοιο σημεῖο περιφρονήσεως τῶν ἁγίων Μυστηρίων, ὥστε, ἐνῷ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἀμέτρητες κακίες καὶ δὲν διορθώνουν καθόλου τὸν ἑαυτό τους, κοινωνοῦν στὶς γιορτὲς ἀπροετοίμαστοι. Μὴ γνωρίζοντας ὅτι προϋπόθεση τῆς θείας Κοινωνίας δὲν εἶναι ἡ γιορτή, ἀλλά, καθὼς εἴπαμε, ἡ καθαρὴ συνείδηση. Καὶ ὅπως αὐτὸς ποὺ δὲν αἰσθάνεται κανένα κακὸ στὴ συνείδησή του, πρέπει καθημερινὰ νὰ προσέρχεται στὴ θεία Κοινωνία, ἔτσι κι αὐτὸς ποὺ εἶναι φορτωμένος ἁμαρτήματα καὶ δὲν μετανοεῖ, πρέπει νὰ μὴν κοινωνεῖ οὔτε στὴ γιορτή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πάλι σᾶς παρακαλῶ ὅλους νὰ μὴν πλησιάζετε στὰ θεῖα Μυστήρια ἔτσι ἀπροετοίμαστοι κι ἐπειδὴ τὸ ἀπαιτεῖ ἡ γιορτή, ἀλλά, ἂν κάποτε ἀποφασίσετε νὰ λάβετε μέρος στὴ θεία Λειτουργία καὶ νὰ κοινωνήσετε, νὰ καθαρίζετε καλὰ τὸν ἑαυτό σας, ἀπὸ πολλὲς μέρες πρίν, μὲ τὴ μετάνοια, τὴν προσευχή, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴ φροντίδα γιὰ τὰ πνευματικὰ πράγματα.
Ἦρθες, λοιπόν, στὴν ἐκκλησία καὶ ἀξιώθηκες νὰ συναντήσεις τὸ Χριστό; Μὴ φύγεις, ἂν δὲν τελειώσει ἡ ἀκολουθία. Ἂν φύγεις πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπόλυση, εἶσαι ἔνοχος ὅσο κι ἕνας δραπέτης. Πηγαίνεις στὸ θέατρο καί, ἂν δὲν τελειώσει ἡ παράσταση, δὲν φεύγεις. Μπαίνεις στὴν ἐκκλησία, στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου, καὶ γυρίζεις τὴν πλάτη στὰ ἄχραντα Μυστήρια; Φοβήσου τουλάχιστον ἐκεῖνον ποὺ εἶπε: «Ὅποιος καταφρονεῖ τὸ Θεό, θὰ καταφρονηθεῖ ἀπ᾿ Αὐτόν» (Πρβλ. Παροιμ. 13:13).
Τί κάνεις, ἄνθρωπε; Ἐνῷ ὁ Χριστὸς εἶναι παρών, οἱ ἄγγελοί Του παραστέκονται, οἱ ἀδελφοί σου κοινωνοῦν ἀκόμα, ἐσὺ τοὺς ἐγκαταλείπεις καὶ φεύγεις; Ὁ Χριστός σου προσφέρει τὴν ἁγία σάρκα Του, κι ἐσὺ δὲν περιμένεις λίγο, γιὰ νὰ Τὸν εὐχαριστήσεις ἔστω μὲ τὰ λόγια; Ὅταν παρακάθεσαι σὲ δεῖπνο, δὲν τολμᾷς νὰ φύγεις, ἔστω κι ἂν ἔχεις χορτάσει, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ φίλοι σου κάθονται ἀκόμα στὸ τραπέζι. Καὶ τώρα ποὺ τελοῦνται τὰ φρικτὰ Μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, τ᾿ ἀφήνεις ὅλα στὴ μέση καὶ φεύγεις;
Ἐμεῖς ἂς ἀναχωροῦμε ἀπὸ τὴ θεία Λειτουργία σὰν λιοντάρια ποὺ βγάζουν φωτιά, ἔχοντας γίνει φοβεροὶ ἀκόμα καὶ στὸ διάβολο. Γιατὶ τὸ ἅγιο αἷμα τοῦ Κυρίου ποὺ κοινωνοῦμε, ποτίζει τὴν ψυχή μας καὶ τῆς δίνει μεγάλη δύναμη. Ὅταν τὸ μεταλαβαίνουμε ἄξια, διώχνει τοὺς δαίμονες μακριὰ καὶ φέρνει κοντά μας τοὺς ἀγγέλους καὶ τὸν Κύριο τῶν ἀγγέλων. Αὐτὸ τὸ αἷμα εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν μας, μ᾿ αὐτὸ λούζεται ἡ ψυχή, μ᾿ αὐτὸ στολίζεται. Αὐτὸ τὸ αἷμα κάνει τὸ νοῦ μας λαμπρότερο ἀπὸ τὴ φωτιά, αὐτὸ κάνει τὴν ψυχή μας λαμπρότερη ἀπὸ τὸ χρυσάφι.
Προσελκύστε, λοιπόν, τοὺς ἀδελφούς μας στὴν ἐκκλησία, προτρέψτε τοὺς πλανημένους, συμβουλέψτε τους ὄχι μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ καὶ μὲ ἔργα. Κι ἂν ἀκόμα τίποτα δὲν πεῖς, ἀλλὰ βγεῖς ἀπὸ τὴν ἱερὴ σύναξη, δείχνοντας στοὺς ἀπόντες – καὶ μὲ τὴν ἐμφάνιση καὶ μὲ τὸ βλέμμα καὶ μὲ τὴ φωνὴ καὶ μὲ τὸ βάδισμα καὶ μ᾿ ὅλη σου τὴ σεμνότητα – τί κέρδος ποὺ ἀποκόμισες ἀπὸ τὸ ναό, αὐτὸ εἶναι ἀρκετὸ γιὰ παραίνεση καὶ συμβουλή. Γιατὶ ἔτσι πρέπει νὰ βγαίνουμε ἀπὸ τὸ ναό, σὰν ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἄδυτα, σὰν νὰ κατεβαίνουμε ἀπὸ τοὺς ἴδιους τους οὐρανούς. Δίδαξε ὅσους δὲν ἐκκλησιάζονται ὅτι ἔψαλες μαζὶ μὲ τὰ Σεραφείμ, ὅτι ἀνήκεις στὴν οὐράνια πολιτεία, ὅτι συναντήθηκες μὲ τὸ Χριστὸ καὶ μίλησες μαζί Του. Ἂν ἔτσι ζοῦμε τὴ θεία Λειτουργία, δὲν θὰ χρειαστεῖ νὰ ποῦμε τίποτα στοὺς ἀπόντες. Ἀλλὰ βλέποντας ἐκεῖνοι τὴ δική μας ὠφέλεια, θὰ νιώσουν τὴ δική τους ζημιὰ καὶ θὰ τρέξουν γρήγορα στὴν ἐκκλησία, γιὰ ν᾿ ἀπολαύσουν τὰ ἴδια ἀγαθά, μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, αἰώνια ἀνήκει ἡ δόξα.
