17/8/09

Ο Άγιος Βησσαρίων Αρχιεπίσκοπος Λαρίσης και Τρικκης.

Απολυτίκιο Αγ. Βησσαρίωνος.
Ήχος δ΄. Κανόνα πίστεως
Της Πύλης το βλάστημα, της Θεσσαλίας φωστήρ, της Τρίκκης το σέμνωμα και των θαυμάτων πηγή εδείχθης τρισόλβιε΄ πάσαν δοκιμασίαν εν Χριστώ υπομείνας, δόξη ηγλαισμένος συν Αγγέλοις αγάλλη. Άγιε Βησσαρίων πανάριστε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Πασίγνωστος, ο άγιος Βησσαρίων, στη Θεσσαλία - Ήπειρο - Στερεά Ελλάδα - Ιόνια νησιά, ακόμα και στην Ρουμανία, όπου έφτασε η Θαυματουργική του χάρη, άγνωστος όμως σε πάρα πολλούς χριστιανούς, ο άγιος Βησσαρίων.
Ο άγιος Βησσαρίων γεννήθηκε στην Πύλη ή Μεγάλη Πόρτα ή Πόρτα Παναγιά Τρικάλων της Θεσσαλίας το 1490.
Πανέξυπνος ο μικρός Βησσαρίων και γεμάτος αγάπη για το Θεό και την εκκλησία Του, σε ηλικία δέκα ετών, κατεβαίνει στα Τρίκαλα και γίνεται μαθητής ενός αγίου Γέροντα. Του Μητροπολίτη Λαρίσης Μάρκου, εγκαταλείποντας: τους γονείς το Σωτήριο και τη Μαρία, αδέλφια, σπίτι, συγγενείς, φίλους, παιχνίδια, "απολαύσεις" της ζωής.
Πόσο πολύ πρέπει να αγαπούσε τον Χριστό ο μικρός Βησσαρίων!
Τα δικά μας παιδιά, αγαπάνε τον Χριστό τόσο όσο ο μικρός Βησσαρίων;
Εμείς θα δίναμε την ευχή μας στα παιδιά μας, όπως έκαναν οι γονείς του μικρού Βησσαρίωνα, όταν εκείνα αποφάσιζαν να αφιερωθούν στο Θεό ή θα τα αποτρέπαμε από κάτι τέτοιο; Και, τι θα είχαμε ν' απαντήσουμε στον Χριστό όταν εκείνος μας ρωτούσε: «Γιατί δεν αφήσατε τα παιδιά σας να έλθουν σε μένα;
Μακάρια τα παιδιά που από μικρά έχουν ζήλο Θεού.
Αν και παιδί ακόμη ο Βησσαρίων είχε γεροντική φρονιμάδα να ψάξει, να βρει και να υποταχθεί σε πνευματικό πατέρα, οδηγό πεπειραμένο που να τον κατευθύνει σωστά στο δρόμο του Θεού, γλιτώνοντάς απ' τις παγίδες δαίμονα.
Πίστευε, ότι υπακούοντας σ' αυτόν, υπακούει στον ίδιο τον Χριστό.
Επίσκοπος 27 ετών, εκτιμώντας τον ζήλο του, την υπακοή και τα υπόλοιπα χαρίσματα τού αγίου, ο πνευματικός του Αρχιεπίσκοπος Λαρίσης Μάρκος, η Λάρισα ήταν Αρχιεπισκοπή με επτά επισκοπές στη δικαιοδοσία της και αφού τον έχει ήδη κάνει διαδοχικά μοναχό, διάκονο και πρεσβύτερο, τον χειροτονεί το 1517 επίσκοπο 'Ελασσώνος και Δομενίκου.
Στην Ελασσόνα όμως δεν τον δέχθηκαν, επειδή τον επίσκοπο τους τον έστελνε το Πατριαρχείο τής Κωνσταντινούπολης και όχι ο Αρχιεπίσκοπος Λαρίσης, Γι' αυτό οι κάτοικοι τής Ελασσόνας δημιουργούν επεισόδια σε βάρος του. Η αντίδραση του αγίου: Αδιαφορεί για την εξουσία, φροντίζει για την ενότητα της Εκκλησίας. Αποχωρεί από τον επισκοπικό του θρόνο για να επέλθει η ειρήνευση στην τοπική 'Εκκλησία κι επιστρέφει στον πνευματικό του πατέρα.
