23/8/09

ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ
Τι είναι το βάπτισμα;
Το βάπτισμα είναι το ιερό μυστήριο της Εκκλησίας κατά το οποίο ο πιστεύων στον Ιησού Χριστό άνθρωπος βαπτιζόμενος με τριπλή κατάδυση και ανάδυση σε αγιασμένο ύδωρ και στο όνομα της Αγίας Τριάδος, από τη μια μεριά ελευθερώνεται από το σώμα της προπατορικής αμαρτίας και της ενοχής της οφειλόμενης σ’ αυτή, από την άλλη δε αναγεννάται πνευματικά σε μία νέα ένθεη ύπαρξη και ζωή, γίνεται υιός του θεού και κληρονόμος της αφθαρσίας και της αθανασίας. Κατά το βάπτισμα ο άνθρωπος αποβάλλει τον παλαιό Αδάμ και ντύνεται το Χριστό, αποκτώντας καθαρή και άσπιλη τη θεία εικόνα με την οποία πλάστηκε από το Θεό και την οποία αχρείωσε η αμαρτία. Παρ’ όλα τούτα και κατά τρόπο μυστηριώδη και ανεξήγητο η αμαρτητική επιθυμία και ορμή εξακολουθούν να παραμένουν και στο βαπτισθέντα, χωρίς όμως να καταλογίζονται σαν αμαρτία στη φύση που ελευθερώθηκε από το προπατορικό αμάρτημα, ενώ η ίδια ορμή στον αβάπτιστο που έχει ψυχή μολυσμένη από την αδαμική παράβαση, καταλογίζεται ως αμαρτία. Ή μετά το βάπτισμα παρουσία της αμαρτητικής ορμής αποτελεί προφανώς μέσο της θείας παιδαγωγίας, αποτελούσα κίνητρο αγώνων του αναγεννημένου κατά των παθών και της αμαρτίας και μέσο ηθικής και πνευματικής εμπεδώσεως και τελειώσεως. Ή αδιαφορία όμως έναντι της αμαρτητικής ορμής μπορεί να οδηγήσει το βαπτισθέντα σε πτώσεις ηθικές και στην απώλεια της αιώνιας ζωής.
Το βάπτισμα είναι το μυστήριο δια του οποίου ο άνθρωπος γίνεται επίσημα μέλος της Εκκλησίας και αποκτά το δικαίωμα να μετέχει και των άλλων εκκλησιαστικών μυστηρίων.
Έχει θεία σύσταση το βάπτισμα; Έχει και μάλιστα τέτοια που να μην μπορεί κανείς να την αμφισβητήσει. Διότι το βάπτισμα το ίδρυσε ο ίδιος ο Κύριος μετά την ανάσταση του, όταν εμφανισθείς στους μαθητές τους έδωσε εντολή να μεταφέρουν την πίστη σε όλα τα έθνη της γης και να βαπτίζουν τους ανθρώπους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, τονίζοντας ότι αυτός που θα πιστέψει και θα βαπτιστεί θα σωθεί, ενώ εκείνος πού θ' απιστήσει θα κατακριθεί.
Το βάπτισμα είναι απαραίτητο για τη σωτηρία; Ναι, είναι. Ό φυσικός άνθρωπος που κουβαλάει μέσα του τη νέκρωση της φθοράς και του πνευματικού θανάτου δεν μπορεί να δει το θεό και να ζήσει στην αιώνια θεία βασιλεία. Την αναγκαιότητα του βαπτίσματος ως μέσου σωτηρίας βλέπουμε στα λόγια του Σωτήρος στη συνομιλία πού είχε με το Νικόδημο: «Αμήν αμήν λέγω σοι, εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού».
Στο αυτό πνεύμα κινούνται και οι λόγοι Ιωάννη του Βαπτιστή, ο οποίος διαστέλλοντας το δικό του βάπτισμα στον Ιορδάνη «εν ύδατι εις μετάνοιαν» από το λυτρωτικό βάπτισμα του Κυρίου, τόνισε ότι «αυτός —ο Κύριος— υμάς βαπτίσει εν Πνεύματι αγίω». Την ίδια έννοια έχουν και οι χαρακτηρισμοί του βαπτίσματος ως «λουτρού παλιγγενεσίας και ανακαινίσεως Πνεύματος Αγίου», ως λουτρού με το οποίο ο άνθρωπος γίνεται πάλι όπως ήταν πριν από την πτώση του και ανακαινίζεται από την παλαιότητα της αμαρτίας στην οποία υποδουλώθηκε δια της παρακοής του Αδάμ ως φωτισμού ή φωτίσματος, με την έννοια ότι ο βαπτιζόμενος γεμίζει από το φως της χάριτος του Θεού, έτσι που να μπορεί να ζει ως «τέκνον φωτός». Στο πνεύμα αυτό οι κατηχούμενοι καλούνταν στην αρχαία Εκκλησία «φωτιζόμενοι», οι νεοβαπτισθέντες «νεοφώτιστοι» και το βάπτισμα «ένδυμα φωτεινόν».