Ὁ Ἐκκλησιασμός: «Φωνὴ τῶν Πατέρων», Ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου.
19/8/09
ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ
Τι είναι το βάπτισμα;
Το βάπτισμα είναι το ιερό μυστήριο της Εκκλησίας κατά το οποίο ο πιστεύων στον Ιησού Χριστό άνθρωπος βαπτιζόμενος με τριπλή κατάδυση και ανάδυση σε αγιασμένο ύδωρ και στο όνομα της Αγίας Τριάδος, από τη μια μεριά ελευθερώνεται από το σώμα της προπατορικής αμαρτίας και της ενοχής της οφειλόμενης σ' αυτή, από την άλλη δε αναγεννάται πνευματικά σε μία νέα ένθεη ύπαρξη και ζωή, γίνεται υιός του θεού και κληρονόμος της αφθαρσίας και της αθανασίας. Κατά το βάπτισμα ο άνθρωπος αποβάλλει τον παλαιό Αδάμ και ντύνεται το Χριστό, αποκτώντας καθαρή και άσπιλη τη θεία εικόνα με την οποία πλάστηκε από το Θεό και την οποία αχρείωσε η αμαρτία.
Παρ' όλα τούτα και κατά τρόπο μυστηριώδη και ανεξήγητο η αμαρτητική επιθυμία και ορμή εξακολουθούν να παραμένουν και στο βαπτισθέντα, χωρίς όμως να καταλογίζονται σαν αμαρτία στη φύση πού ελευθερώθηκε από το προπατορικό αμάρτημα, ενώ η ίδια ορμή στον αβάπτιστο πού έχει ψυχή μολυσμένη από την αδαμική παράβαση, καταλογίζεται ως αμαρτία. Ή μετά το βάπτισμα παρουσία της αμαρτητικής ορμής αποτελεί προφανώς μέσο της θείας παιδαγωγίας, αποτελούσα κίνητρο αγώνων του αναγεννημένου κατά των παθών και της αμαρτίας και μέσο ηθικής και πνευματικής εμπεδώσεως και τελειώσεως. Ή αδιαφορία όμως έναντι της αμαρτητικής ορμής μπορεί να οδηγήσει το βαπτισθέντα σε πτώσεις ηθικές και στην απώλεια της αιώνιας ζωής. Το βάπτισμα είναι το μυστήριο δια του οποίου ο άνθρωπος γίνεται επίσημα μέλος της Εκκλησίας και αποκτά το δικαίωμα να μετέχει και των άλλων εκκλησιαστικών μυστηρίων.
Όπως τ' αποτελέσματα της δικαιώσεως είναι και αρνητικά και θετικά, δηλαδή από τη μια μεριά κάθαρση από την αμαρτία και από την άλλη πνευματική αναγέννηση και ανακαίνιση του ανθρώπου, τα ίδια αποτελέσματα έχει και το ιερό βάπτισμα, το οποίο είναι και το ληπτικό όργανο της δικαιώσεως.
Έχει θεία σύσταση το βάπτισμα;
Έχει και μάλιστα τέτοια που να μην μπορεί κανείς να την αμφισβητήσει. Διότι το βάπτισμα το ίδρυσε ο ίδιος ο Κύριος μετά την ανάσταση του, όταν εμφανισθείς στους μαθητές τους έδωσε εντολή να μεταφέρουν την πίστη σε όλα τα έθνη της γης και να βαπτίζουν τους ανθρώπους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, τονίζοντας ότι αυτός που θα πιστέψει και θα βαπτιστεί θα σωθεί, ενώ εκείνος πού θ' απιστήσει θα κατακριθεί.
Το βάπτισμα είναι απαραίτητο για τη σωτηρία;
Ναι, είναι. Ό φυσικός άνθρωπος πού κουβαλάει μέσα του τη νέκρωση της φθοράς και του πνευματικού θανάτου δεν μπορεί να δει το θεό και να ζήσει στην αιώνια θεία βασιλεία. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι σε έκτακτες περιπτώσεις ο θεός δεν μπορεί να χορηγήσει τη σωτηρία, παρακάμπτοντας τον κανονικό αγωγό του ιερού βαπτίσματος. Αυτό βέβαια αποτελεί ιδιωτική υπόθεση του Θεού, την οποία εμείς δεν γνωρίζουμε και πολύ λιγότερο δεν μπορούμε ν' αμφισβητήσουμε. Την αναγκαιότητα του βαπτίσματος ως μέσου σωτηρίας βλέπουμε στα λόγια του Σωτήρος στη συνομιλία πού είχε με το Νικόδημο: «Αμήν αμήν λέγω σοι, εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού».