Πρώτη προτεραιότητα του αγίου ήταν η ενότητα και η ειρήνη της 'Εκκλησίας.
Το 1521 όμως, διαδέχεται ως Αρχιερατικός Επίτροπος, στον επισκοπικό θρόνο Σταγών (Καλαμπάκας) τον Θανόντα επίσκοπο Νικάνορα. Ο λαός της Καλαμπάκας γνωρίζοντας το ποιον του άνδρα τον καλοδέχεται και ο άγιος ποιμαίνει το λογικό ποίμνιο που του εμπιστεύθηκε ο Κύριος, για έξι συναπτά χρόνια αν και όχι πάντα χωρίς πειρασμούς και δυσχέριες.
Όταν το 1527, ο Κύριος καλεί κοντά Του, τον πνευματικό πατέρα του αγίου, Μητροπολίτη Λαρίσης Μάρκο. Ο άγιος ψηφίζεται, με τη θέληση κλήρου και λαού, Αρχιεπίσκοπος Λαρίσης ως Βησσαρίων ο Β.
Ο άγιος Βησσαρίων μοχθεί να φανεί άξιος της κλήσης και της τιμής που του έγινε.
Πρώτη του προτεραιότητα ως Αρχιεπισκόπου είναι ή εκλογή ικανών, ανεπίληπτων, συνετών, ειρηνικών, εργατικών, συνεργατών – επισκόπων. Όταν τους επιλέγει, τους παίρνει μαζί του στα Τρίκαλα, όπου μεταφέρει την έδρα της μητρόπολης του. Συνεργάζονται άψογα, τέλεια, δηλαδή χριστιανικά και τα αποτελέσματα φαίνονται άμεσα.
Αρχιεπίσκοπος Λαρίσης πλέον ο Βησσαρίων και μπροστά του ανοίγεται ένα ευρύ πεδίο κοινωνικής δράσης Ασκεί νυχθημερόν τα (7) επτά έργα της υλικής ελεημοσύνης Δηλαδή:
Τρέφει τους πεινασμένους. Ποτίζει τους διψασμένους. Φιλοξενεί τους ξένους.
Ντύνει τους γυμνούς. Επισκέπτεται τους αρρώστους.
Φροντίζει για τους Φυλακισμένους και για όσους έχουν ανάγκη.
Ενταφιάζει πρόθυμα και αγόγγυστα τους φτωχούς όταν εκείνοι πεθαίνουν.
Αυτό ήταν το κοινωνικό έργο του αγίου.
Παράλληλα ο άγιος εξασκεί και τα επτά έργα της πνευματικής ελεημοσύνης η όποια είναι ανώτερη της υλικής, δηλαδή:
Προσκαλεί σε μετάνοια τούς αμαρτωλούς. Κηρύττει την πίστη στους αμαθείς και ανίδεους. Συμβουλεύει τούς αμελείς και τεμπέληδες στα πνευματικά.
Παρακαλεί το Θεό υπέρ της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου.
Παρηγορεί τους πονεμένους και απελπισμένους. Συγχωρεί εκείνους πού τον αδικούν.
Υπομένει τις Θλίψεις και τις αρρώστιες, δίνοντας παράδειγμα ιώβειας υπομονής σε όλους μας.
Σ' αυτά τα έργα οφείλουμε να καταγινόμαστε κι εμείς αν θέλουμε να βρούμε έλεος και χάρη παρά Θεού. Οι σωματικοί κόποι ταπεινώνουν το σώμα.«Και όταν ταπεινώνεται με επίγνωση το σώμα, ταπεινώνεται και η ψυχή».