Ποια έννοια έχει ο νηπιοβαπτισμός;
Τα νήπια βαπτίζονται για να καθαρθούν από το μολυσμό του προπατορικού αμαρτήματος και να είναι εύθετα στη βασιλεία των ουρανών. Διότι η παρουσία του προπατορικού αμαρτήματος στα νήπια, έστω κι αν αυτά δεν έχουν προσωπικές αμαρτίες, τα εμποδίζει να γίνουν μέτοχα της αιώνιας ζωής. Για ν’ αποφευχθεί δε το θλιβερό ενδεχόμενο να πεθάνουν αβάπτιστα, εισήχθη πολύ νωρίς στην αρχαία Εκκλησία ο νηπιοβαπτισμός. Στην άγ. Γραφή δεν υπάρχει βέβαια άμεση μαρτυρία περί του νηπιοβαπτισμού, υπάρχουν όμως έμμεσες μαρτυρίες και ενδείξεις σε όσα λέγονται περί βαπτίσματος ολόκληρων οίκων, στους οποίους είναι λογικό να υποτεθεί ότι υπήρχαν και μικρά παιδιά.
Υπάρχει βέβαια η αιτίαση κατά του νηπιοβαπτισμού, ότι στα νήπια ελλείπει η πίστη πού είναι ο απαραίτητος όρος λήψεως του βαπτίσματος, σύμφωνα με όσα είπε ο Κύριος: «Ό πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Αυτό είναι αλήθεια. Δεν υπάρχει δε καμία αμφιβολία ότι το τέλειο βάπτισμα είναι εκείνο στο οποίο ο άνθρωπος προσέρχεται με πίστη στο Σωτήρα και με συναίσθηση της σημασίας της μυστηριακής τελετής, δηλαδή το βάπτισμα των ενηλίκων. Εντούτοις η έλλειψη της πίστεως δεν παρακωλύει τη λυτρωτική ενέργεια της χάριτος στα τρυφερά νήπια, στα όποια δεν υπάρχει και το στοιχείο της προσωπικής αμαρτίας που αποτελεί το κύριο εμπόδιο επενέργειας της χάριτος του Θεού.
Το ρήμα βαπτίζω σημαίνει βυθίζω. Από αρχαιοτάτων δε χρόνων στην Εκκλησία το βάπτισμα ετελείτο δια τριπλής καταδύσεως σε ύδωρ. Την πράξη αυτή της Εκκλησίας μαρτυρούν τα σωζόμενα βαπτιστήρια, ειδικά κτίσματα κείμενα παραπλεύρως του ναού, στα οποία βαπτίζονταν οι κατηχούμενοι.
Τι είναι το χρίσμα; Είναι το ιερό μυστήριο κατά το οποίο, χρισμένων σταυροειδώς με άγιο μύρο των μελών του βαπτισθέντος, κατέρχεται η θεία χάρη η οποία σφραγίζει την αρξάμενη νέα πνευματική ζωή, τα χαρίσματα του βαπτίσματος σε βίο προσωπικό, θεοφιλή και ενάρετο. Το χρίσμα, αν και τελείται συνειμμένως με το βάπτισμα, δεν είναι μέρος του βαπτίσματος, αλλά μυστήριο αυτοτελές και ίδιο. Είναι δε μυστήριο μη επαναλαμβανόμενο.
Ή χρισματική χάρη είναι διαφορετική από τη βαπτισματική. Ενώ το ιερό βάπτισμα δημιουργεί τη νέα ύπαρξη και εισάγει τον άνθρωπο στη νέα εν Χριστώ ζωή, το χρίσμα σφραγίζει με τις δωρεές του αγίου Πνεύματος την ύπαρξη αυτή, βοηθώντας τον άνθρωπο να εισέλθει στο δόλιχο (οδό) των πνευματικών αγώνων και ν’ αξιοποιήσει υποκειμενικά το αγαθό του ιερού βαπτίσματος.
Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία το χρίσμα τελείται μετά το βάπτισμα. Δια των δωρεών του Αγίου Πνεύματος κατασφραγίζεται η νέα ύπαρξη η αναδυθείσα από την κολυμβήθρα του βαπτίσματος, ενώ ο νέος πνευματικός βίος διαπτύσσεται σε προσωπικό έργο στις ψυχές των βαπτισθέντων. Ή Ορθόδοξη Ομολογία παραινεί: «Παρευθύς μετά το βάπτισμα να χρίει ο ιερεύς το βαπτιζόμενον εις τα διορισμένα μέλη, επιλέγων τα λόγια "σφραγίς δωρεάς πνεύματος αγίου"».
Πέρα από αυτά η τέλεση του χρίσματος ευθύς μετά το βάπτισμα αποτελεί πράξη αρχαιότατη της Εκκλησίας. Τη μαρτυρία της εν Λαοδικεία Συνόδου: «Οί φωτιζόμενοι μετά το βάπτισμα χρίονται χρίσματι επουρανίω».