Στο αυτό πνεύμα κινούνται και οι λόγοι Ιωάννη του Βαπτιστή, ο οποίος διαστέλλοντας το δικό του βάπτισμα στον Ιορδάνη «εν ύδατι εις μετάνοιαν» από το λυτρωτικό βάπτισμα του Κυρίου, τόνισε ότι «αυτός —ο Κύριος— υμάς βαπτίσει εν Πνεύματι αγίω και πυρί». Την ίδια έννοια έχουν και οι χαρακτηρισμοί του βαπτίσματος ως «λουτρού παλιγγενεσίας και ανακαινίσεως Πνεύματος Αγίου», ως λουτρού με το οποίο ο άνθρωπος γίνεται πάλι όπως ήταν πριν από την πτώση του και ανακαινίζεται από την παλαιότητα της αμαρτίας στην οποία υποδουλώθηκε δια της παρακοής του Αδάμ ως φωτισμού ή φωτίσματος, με την έννοια ότι ο βαπτιζόμενος γεμίζει από το φως της χάριτος του Θεού, έτσι πού να μπορεί να ζει ως «τέκνον φωτός». Στο πνεύμα αυτό οι κατηχούμενοι καλούνταν στην αρχαία Εκκλησία «φωτιζόμενοι», οι νεοβαπτισθέντες «νεοφώτιστοι» και το βάπτισμα «ένδυμα φωτεινόν».
Ποια έννοια έχει ο νηπιοβαπτισμός;
Τα νήπια βαπτίζονται για να καθαρθούν από το μολυσμό του προπατορικού αμαρτήματος και να είναι εύθετα στη βασιλεία των ουρανών. Διότι ή παρουσία του προπατορικού αμαρτήματος στα νήπια, έστω κι αν αυτά δεν έχουν προσωπικές αμαρτίες, τα εμποδίζει να γίνουν μέτοχα της αιώνιας ζωής. Για ν' αποφευχθεί δε το θλιβερό ενδεχόμενο να πεθάνουν αβάπτιστα, εισήχθη πολύ νωρίς στην αρχαία Εκκλησία ο νηπιοβαπτισμός, πού στην εποχή των αιρέσεων ήταν ισχυρό όπλο κατά του Πελαγιανισμού, πού δίδασκε ότι δια της παραβάσεως του προπάτορα ή φύση δεν έπαθε καμιά ουσιαστική ζημία από την αμαρτία. Στην άγ. Γραφή δεν υπάρχει βέβαια άμεση μαρτυρία περί του νηπιοβαπτισμού, υπάρχουν όμως έμμεσες μαρτυρίες και ενδείξεις σε όσα λέγονται περί βαπτίσματος ολόκληρων οίκων, στους οποίους είναι λογικό να υποτεθεί ότι υπήρχαν και μικρά παιδιά.
Υπάρχει βέβαια η αιτίαση κατά του νηπιοβαπτισμού, ότι στα νήπια ελλείπει η πίστη πού είναι ο απαραίτητος όρος λήψεως του βαπτίσματος, σύμφωνα με όσα είπε ο Κύριος: «Ό πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Αυτό είναι αλήθεια. Δεν υπάρχει δε καμία αμφιβολία ότι το τέλειο βάπτισμα είναι εκείνο στο οποίο ο άνθρωπος προσέρχεται με πίστη στο Σωτήρα και με συναίσθηση της σημασίας της μυστηριακής τελετής, δηλαδή το βάπτισμα των ενηλίκων. Εντούτοις ή έλλειψη της πίστεως δεν παρακωλύει τη λυτρωτική ενέργεια της χάριτος στα τρυφερά νήπια, στα όποια δεν υπάρχει και το στοιχείο της προσωπικής αμαρτίας πού αποτελεί το κύριο εμπόδιο επενέργειας της χάριτος του Θεού.
Υπάρχουν και Άλλα Βαπτίσματα εκτός από το εν ύδατι;
Ναι, είναι το βάπτισμα του μαρτυρίου, το οποίο μπορεί ν' αναπληρώσει το κανονικό εν ύδατι βάπτισμα. Στην Εκκλησία μας υπάρχει ή πεποίθηση ότι οι αληθείς μάρτυρες της πίστεως, όσοι δηλαδή εκουσίως και από αγάπη υφίστανται το θάνατο υπέρ της χριστιανικής τους πίστεως, είναι δυνατό, είτε βαπτισμένοι είτε όχι, να δικαιωθούν και να κερδίσουν την αιώνια ζωή. Μαρτυρίες από τη Γραφή προσάγονται συνήθως οι λόγοι του Κυρίου: «Πάς συν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω κάγώ εν αύτφ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ούρανοίς». Και: «Ός γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει, ος δ' αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν». Κατά τον Κυπριανό το βάπτισμα του μαρτυρίου είναι το μέγιστο και ενδοξότατο των βαπτισμάτων. Την πεποίθηση της Εκκλησίας στο βάπτισμα του μαρτυρίου τρανότατα βεβαιώνει η εορτή των νηπίων των σφαγιασθέντων από την Ηρώδη (29 Δεκεμβρίου).
Ποια είναι η τύχη των νηπίων πού πεθαίνουν αβάπτιστα;
Το ερώτημα αυτό είναι πολύ δύσκολο και δεν μπορούμε να απαντήσουμε σ΄ αυτό από την οπτική γωνία της γης. Μόνο στην άλλη ζωή θα το εννοήσουμε, όπως γενικότερα θα εννοήσουμε και την τύχη του ανθρώπου αμέσως μετά το θάνατο. Το ζήτημα της τύχης των νηπίων πού πεθαίνουν αβάπτιστα ανάγεται τελικά, στην ευσπλαχνία και την αγαθότητα του Θεού ο όποιος οικονομεί τη ζωή και το θάνατο όλων των λογικών πλασμάτων του.