Ας ταπεινωθούμε, λοιπόν, όπως ταπεινωνόταν και ο άγιος Βησσαρίων , ο οποίος αν και ήταν δεσπότης, περιποιόταν ο ίδιος τους αρρώστους και μόνος του έπλενε τα βρώμικα ρούχα τους, κατά τις βραδινές μάλιστα ώρες για να μην τον δει κανείς, επαινέσει το έργο του και έτσι χάσει την ανταμοιβή που επιφυλάσσει ο Κύριος μας; ο όποιος έχει πει: «σου δε ποιούντος ελεημοσύνην, μη γνώτω ή αριστερά σου τι ποιεί ή δεξιά σου, όπως n σου η ελεημοσύνη εν τω κρυπτώ και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ. (ΜατΘ. 6,4).
Ως καλός ποιμένας ο άγιος φροντίζει:
Ελευθερώνει τις ψυχές των ανθρώπων που του έχει εμπιστευθεί ο Θεός, αρπάζοντας τες από του αόρατου εχθρού, του δαίμονα.
Γλιτώνει ανθρώπους από τα νύχια του ορατού εχθρού, του Τούρκου κατακτητή.
Μεγάλο και το εθνικά έργο του αγίου. Κατά την Τουρκοκρατία, Υπουργεία Πρόνοιας και Δημοσίων Έργων δεν υπήρχαν.
'Η 'Εκκλησία φρόντιζε για όλα αυτά. «Και έρχονται σήμερα οι άθεοι υλιστές και ρωτάνε τι έκανε η Εκκλησία τα χρόνια εκείνα!»
Έτσι ο άγιος μας, πέρα από τους πνευματικούς δρόμους που ανοίγει και τα πνευματικά γεφύρια που χτίζει, για να περάσει στη σωτηρία ο ταλαιπωρημένος άνθρωπος τής εποχής του, φροντίζει να φτιάξει και δημόσια έργα, όπως δρόμους και γεφύρια (π.χ. Πορταικού, Σαρακίνας και άλλα) για να εξυπηρετούνται στις μετακιvήσεις και στις μεταφορές τους οι κάτοικοι τής Μητρόπολής του.
Ονομαστό και Θαυμαστό μέχρι και σήμερα είναι το γεφύρι πού έφτιαξε στη θέση Κόρακα, για να διευκολυνθούν οι άνθρωποι στο πέρασμα του 'Αχελώου ποταμού.
Φιλομόναχος από παιδί ο άγιος επιδιώκει και με την βοήθεια του Θεού κατορθώνει να κτίσει την δική του μοναχικό ασκητικό μοναστήρι.

Ανεγείρει, το 1527 στις πλαγιές του Κόζιακα και κοντά στη γενέτειρα του, μεγάλο και περίλαμπρο μοναστήρι, του Δούσικου, όπως ονομάζεται μέχρι σήμερα, με 366 κελιά όσες και οι μέρες του χρόνου, όπου στεγάζει τα πνευματικοπαίδια του. Το μεγαλόπρεπο Καθολικό του, (ο κεντρικός ναός πού βρίσκεται στο μέσο της αυλής του μοναστηριού) είναι αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Από εκεί και η προσωνυμία του άγιου, Βησσαρίων ο Β' ο του Σωτήρος, για να διακρίνεται από τον άγιο Βησσαρίων τον Α' τον ηγιασμένο. Με σκοπό να συγκεντρώσει χρήματα για την αποπεράτωση του Θεάρεστου έργου του, ταξιδεύει (1529) στην Κωνσταντινούπολη και στην Ουγγροβλαχία (Ρουμανία).
Στο έργο της ανοικοδόμησης του μοναστηριού βοηθούν επίσης και ο αδελφός του αγίου, Ιγνάτιος, επίσκοπος Καπούας και Φαναρίου και ο ανεψιός του, Νεόφυτος ο Β', ο και διάδοχος του κατόπιν, στην Αρχιεπισκοπή Λαρίσης .
«Κατά τον πολυκύμαντο μακραίωνα βίο της η Μονή ανέπτυξε πλουσιότατη εθνική, κοινωνική και φιλανθρωπική δράση και εξελίχθηκε σ' ένα σπουδαίο πνευματικό κέντρο με την βιβλιοθήκη της και τους λογίους μοναχούς της. Στα ζοφερά χρόνια της τουρκοκρατίας ίδρυσε ιατρείο και ανέλαβε την διεύθυνση της Ελληνικής Σχολής στα Τρίκαλα». Στο μοναστήρι λειτούργησε και Κρυφό Σχολειό. «Απόφοιτοι του σχολείου αυτοί διακρίθηκαν αργότερα ως επιφανείς κληρικοί, δάσκαλοι του Γένους, αγωνιστές της Ελευθερίας».