Περί του αναδόχου
Το μυστήριο του βαπτίσματος είναι ο μοναδικός τρόπος, με τον οποίον ο άνθρωπος, με την δύναμη της Χάριτος του Θεού, αφαρπάζεται από την κυριαρχία του πονηρού, αναγεννάται και εντάσσεται στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Το βάπτισμα είναι «φυτεία προς αθανασίαν» ( Μ. Αθανάσιος, PG.29,10) και «όχημα προς ουρανόν, βασιλείας πρόξενον, υιοθεσίας χάρισμα» (Μ. Βασίλειος, PG. 31,433). Ο ίδιος ο Κύριος βαπτίσθηκε και μίλησε για το βάπτισμα εις το όνομα της Αγ. Τριάδος. Αποστέλλοντας εις το κήρυγμα τους αγίους Αποστόλους, μετά την Ανάσταση, τους είπε: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…» (Ματθ. Κη΄ 19). «Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται» (Μαρκ. ιστ΄ 16). Ακολουθούντες την σαφή εντολή του Κυρίου έκτοτε οι Απόστολοι και κατ’ επέκτασιν η Εκκλησία βάπτιζαν κατόπιν ομολογίας της πίστεως. Έτσι ο Απόστολος Πέτρος, την ημέρα της Πεντηκοστής, μετά το κήρυγμα, συνέστησε εις το πλήθος των ακροατών του να μετανοήσουν και εν συνεχεία να βαπτισθούν.Πολύ ενωρίς – το αργότερο κατά το δεύτερον ήμισυ του β΄ αιώνος – ενεφανίσθη και ταχέως – οριστικώς κατά τον ε΄ αιώνα – επεκράτησε ο νηπιοβαπτισμός. Από την Κ. Διαθήκη πληροφορούμεθα ότι νήπια βαπτίζονταν υπό της Εκκλησίας ήδη από τον α΄ μ.Χ. αιώνα (Πρξ. στ΄ 13-15, 31-33, ιη΄ 8, ι΄1-2, 24, 44, 47, 48). Κατά τους πρώτους αιώνες οι περισσότεροι δέχονταν το βάπτισμα σε ώριμη ηλικία, ο δε ανάδοχος, μνημονευόμενος το πρώτον κατά την καμπή του β΄ προς γ΄ αιώνα, παρίστατο ως εγγυητής των ειλικρινών προθέσεων και της πίστεως του βαπτιζομένου. Σήμερα ορίζεται μεν υπό του έχοντος την επιμέλεια του παιδιού, είναι δε ο εγγυητής έναντι της Εκκλησίας, και αναπληρώνει την έλλειψη βουλήσεως του νηπίου, παράλληλα βεβαίως με τους γονείς, και ομολογεί την πίστη εξ ονόματός του. Ομολογεί βεβαίως την ορθόδοξη πίστη και αναλαμβάνει την υποχρέωση να διδάξει τον νεοφώτιστο, μαζί με τους γονείς, μόλις έλθει σε κατάλληλη ηλικία, το περιεχόμενο της πίστεως μας.Το πρόσωπο του αναδόχου είναι ιερό. Συνάπτει δεσμό πνευματικής συγγένειας με τον αναδεκτό (ή την αναδεκτή) και την οικογένειά του. Κατά τον Άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης ο ανάδοχος είναι «εγγυητής εις Χριστόν , ώστε τηρείν τα της πίστεως και χριστανικώς ζήν». (PG 155, 213). Ως εκ της φύσεως του λειτουργήματος του επιβάλλεται να τυγχάνει της εμπιστοσύνης και αποδοχής της Εκκλησίας, και να είναι ενεργό μέλος αυτής.Επομένως δεν επιτρέπεται να παρίστανται ως ανάδοχοι εις το μυστήριο του Βαπτίσματος: οι αλλόθρησκοι, οι ετερόδοξοι, οι σχισματικοί, και αφορισμένοι. Δεν γίνονται επίσης δεκτοί οι γονείς του βαπτοζομένου (ν. 26 Λέοντος του Δ΄ ), οι κληρικοί και οι μοναχοί(1), ενώ από της επικρατήσεως του νηπιοβαπτισμού είναι αδιάφορο το φύλο του αναδόχου. Αποκλείονται ωσαύτως οι δεδηλωμένοι άθεοι και άπιστοι, οι ανήλικοι και οι τελέσαντες πολιτικό γάμο, οι τελευταίοι ως επιδεικτικώς παραβιάζοντες τις εντολές και αποφάσεις της Εκκλησίας(2). 1. Αποφάσεις πατριαρχικής Συνόδου Κων/πόλεως έτ. 1796 Μ. Γεδεών: Καν. Διατάξεις τ. Α΄ σ. 295 επ. και έτ. 1806 αυτόθι τ. Β΄ σ. 106 επ. & 3 Πρβλ. Πέτρον Χαρτοφύλακα εν Συντάγματι τ. Ε΄ σ. 370.2. Βλ. Εγκύκλιο Ι. Συνόδου υπ’ αριθμ. 2309/21-1-1982.Εκ της Συνοδικής Επιτροπής Δογματικών και Νομοκανονικών ζητημάτων