Το ερώτημα πού θέσαμε είναι δύσκολο γιατί προσδιορίζεται από δύο βασικές προτάσεις ασυμβίβαστες μεταξύ τους πρώτον, τα νήπια πού πεθαίνουν αβάπτιστα επειδή φέρουν το προπατορικό αμάρτημα δεν μπορούν να εισέλθουν στη βασιλεία των ουρανών και δεύτερον, τα αυτά νήπια επειδή δεν έχουν προσωπικές αμαρτίες δεν μπορούν να εξακοντισθούν στην αιώνια κόλαση. Ό άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός γράφει: «Τους δε (τα νήπια πού πέθαναν αβάπτιστα) μήτε δοξασθήσεσθαι μήτε κολασθήσεσθαι παρά του δικαίου κρητού ως ασφράγιστους μεν απονήρους δε, αλλά παθόντας μάλλον ή δράσαντας». Να υποθέσουμε ότι τα αβάπτιστα νήπια βρίσκονται ενδιάμεσα μεταξύ παραδείσου και κολάσεως (υπάρχει μια τέτοια ενδιάμεση κατάσταση;) ή ότι υφίστανται ελαφρότατες βασάνους;
Το ρήμα βαπτίζω σημαίνει βυθίζω. Από αρχαιοτάτων δε χρόνων στην Εκκλησία το βάπτισμα ετελείτο δια τριπλής καταδύσεως σε ύδωρ. Την πράξη αυτή της Εκκλησίας μαρτυρούν τα σωζόμενα βαπτιστήρια, ειδικά κτίσματα κείμενα παραπλεύρως του ναού, στα οποία βαπτίζονταν οι κατηχούμενοι. Ομοίως μαρτυρεί η πράξη των αποσχισθεισών Εκκλησιών των Αρμενίων, Κοπτών και Άβυσσηνίων, πού τελούν το βάπτισμα δια καταδύσεως. Είναι ενδεικτικό ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας στα έργα τους δεν μνημονεύουν άλλον τρόπο βαπτίσεως. Φυσικά στην αρχαία Εκκλησία υπήρχε το έκτακτο και κατ' οικονομία βάπτισμα των κλινικών, δηλαδή των ασθενών πού, καθηλωμένοι στο κρεβάτι, δεν μπορούσαν να μετακινηθούν, το οποίο γινόταν δι' επιχύσεως και ραντισμού.
Μπορεί άλλο πρόσωπο εκτός από τον ιερέα να τελέσει το βάπτισμα;
Ναι μπορεί, σε έκτακτες όμως περιπτώσεις. Το βάπτισμα αυτό είναι ομοίως βάπτισμα ανάγκης. Γίνεται δε συνήθως ενόψει επικείμενου θανάτου. Όταν, λόγου χάρη, ένα αβάπτιστο παιδί ασθενήσει ξαφνικά και κινδυνεύει να πεθάνει, τότε μπορεί να το βαπτίσει και λαϊκός, άνδρας ή γυναικα, κατά κανόνα όμως ορθόδοξος. Το βάπτισμα μπορεί να το κάνει σε νερό απλό και φυσικό, κάνοντας τις τρεις καταδύσεις και λέγοντας τα καθιερωμένα λόγια: «Βαπτίζεται ο δούλος (ή η δούλη) του θεού τάδε... εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αμήν». Ελλείψει ύδατος το βάπτισμα μπορεί να γίνει και στον αέρα (αεροβάπτισμα). Και στις δύο περιπτώσεις (κυρίως όμως στην πρώτη) το βάπτισμα είναι έγκυρο και δεν μπορεί να επαναληφθεί, όταν παρέλθει ο κίνδυνος θανάτου.
Ποια είναι ή θέση τον προσώπου του λειτουργού στην τέλεση των εκκλησιαστικών μυστηρίων;
Όπως ειπώθηκε στα προηγούμενα, ο τελετουργός των μυστηρίων είναι κατ' ούσίαν ο ιδρυτής αυτών, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Ό ιερέας είναι απλό όργανο δια του οποίου επιτελούνται τα μυστήρια.
Στο πνεύμα αυτό ο ορθόδοξος ιερέας κρύβει επιμελώς το πρόσωπο του κατά την τέλεση των μυστηρίων, απαγγέλλοντας τις ιερουργίες σε τύπο παθητικό (σε τρίτο ενικό πρόσωπο) όπως: Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού και χρίεται, αρραβωνίζεται, στέφεται, μεταλαμβάνει, προχειρίζεται κ.τ,λ.
ΤΟ ΧΡΙΣΜΑ
Τι είναι το χρίσμα;
Είναι το ιερό μυστήριο κατά το οποίο, χρισμένων σταυροειδώς με άγιο μύρο των μελών του βαπτισθέντος, κατέρχεται η θεία χάρη ή οποία σφραγίζει την αρξάμενη νέα πνευματική ζωή, διαπτύσσοντας τα χαρίσματα του βαπτίσματος σε βίο προσωπικό, θεοφιλή και ενάρετο. Το χρίσμα, αν και τελείται συνειμμένως με το βάπτισμα, δεν είναι μέρος του βαπτίσματος, αλλά μυστήριο αυτοτελές και ίδιο. Είναι δε μυστήριο μη επαναλαμβανόμενο. Στη Γραφή δεν υπάρχει σαφής μαρτυρία περί της ιδρύσεως του χρίσματος άπ' ευθείας από τον Κύριο. Υπάρχουν όμως πολλές και σημαντικές ενδείξεις. Είναι τα χωρία: «Ό δε βέβαιων ημάς συν ημίν εις Χριστόν και χρίσας ημάς Θεός, ο και σφραγισάμενος ημάς και δούς τον αρραβώνα του Πνεύματος εν ταίς καρδίαις ημών»• «και υμείς το χρίσμα, ο ελάβετε άπ' αυτού, μένει εν υμίν, και ου χρείαν έχετε, ίνα τις διδάσκη υμάς...». Στα χωρία αυτά βέβαια η χρίση μπορεί να εκληφθεί με έννοια γενική, ως εσωτερική δια του Αγίου Πνεύματος βεβαίωση.
Σημαντικότερη μαρτυρία περί της θείας αρχής του χρίσματος και βεβαίωση ότι τούτο είναι μυστήριο ξεχωριστό από το βάπτισμα, είναι τα όσα λέγονται στις Πράξεις των Αποστόλων, περί των αποστόλων Πέτρου και Ιωάννου, οι όποιοι στάλθηκαν στη Σαμάρεια για να επιθέσουν τα χέρια τους στις κεφαλές των βαπτισθέντων από το διάκονο Φίλιππο και να τους μεταδώσουν Πνεύμα Άγιο. Ομοίως και ό,τι λέγεται περί του Παύλου, ο οποίος στην Έφεσο δια της επιθέσεως των χειρών του στις κεφαλές των δεχθέντων το βάπτισμα του Ιωάννου, μετέδωσε σ' αυτούς Πνεύμα Άγιο.