Με εντολή του αγίου, ή Μονή είναι άβατος για τις γυναίκες.
Το 1740 όταν οι Πατέρες της Μονής έβαλαν μέσα στο μοναστήρι, τα γυναικόπαιδα των διπλανών χωριών , για να τα προφυλάξουν από τη δολοφονική μανία των 'Αλβανών ληστών, έγινε τρομερός σεισμός και μια ξαφνική αστραπή έσχισε το κυπαρίσσι που ήταν στο μέσον του μοναστηριού.
Άλλοτε πάλι, όταν μια Τουρκάλα αρχόντισσα Θέλησε να μπει στο μοναστήρι, έγινε σεισμός και σχίσθηκε το κάστρο απ' έξω, η δε Τουρκάλα ποη έφυγε βρίζοντας, ξεψύχησε προτού προλάβει να πάει στα Τρίκαλα. Έτσι προστάτεψε το άβατο του μοναστηριού του ο άγιος. Οφείλουμε όλοι να σεβόμαστε τις επιθυμίες των αγίων.
Ο άγιός μας, από μικρός ήταν φιλάσθενος. Τυραννιόταν από χρόνια ασθένεια η οποία και τελικά τον κατέβαλε. Αξιώθηκε όμως του προορατικού χαρίσματος και αφού προείδε τον Θάνατό του, συγκέντρωσε και συμβούλεψε κατάλληλα τους υποτακτικούς του.
Έφυγε στον ουρανό, για να συναντήσει Αυτόν που αγάπησε τόσο όσο τίποτε άλλο στην σύντομη επί γης παρουσία του, στις 15 Σεπτεμβρίου 1540, σε ηλικία 50 μόλις ετών. Τον ενταφίασαν στο ναό του Αγίου Νικολάου που ο ίδιος είχε χτίσει.
Το 1798, ο τάφος του, βρέθηκε να ευωδιάζει, άλλά ήταν άδειος. Ένας Τούρκος έκλεψε και πούλησε σε Γάλλους παπικούς, το λείψανο τού αγίου. Ευτυχώς βρέθηκε η αγία κάρα του η όποία και φυλάσσεται ως Θησαυρός πολύτιμος και πηγή δωρημάτων στο μοναστήρι του. Αστείρευτη πηγή Θαυμάτων.
Έτσι δοξάζει ο Θεός εκείνους πού τον δοξάζουν επί της γης. «Τούς δοξάζοντάς με δοξάσω» (Α' Βασιλ. Β'32). «Άγιε του Θεού πρέσβευε στον Κύριο και Θεό μας και υπέρ ημών των αμαρτωλών». Επίσης ο άγιος, γλιτώνει από βέβαιο πνιγμό ένα μικρό παιδί που παρασύρθηκε από τα ορμητικά νερά του ποταμού καθώς τον περνούσε για να πάει φαγητό στο πατέρα του. Παρουσιάζεται ο άγιος κατά την ώρα του κινδύνου στον μικρό, του δίνει την πατερίτσα του να πιαστεί και τον τραβάει έξω, έπειτα του λέει: «Πήγαινε στο σπίτι σου κι εκεί θα με βρεις». Το παιδί πήγε στο σπίτι του και ανεγνώρισε το σωτήρα του στην εικόνα του αγίου Βησσαρίωνα.

Ακόμα και οι Τούρκοι τιμούσαν τον άγιο Βησσαρίωνα, καθώς πολλούς πιστούς αγαρηνούς, που με ασέβεια βλασφήμησαν κατά του αγίου, παραδειγματικά φοβέρισε και τιμώρησε. Φανερώνεται επίσης σε θλιμμένους λαϊκούς και μοναχούς, σε ασθενείς, σε φυλακισμένους και τούς ενισχύει ποικιλοτρόπως.
Ο άγιος με τη διαθήκη του, παραγγέλνει προς τους πατέρες και αδελφούς της Μονής του αλλά και προς όλους μας:
Έχετε αγάπη μεταξύ σας, την κορωνίδα όλων των αρετών, την πηγή και ρίζα και κορυφή πάντων των αγαθών.
Έχετε ομόνοια για να έχετε το Θεό ανάμεσα σας.
Γίνετε μιμητές και φίλοι και οπαδοί του Δεσπότη Χριστού.
Αντισταθείτε σ' εκείνον που μας πολεμάει νυχθημερόν με χίλιες δύο διαβολές και ενέδρες. Mελετάτε τις θείες γραφές.
Μη μνησικακείτε, μη ραθυμείτε, μη καταλαλείτε, μη φιλονικείτε, μη φιλοδοξείτε, μη φιλαργυρείτε, μη περηφανεύεστε, μη σκανδαλίζετε, μη θυμώνετε, μην αγαπάτε την πολυτέλεια και την πρωτοκαθεδρία, «ίνα και της βασιλείας των Ουρανών μέτοχοι γένησθε, και της χαράς των εκλεκτών αξιωθείτε εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών». Απολυτίκιο Αγ. Βησσαρίωνος.
Ήχος δ΄. Κανόνα πίστεως
Της Πύλης το βλάστημα, της Θεσσαλίας φωστήρ, της Τρίκκης το σέμνωμα και των θαυμάτων πηγή εδείχθης τρισόλβιε΄ πάσαν δοκιμασίαν εν Χριστώ υπομείνας, δόξη ηγλαισμένος συν Αγγέλοις αγάλλη. Άγιε Βησσαρίων πανάριστε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Έτερον Απολυτίκιον
Ήχος α΄. Της ερήμου πολίτης
Τον ποιμένα Λαρίσης και Τρικκαίων τον έφορον, τον θαυματουργόν Ιεράρχην, του Χριστού Βησσαρίωνα, τιμήσωμεν εν ύμνοις οι πιστοί΄ ιάσεις γαρ πηγάζει δαψιλείς, και λυτρούται νοσημάτων φθοροποιών τους ευσεβώς κραυγάζοντας΄ Δόξα τω σε δοξάσαντι λαμπρώς, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ο της Λαρίσης θείος ποιμήν΄ χαίροις ο Τρικκαίων αντιλήπτωρ και αρωγός΄ χαίροις ο πηγάζων, θαυμάτων θεία ρείθρα, παμμάκαρ Βησσαρίων, τοις προσιούσι σοι.
Ο άγιος Βησσαρίων ο Α' ο ηγιασμένος.
Υπάρχει και άλλος άγιος Βησσαρίων Αρχιεπίσκοπος Λαρίσης, του οποίου δεν γνωρίζουμε όμως τον τόπο και τον χρόνο της γέννησης και του Θανάτου του. Εκείνο που είναι γνωστό, είναι ότι παραιτήθηκε λόγω γήρατος από το Θρόνο του και εφησύχαζε. Η ύπαρξη αυτού του αγίου έγινε γνωστή από μια τοιχογραφία πού αποκαλύφθηκε το 1920, στον Ι.Ν. Αγίων Αναργύρων Τρικάλων, όπου εικονίζονται (7) επτά άγιοι Αρχιεπίσκοποι Λαρίσης και μεταξύ αυτών και ο «Άγιος Βησσαρίων Β' ο του Σωτήρος» και ο «Άγιος Βησσαρίων ο πρώην» ο οποίος για την αγιότητα του βίου του καλείται και «Ηγιασμένος» για να ξεχωρίζει από τον συνονόματο του άγιο.
Απολυτίκιο των δύο Αγίων.
Ήχος α΄. Της ερήμου πολίτης.
Τους κλεινούς ποιμενάρχας της Λαρίσης τιμήσωμεν, τους ομωνυμία και βίω ισαγγέλω εκλάμποντας, τον πρώτον Βησσαρίωνα πιστοί, ομού και τον συνώνυμον αυτώ, Βησσαρίωνα τον δεύτερον εν ωδαίς, συμφώνως ανακράζοντες΄ δόξα τω στεφανώσαντι ημάς, δόξα τω θαυμαστώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δι΄ υμών, πάσιν ιάματα.