Από τις πιο πάνω διηγήσεις των Πράξεων φαίνεται ότι αρχικά το μυστήριο ετελείτο δια της επιθέσεως των χειρών των Αποστόλων. Όσο όμως περνούσε ο καιρός και στο μέτρο πού ο αριθμός των πιστευόντων μεγάλωνε καθημερινά και ήταν φυσικά αδύνατο να επαρκέσουν τα αποστολικά χέρια για την τέλεση του μυστηρίου, η χειροθεσία αντικαταστάθηκε πιθανότατα άπ' αυτούς τους Αποστόλους δια της χρίσεως με άγιο μύρο, ή οποία γινόταν όχι μόνο από τον επίσκοπο, αλλά και από τους ιερείς.
Ή χρισματική χάρη είναι διαφορετική από τη βαπτισματική. Ενώ το ιερό βάπτισμα δημιουργεί τη νέα ύπαρξη και εισάγει τον άνθρωπο στη νέα εν Χριστώ ζωή, το χρίσμα σφραγίζει με τις δωρεές του αγίου Πνεύματος την ύπαρξη αυτή, βοηθώντας τον άνθρωπο να εισέλθει στο δόλιχο (οδό) των πνευματικών αγώνων και ν' αξιοποιήσει υποκειμενικά το αγαθό του ιερού βαπτίσματος.
Όπως είπαμε στην αρχή, το χρίσμα είναι μυστήριο μη επαναλαμβανόμενο. Τελείται μία μόνο φορά, όπως και το βάπτισμα. Ή χρίση των προσερχόμενων στους κόλπους της Ορθοδοξίας δεν είναι επανάληψη του χρίσματος, επειδή στην αίρεση, κι αν έγινε το χρίσμα, αυτό είναι άκυρο και ανύπαρκτο όπως δεν είναι επανάληψη στις περιπτώσεις των αποστατών πού επανέρχονται στους κόλπους της Όρθ. Εκκλησίας. "Εδώ το χρίσμα είναι τελετή της επανόδου των μετανοούντων κάτω από τις ευλογίες της Εκκλησίας. Επίσης δεν θεωρείται μυστήριο η δια μύρου καθιέρωση ναών και ιερών εικόνων, όπως και η περιβολή του βασιλικού αξιώματος δια τυπώσεως μύρου.
Ποιος είναι ο κατάλληλος χρόνος τελέσεως του χρίσματος;
Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία το χρίσμα τελείται μετά το βάπτισμα. Δια των δωρεών του Αγίου Πνεύματος κατασφραγίζεται η νέα ύπαρξη η αναδυθείσα από την κολυμβήθρα του βαπτίσματος, ενώ ο νέος πνευματικός βίος διαπτύσσεται σε προσωπικό έργο στις ψυχές των βαπτισθέντων. Ή Ορθόδοξη Ομολογία παραινεί: «Παρευθύς μετά το βάπτισμα να χρίει ο ιερεύς το βαπτιζόμενον εις τα διορισμένα μέλη, επιλέγων τα λόγια "σφραγίς δωρεάς πνεύματος αγίου"».
Πέρα από αυτά ή τέλεση του χρίσματος ευθύς μετά το βάπτισμα αποτελεί πράξη αρχαιότατη της Εκκλησίας. Αντί πάσης άλλης μαρτυρίας παραθέτουμε τη μαρτυρία της εν Λαοδικεία Συνόδου: «Οί φωτιζόμενοι μετά το βάπτισμα χρίονται χρίσματι επουρανίω».
Τι είναι το βάπτισμα;
Το βάπτισμα είναι το ιερό μυστήριο της Εκκλησίας κατά το οποίο ο πιστεύων στον Ιησού Χριστό άνθρωπος βαπτιζόμενος με τριπλή κατάδυση και ανάδυση σε αγιασμένο ύδωρ και στο όνομα της Αγίας Τριάδος, από τη μια μεριά ελευθερώνεται από το σώμα της προπατορικής αμαρτίας και της ενοχής της οφειλόμενης σ' αυτή, από την άλλη δε αναγεννάται πνευματικά σε μία νέα ένθεη ύπαρξη και ζωή, γίνεται υιός του θεού και κληρονόμος της αφθαρσίας και της αθανασίας. Κατά το βάπτισμα ο άνθρωπος αποβάλλει τον παλαιό Αδάμ και ντύνεται το Χριστό, αποκτώντας καθαρή και άσπιλη τη θεία εικόνα με την οποία πλάστηκε από το Θεό και την οποία αχρείωσε η αμαρτία.
Παρ' όλα τούτα και κατά τρόπο μυστηριώδη και ανεξήγητο η αμαρτητική επιθυμία και ορμή εξακολουθούν να παραμένουν και στο βαπτισθέντα, χωρίς όμως να καταλογίζονται σαν αμαρτία στη φύση πού ελευθερώθηκε από το προπατορικό αμάρτημα, ενώ η ίδια ορμή στον αβάπτιστο πού έχει ψυχή μολυσμένη από την αδαμική παράβαση, καταλογίζεται ως αμαρτία. Ή μετά το βάπτισμα παρουσία της αμαρτητικής ορμής αποτελεί προφανώς μέσο της θείας παιδαγωγίας, αποτελούσα κίνητρο αγώνων του αναγεννημένου κατά των παθών και της αμαρτίας και μέσο ηθικής και πνευματικής εμπεδώσεως και τελειώσεως. Ή αδιαφορία όμως έναντι της αμαρτητικής ορμής μπορεί να οδηγήσει το βαπτισθέντα σε πτώσεις ηθικές και στην απώλεια της αιώνιας ζωής. Το βάπτισμα είναι το μυστήριο δια του οποίου ο άνθρωπος γίνεται επίσημα μέλος της Εκκλησίας και αποκτά το δικαίωμα να μετέχει και των άλλων εκκλησιαστικών μυστηρίων.