Μεγαλυνάριον των δύο Αγίων.
Χαίροις Βησσαρίων Πάτερ σοφέ, Πρόεδρε Λαρίσης και Οσίων ο μιμητής. Χαίροις Βησσαρίων συνώνυμε του πρώτου, ποιμένες Λαρισαίων αξιοθαύμαστοι.


Βιβλιογραφία

1) . 0 Μέγας Συναξαριστής. Ματθαίου Λαγγή, ΑΘήνα 1990.

2) . «0 Άγιος Βησσαρίων (ΔΟΥΣΙΚΟΝ)», Μητροπολίτου Τρίκκης και Σταγών Διονυσίου, 'Αθήναι 1966.

3) Εορτολόγιο τσέπης 2001, Ιεράς Μητροπόλεως Ελασσόνας, αφιερωμένα στον άγιο Βησσαρίωνα .
Τα Μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας είναι Όλα ιερά και Θεοΐδρυτα.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει ότι η Θεία Ευχαριστία λέγεται και Μετάληψις και Κοινωνία. Εξηγεί σημειώνοντας: Μετάληψις, επειδή «δι΄ αυτής της του Ιησού θεότητος μεταλαμβάνομεν», και Κοινωνία, «δια το κοινωνείν ημάς δι΄ αυτής τω Χριστώ και μετέχειν αυτού της σαρκός τε και της θεότητος» (P.G. 94, 1153). Την ίδια εξήγηση δίνουν και άλλοι Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς.
Η σύσταση του Μυστηρίου.
Το Μυστήριο συνέστησε ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, σύμφωνα με τις αδιάψευστες μαρτυρίες της Καινής Διαθήκης και τη χριστιανική παράδοση από τους πρώτους αιώνες. Τούτο είχε σκιαγραφηθεί στις θυσίες του μωσαϊκού νόμου, ολοκληρωμένο όμως μας παραδόθηκε από τον Κύριο, όταν επρόκειτο να οδηγηθεί σύντομα στο πάθος, το βράδυ κατά το οποίο συνέφαγε με τους μαθητές του για το εβραϊκό Πάσχα. Αφού δηλαδή δείπνησαν σύμφωνα με τη μωσαϊκή παράδοση, παρέδωσε την καινή (νέα) θυσία, αφού τεμάχισε τον άρτο και τον μοίρασε στους μαθητές, αποκαλώντας τον άρτο σώμα δικό του, δίνοντας δε σ΄ αυτούς και το ποτήριο που ήταν γεμάτο από πρόσμειξη κρασιού και νερού. Αυτή η πρόσμειξη διεκήρυξε ότι είναι πραγματικά το αίμα του. Ακόμα τους έδωσε την εντολή να κάνουν το ίδιο, ώστε να τον θυμούνται, να γνωρίζουν δε καλά ότι κάθε φορά που το τελούν ομολογούν του Κυρίου και Διδασκάλου τη θυσία.
Η αγιογραφικές μαρτυρίες:
Οι ιεροί ευαγγελιστές Ματθαίος (26, 26-28), Μάρκος (14, 22-24) και Λουκάς (22, 19-20) σχεδόν με τα ίδια λόγια, αν και επιγραμματικά, εκθέτουν τα σχετικά με τον Μυστικό Δείπνο και την παράδοση του Μυστηρίου από τον Κύριο και Διδάσκαλό τους. Αρκετά πιο αναλυτικός είναι ο απόστολος των εθνών Παύλος, όταν γράφει στους Κορινθίους (Α΄ 11, 23-26): «Εγώ αυτό παρέλαβα από τον ίδιο τον Κύριο, κι αυτό σας παρέδωσα: Ο Κύριος Ιησούς, τη νύχτα που ήταν να παραδοθεί στους σταυρωτές του, πήρε άρτο, και, αφού έκανε ευχαριστήρια προσευχή, τον τεμάχισε και είπε: «Λάβετε και φάγετε· αυτό είναι το σώμα μου, που τεμαχίζεται για χάρη σας. Αυτό να κάνετε στην ανάμνησή μου». Παρόμοια, όταν τέλειωσε το δείπνο, πήρε το ποτήριο και είπε: «Αυτό το ποτήριο είναι η νέα διαθήκη που επικυρώνεται με το αίμα μου. Όποτε πίνετε απ΄ αυτό το ποτήριο, να το κάνετε στην ανάμνησή μου». Γιατί ωσότου να έρθει ο Κύριος, πάντοτε, όποτε τρώτε αυτόν τον άρτο και πίνετε αυτό το ποτήριο, διακηρύττετε το θάνατο του Κυρίου».