Όπως τ' αποτελέσματα της δικαιώσεως είναι και αρνητικά και θετικά, δηλαδή από τη μια μεριά κάθαρση από την αμαρτία και από την άλλη πνευματική αναγέννηση και ανακαίνιση του ανθρώπου, τα ίδια αποτελέσματα έχει και το ιερό βάπτισμα, το οποίο είναι και το ληπτικό όργανο της δικαιώσεως.
Έχει θεία σύσταση το βάπτισμα;
Έχει και μάλιστα τέτοια που να μην μπορεί κανείς να την αμφισβητήσει. Διότι το βάπτισμα το ίδρυσε ο ίδιος ο Κύριος μετά την ανάσταση του, όταν εμφανισθείς στους μαθητές τους έδωσε εντολή να μεταφέρουν την πίστη σε όλα τα έθνη της γης και να βαπτίζουν τους ανθρώπους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, τονίζοντας ότι αυτός που θα πιστέψει και θα βαπτιστεί θα σωθεί, ενώ εκείνος πού θ' απιστήσει θα κατακριθεί.
Το βάπτισμα είναι απαραίτητο για τη σωτηρία;
Ναι, είναι. Ό φυσικός άνθρωπος πού κουβαλάει μέσα του τη νέκρωση της φθοράς και του πνευματικού θανάτου δεν μπορεί να δει το θεό και να ζήσει στην αιώνια θεία βασιλεία. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι σε έκτακτες περιπτώσεις ο θεός δεν μπορεί να χορηγήσει τη σωτηρία, παρακάμπτοντας τον κανονικό αγωγό του ιερού βαπτίσματος. Αυτό βέβαια αποτελεί ιδιωτική υπόθεση του Θεού, την οποία εμείς δεν γνωρίζουμε και πολύ λιγότερο δεν μπορούμε ν' αμφισβητήσουμε. Την αναγκαιότητα του βαπτίσματος ως μέσου σωτηρίας βλέπουμε στα λόγια του Σωτήρος στη συνομιλία πού είχε με το Νικόδημο: «Αμήν αμήν λέγω σοι, εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού».
Στο αυτό πνεύμα κινούνται και οι λόγοι Ιωάννη του Βαπτιστή, ο οποίος διαστέλλοντας το δικό του βάπτισμα στον Ιορδάνη «εν ύδατι εις μετάνοιαν» από το λυτρωτικό βάπτισμα του Κυρίου, τόνισε ότι «αυτός —ο Κύριος— υμάς βαπτίσει εν Πνεύματι αγίω και πυρί». Την ίδια έννοια έχουν και οι χαρακτηρισμοί του βαπτίσματος ως «λουτρού παλιγγενεσίας και ανακαινίσεως Πνεύματος Αγίου», ως λουτρού με το οποίο ο άνθρωπος γίνεται πάλι όπως ήταν πριν από την πτώση του και ανακαινίζεται από την παλαιότητα της αμαρτίας στην οποία υποδουλώθηκε δια της παρακοής του Αδάμ ως φωτισμού ή φωτίσματος, με την έννοια ότι ο βαπτιζόμενος γεμίζει από το φως της χάριτος του Θεού, έτσι πού να μπορεί να ζει ως «τέκνον φωτός». Στο πνεύμα αυτό οι κατηχούμενοι καλούνταν στην αρχαία Εκκλησία «φωτιζόμενοι», οι νεοβαπτισθέντες «νεοφώτιστοι» και το βάπτισμα «ένδυμα φωτεινόν».
Ποια έννοια έχει ο νηπιοβαπτισμός;
Τα νήπια βαπτίζονται για να καθαρθούν από το μολυσμό του προπατορικού αμαρτήματος και να είναι εύθετα στη βασιλεία των ουρανών. Διότι ή παρουσία του προπατορικού αμαρτήματος στα νήπια, έστω κι αν αυτά δεν έχουν προσωπικές αμαρτίες, τα εμποδίζει να γίνουν μέτοχα της αιώνιας ζωής. Για ν' αποφευχθεί δε το θλιβερό ενδεχόμενο να πεθάνουν αβάπτιστα, εισήχθη πολύ νωρίς στην αρχαία Εκκλησία ο νηπιοβαπτισμός, πού στην εποχή των αιρέσεων ήταν ισχυρό όπλο κατά του Πελαγιανισμού, πού δίδασκε ότι δια της παραβάσεως του προπάτορα ή φύση δεν έπαθε καμιά ουσιαστική ζημία από την αμαρτία. Στην άγ. Γραφή δεν υπάρχει βέβαια άμεση μαρτυρία περί του νηπιοβαπτισμού, υπάρχουν όμως έμμεσες μαρτυρίες και ενδείξεις σε όσα λέγονται περί βαπτίσματος ολόκληρων οίκων, στους οποίους είναι λογικό να υποτεθεί ότι υπήρχαν και μικρά παιδιά.
Υπάρχει βέβαια η αιτίαση κατά του νηπιοβαπτισμού, ότι στα νήπια ελλείπει η πίστη πού είναι ο απαραίτητος όρος λήψεως του βαπτίσματος, σύμφωνα με όσα είπε ο Κύριος: «Ό πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Αυτό είναι αλήθεια. Δεν υπάρχει δε καμία αμφιβολία ότι το τέλειο βάπτισμα είναι εκείνο στο οποίο ο άνθρωπος προσέρχεται με πίστη στο Σωτήρα και με συναίσθηση της σημασίας της μυστηριακής τελετής, δηλαδή το βάπτισμα των ενηλίκων. Εντούτοις ή έλλειψη της πίστεως δεν παρακωλύει τη λυτρωτική ενέργεια της χάριτος στα τρυφερά νήπια, στα όποια δεν υπάρχει και το στοιχείο της προσωπικής αμαρτίας πού αποτελεί το κύριο εμπόδιο επενέργειας της χάριτος του Θεού.
Υπάρχουν και Άλλα Βαπτίσματα εκτός από το εν ύδατι;
Ναι, είναι το βάπτισμα του μαρτυρίου, το οποίο μπορεί ν' αναπληρώσει το κανονικό εν ύδατι βάπτισμα. Στην Εκκλησία μας υπάρχει ή πεποίθηση ότι οι αληθείς μάρτυρες της πίστεως, όσοι δηλαδή εκουσίως και από αγάπη υφίστανται το θάνατο υπέρ της χριστιανικής τους πίστεως, είναι δυνατό, είτε βαπτισμένοι είτε όχι, να δικαιωθούν και να κερδίσουν την αιώνια ζωή. Μαρτυρίες από τη Γραφή προσάγονται συνήθως οι λόγοι του Κυρίου: «Πάς συν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω κάγώ εν αύτφ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ούρανοίς». Και: «Ός γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει, ος δ' αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν». Κατά τον Κυπριανό το βάπτισμα του μαρτυρίου είναι το μέγιστο και ενδοξότατο των βαπτισμάτων. Την πεποίθηση της Εκκλησίας στο βάπτισμα του μαρτυρίου τρανότατα βεβαιώνει η εορτή των νηπίων των σφαγιασθέντων από την Ηρώδη (29 Δεκεμβρίου).
Ποια είναι η τύχη των νηπίων πού πεθαίνουν αβάπτιστα;
Το ερώτημα αυτό είναι πολύ δύσκολο και δεν μπορούμε να απαντήσουμε σ΄ αυτό από την οπτική γωνία της γης. Μόνο στην άλλη ζωή θα το εννοήσουμε, όπως γενικότερα θα εννοήσουμε και την τύχη του ανθρώπου αμέσως μετά το θάνατο. Το ζήτημα της τύχης των νηπίων πού πεθαίνουν αβάπτιστα ανάγεται τελικά, στην ευσπλαχνία και την αγαθότητα του Θεού ο όποιος οικονομεί τη ζωή και το θάνατο όλων των λογικών πλασμάτων του.
Το ερώτημα πού θέσαμε είναι δύσκολο γιατί προσδιορίζεται από δύο βασικές προτάσεις ασυμβίβαστες μεταξύ τους πρώτον, τα νήπια πού πεθαίνουν αβάπτιστα επειδή φέρουν το προπατορικό αμάρτημα δεν μπορούν να εισέλθουν στη βασιλεία των ουρανών και δεύτερον, τα αυτά νήπια επειδή δεν έχουν προσωπικές αμαρτίες δεν μπορούν να εξακοντισθούν στην αιώνια κόλαση. Ό άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός γράφει: «Τους δε (τα νήπια πού πέθαναν αβάπτιστα) μήτε δοξασθήσεσθαι μήτε κολασθήσεσθαι παρά του δικαίου κρητού ως ασφράγιστους μεν απονήρους δε, αλλά παθόντας μάλλον ή δράσαντας». Να υποθέσουμε ότι τα αβάπτιστα νήπια βρίσκονται ενδιάμεσα μεταξύ παραδείσου και κολάσεως (υπάρχει μια τέτοια ενδιάμεση κατάσταση;) ή ότι υφίστανται ελαφρότατες βασάνους;
Το ρήμα βαπτίζω σημαίνει βυθίζω. Από αρχαιοτάτων δε χρόνων στην Εκκλησία το βάπτισμα ετελείτο δια τριπλής καταδύσεως σε ύδωρ. Την πράξη αυτή της Εκκλησίας μαρτυρούν τα σωζόμενα βαπτιστήρια, ειδικά κτίσματα κείμενα παραπλεύρως του ναού, στα οποία βαπτίζονταν οι κατηχούμενοι. Ομοίως μαρτυρεί η πράξη των αποσχισθεισών Εκκλησιών των Αρμενίων, Κοπτών και Άβυσσηνίων, πού τελούν το βάπτισμα δια καταδύσεως. Είναι ενδεικτικό ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας στα έργα τους δεν μνημονεύουν άλλον τρόπο βαπτίσεως. Φυσικά στην αρχαία Εκκλησία υπήρχε το έκτακτο και κατ' οικονομία βάπτισμα των κλινικών, δηλαδή των ασθενών πού, καθηλωμένοι στο κρεβάτι, δεν μπορούσαν να μετακινηθούν, το οποίο γινόταν δι' επιχύσεως και ραντισμού.
Μπορεί άλλο πρόσωπο εκτός από τον ιερέα να τελέσει το βάπτισμα;
Ναι μπορεί, σε έκτακτες όμως περιπτώσεις. Το βάπτισμα αυτό είναι ομοίως βάπτισμα ανάγκης. Γίνεται δε συνήθως ενόψει επικείμενου θανάτου. Όταν, λόγου χάρη, ένα αβάπτιστο παιδί ασθενήσει ξαφνικά και κινδυνεύει να πεθάνει, τότε μπορεί να το βαπτίσει και λαϊκός, άνδρας ή γυναικα, κατά κανόνα όμως ορθόδοξος. Το βάπτισμα μπορεί να το κάνει σε νερό απλό και φυσικό, κάνοντας τις τρεις καταδύσεις και λέγοντας τα καθιερωμένα λόγια: «Βαπτίζεται ο δούλος (ή η δούλη) του θεού τάδε... εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αμήν». Ελλείψει ύδατος το βάπτισμα μπορεί να γίνει και στον αέρα (αεροβάπτισμα). Και στις δύο περιπτώσεις (κυρίως όμως στην πρώτη) το βάπτισμα είναι έγκυρο και δεν μπορεί να επαναληφθεί, όταν παρέλθει ο κίνδυνος θανάτου.
Ποια είναι ή θέση τον προσώπου του λειτουργού στην τέλεση των εκκλησιαστικών μυστηρίων;
Όπως ειπώθηκε στα προηγούμενα, ο τελετουργός των μυστηρίων είναι κατ' ούσίαν ο ιδρυτής αυτών, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Ό ιερέας είναι απλό όργανο δια του οποίου επιτελούνται τα μυστήρια.
Στο πνεύμα αυτό ο ορθόδοξος ιερέας κρύβει επιμελώς το πρόσωπο του κατά την τέλεση των μυστηρίων, απαγγέλλοντας τις ιερουργίες σε τύπο παθητικό (σε τρίτο ενικό πρόσωπο) όπως: Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού και χρίεται, αρραβωνίζεται, στέφεται, μεταλαμβάνει, προχειρίζεται κ.τ,λ.