Αλλά και ο ιερός ευαγγελιστής Ιωάννης, κάνει εκτενή λόγο για τον Ιησού, ως άρτο της ζωής, και για τους πιστούς σ΄ εκείνον, οι οποίοι «τρώγουν» και «πίνουν», δηλαδή μεταλαμβάνουν του σώματος και του αίματός του. «Είπεν ο Ιησούς· εγώ ειμί ο άρτος της ζωής...» (6, 35) και «εγώ ειμί ο άρτος ο ζων ο εκ του ουρανού καταβάς· εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσεται εις τον αιώνα. Και ο άρτος δε ον εγώ δώσω, η σαρξ μου εστίν, ην εγώ δώσω υπέρ της του κόσμου ζωής» (6, 51). Μόνον όσοι τρώγουν τη σάρκα και πίνουν το αίμα, δηλαδή όσοι μεταλαμβάνουν με πίστη τα άχραντα Μυστήρια, θα έχουν ζωή αιώνια, διαβεβαίωσε ο Ιησούς Χριστός, όταν με τρόπο κατηγορηματικό έλεγε στους Ιουδαίους και στον καθέναν από μας: «Σας διαβεβαιώνω· αν δεν φάτε τη σάρκα του Υιού του Ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα του δεν έχετε μετοχή στη ζωή. Αυτός που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου έχει ζωή παντοτινή, κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα...» (Ιω. 6, 53-54).
Ακολουθώντας την εντολή του Χριστού οι πρώτοι χριστιανοί, στη διάρκεια των λατρευτικών τους συνάξεων που γίνονταν τις εσπερινές ώρες, μεταλάβαιναν από έναν αγιασμένο άρτο και από ένα ποτήριο που είχε ευλογηθεί. Αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων ότι οι πιστοί «ήσαν προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων και τη κοινωνία και τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς» (2, 42), ενώ «κάθε μέρα συγκεντρώνονταν με ομοψυχία στο ναό, τελούσαν τη θεία Ευχαριστία σε σπίτια και έτρωγαν την τροφή τους γεμάτοι χαρά και με απλότητα στην καρδιά» (Πραξ. 2, 46).
Σταδιακά επικράτησε να τελείται η θεία Ευχαριστία το πρωί, από ευλάβεια προς το Μυστήριο, όπως αναφέρει ο απόστολος Παύλος (Α΄ Κορ. 11, 21). Επιπλέον οι ανάγκες και οι διωγμοί των τριών πρώτων αιώνων, δεν επέτρεπαν στους χριστιανούς να συνάζονται κάθε μέρα και να τελούν το Μυστήριο. Έτσι, καθώς μαρτυρεί ο άγιος Ιουστίνος, ο μάρτυς, οι πιστοί συνέρχονταν την Κυριακή, χωρίς να αποκλείονται και άλλες ημέρες της εβδομάδας.
Ο Μέγας Βασίλειος, οι χριστιανοί «τέταρτον καθ΄ εκάστην εβδομάδα» κοινωνούν: Κυριακή, Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο, αλλά και Δευτέρα η Τρίτη «εάν η μνήμη αγίου τινός» (P.G. 32, 484).