ΤΟ ΧΡΙΣΜΑ
Τι είναι το χρίσμα;
Είναι το ιερό μυστήριο κατά το οποίο, χρισμένων σταυροειδώς με άγιο μύρο των μελών του βαπτισθέντος, κατέρχεται η θεία χάρη ή οποία σφραγίζει την αρξάμενη νέα πνευματική ζωή, διαπτύσσοντας τα χαρίσματα του βαπτίσματος σε βίο προσωπικό, θεοφιλή και ενάρετο. Το χρίσμα, αν και τελείται συνειμμένως με το βάπτισμα, δεν είναι μέρος του βαπτίσματος, αλλά μυστήριο αυτοτελές και ίδιο. Είναι δε μυστήριο μη επαναλαμβανόμενο. Στη Γραφή δεν υπάρχει σαφής μαρτυρία περί της ιδρύσεως του χρίσματος άπ' ευθείας από τον Κύριο. Υπάρχουν όμως πολλές και σημαντικές ενδείξεις. Είναι τα χωρία: «Ό δε βέβαιων ημάς συν ημίν εις Χριστόν και χρίσας ημάς Θεός, ο και σφραγισάμενος ημάς και δούς τον αρραβώνα του Πνεύματος εν ταίς καρδίαις ημών»• «και υμείς το χρίσμα, ο ελάβετε άπ' αυτού, μένει εν υμίν, και ου χρείαν έχετε, ίνα τις διδάσκη υμάς...». Στα χωρία αυτά βέβαια η χρίση μπορεί να εκληφθεί με έννοια γενική, ως εσωτερική δια του Αγίου Πνεύματος βεβαίωση.
Σημαντικότερη μαρτυρία περί της θείας αρχής του χρίσματος και βεβαίωση ότι τούτο είναι μυστήριο ξεχωριστό από το βάπτισμα, είναι τα όσα λέγονται στις Πράξεις των Αποστόλων, περί των αποστόλων Πέτρου και Ιωάννου, οι όποιοι στάλθηκαν στη Σαμάρεια για να επιθέσουν τα χέρια τους στις κεφαλές των βαπτισθέντων από το διάκονο Φίλιππο και να τους μεταδώσουν Πνεύμα Άγιο. Ομοίως και ό,τι λέγεται περί του Παύλου, ο οποίος στην Έφεσο δια της επιθέσεως των χειρών του στις κεφαλές των δεχθέντων το βάπτισμα του Ιωάννου, μετέδωσε σ' αυτούς Πνεύμα Άγιο.
Από τις πιο πάνω διηγήσεις των Πράξεων φαίνεται ότι αρχικά το μυστήριο ετελείτο δια της επιθέσεως των χειρών των Αποστόλων. Όσο όμως περνούσε ο καιρός και στο μέτρο πού ο αριθμός των πιστευόντων μεγάλωνε καθημερινά και ήταν φυσικά αδύνατο να επαρκέσουν τα αποστολικά χέρια για την τέλεση του μυστηρίου, η χειροθεσία αντικαταστάθηκε πιθανότατα άπ' αυτούς τους Αποστόλους δια της χρίσεως με άγιο μύρο, ή οποία γινόταν όχι μόνο από τον επίσκοπο, αλλά και από τους ιερείς.
Ή χρισματική χάρη είναι διαφορετική από τη βαπτισματική. Ενώ το ιερό βάπτισμα δημιουργεί τη νέα ύπαρξη και εισάγει τον άνθρωπο στη νέα εν Χριστώ ζωή, το χρίσμα σφραγίζει με τις δωρεές του αγίου Πνεύματος την ύπαρξη αυτή, βοηθώντας τον άνθρωπο να εισέλθει στο δόλιχο (οδό) των πνευματικών αγώνων και ν' αξιοποιήσει υποκειμενικά το αγαθό του ιερού βαπτίσματος.
Όπως είπαμε στην αρχή, το χρίσμα είναι μυστήριο μη επαναλαμβανόμενο. Τελείται μία μόνο φορά, όπως και το βάπτισμα. Ή χρίση των προσερχόμενων στους κόλπους της Ορθοδοξίας δεν είναι επανάληψη του χρίσματος, επειδή στην αίρεση, κι αν έγινε το χρίσμα, αυτό είναι άκυρο και ανύπαρκτο όπως δεν είναι επανάληψη στις περιπτώσεις των αποστατών πού επανέρχονται στους κόλπους της Όρθ. Εκκλησίας. "Εδώ το χρίσμα είναι τελετή της επανόδου των μετανοούντων κάτω από τις ευλογίες της Εκκλησίας. Επίσης δεν θεωρείται μυστήριο η δια μύρου καθιέρωση ναών και ιερών εικόνων, όπως και η περιβολή του βασιλικού αξιώματος δια τυπώσεως μύρου.
Ποιος είναι ο κατάλληλος χρόνος τελέσεως του χρίσματος;
Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία το χρίσμα τελείται μετά το βάπτισμα. Δια των δωρεών του Αγίου Πνεύματος κατασφραγίζεται η νέα ύπαρξη η αναδυθείσα από την κολυμβήθρα του βαπτίσματος, ενώ ο νέος πνευματικός βίος διαπτύσσεται σε προσωπικό έργο στις ψυχές των βαπτισθέντων. Ή Ορθόδοξη Ομολογία παραινεί: «Παρευθύς μετά το βάπτισμα να χρίει ο ιερεύς το βαπτιζόμενον εις τα διορισμένα μέλη, επιλέγων τα λόγια "σφραγίς δωρεάς πνεύματος αγίου"».
Πέρα από αυτά ή τέλεση του χρίσματος ευθύς μετά το βάπτισμα αποτελεί πράξη αρχαιότατη της Εκκλησίας. Αντί πάσης άλλης μαρτυρίας παραθέτουμε τη μαρτυρία της εν Λαοδικεία Συνόδου: «Οί φωτιζόμενοι μετά το βάπτισμα χρίονται χρίσματι επουρανίω».
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)