Είναι σημαντικό ότι κατά τους πρώτους αιώνες, του σώματος και αίματος του Χριστού κοινωνούσαν όλοι οι χριστιανοί, εκτός από εκείνους που βαρύνονταν με σοβαρά αμαρτήματα και «κωλύονταν». Έτσι ο 9ος ιερός κανόνας των Αγίων Αποστόλων όριζε: «Πάντας τους εισιόντας πιστούς και των Γραφών ακούοντας, μη παραμένοντας δε τη προσευχή και τη αγία μεταλήψει, ως αταξίαν εμποιούντας τη Εκκλησία αφορίζεσθαι χρη». Τούτο επιβεβαιώνεται τόσο από τη μαρτυρία του αγίου Ιουστίνου, που γράφει ότι η θεία Κοινωνία «και τοις ου παρούσι δια των διακόνων πέμπεται», εφόσον δικαιολογημένα ήταν απόντες, όσο και από τις «Αποστολικές Διαταγές», που καθορίζουν τη σειρά της μεταλήψεως: «μεταλαμβανέτω ο επίσκοπος, έπειτα οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι και οι υποδιάκονοι και οι αναγνώσται και οι ψάλται και οι ασκηταί, και εν ταις γυναιξίν και αι παρθένοι και αι χήραι, είτα τα παιδία, και τότε πας ο λαός κατά τάξιν μετά αιδούς και ευλαβείας άνευ θορύβου».
Τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί εἰς οὕς ἀπείργουσιν οἱ Θεῖοι καί Ἱεροί Κανόνες. Καί ἡ καθ' ἡμᾶς Ἁγιωτάτη Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀνόθευτον διά τῶν αἰώνων τηρήσασα καί τηροῦσα τήν ἥν παρέλαβε διδασκαλίαν καί παράδοσιν τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, μακράν πάσης μισαλλοδοξίας, μετ' ἀγάπης πάντοτε, συμπαθείας καί ἀγαθῆς διαθέσεως, παρά τά δεινά καί τάς δοκιμασίας, καί τήν ἐπιστροφήν εἰς τήν ὀρθόδοξον πίστιν, ἀφ' ἧς καινοτομήσασαι ἀπεμακρύνθησαν, ἐπιποθεῖ καί ἀναμένει. Ἀλλ' εἶναι ὡσαύτως ἀληθές καί ὑπό τῆς αὐτῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως ὁμοίως μαρτυρεῖται, ὅτι οὐδέποτε ἐπαύσατο ἀγρυπνοῦσα ὑπέρ τοῦ ἐμπεπιστευμένου Αὐτῇ ὀρθοδόξου πληρώματος καί οὐδέποτε, παραμελήσασα ἤ καί ὀλιγωρήσασα, ἀφῆκεν ἀνεπιτήρητον τήν ἥν ἀνόθευτον παρέλαβε καί διαφυλάσσει ὀρθόδοξον πίστιν καί παράδοσιν ἀπό τῶν κατ' αὐτῆς ἐπιβουλῶν. Τούτου ἕνεκεν, ἡ ἱστορίᾳ τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας στοιχοῦσα, καί εἰς αὐστηράν παραφυλακήν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί παραδόσεως Αὐτῆς ἀφορῶσα, πρός τόν σκοπόν δέ ἵνα μηδενί τῶν πιστῶν ἡμῶν ἀφορμήν τινος δῶμεν ἐγκοπῆς τῇ ὀρθοδόξῳ πίστει, ἥν ὡς ἱεράν κληρονομίαν παρά τῶν Πατέρων ἡμῶν καί παρακαταθήκην παρελάβομεν.Τό Μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι θεοσύστατον μυστήριον, ἐν τῷ ὁποίῳ ὁ κοινωνῶν τοῦ εὐλογηθέντος ὑπό τοῦ κανονικῶς χειροτονηθέντος Ἐπισκόπου ἤ Πρεσβυτέρου καί μεταβληθέντος εἰς Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Κυρίου ἄρτου καί οἴνου, μεταλαμβάνει αὐτοῦ τοῦ ἀληθοῦς Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ εἰς ἕνωσιν καί συσσωμάτωσιν μετ' αὐτοῦ, ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί ζωήν αἰώνιον. Ἑπομένως οἱ κοινωνοῦντες τοῦ μυστηρίου τούτου ἑνοῦνται μυστικῶς καί συσσωματοῦνται μετά τοῦ Χριστοῦ "σύσσωμοι" καί "σύναιμοι" καί "χριστοφόροι" καί "θεοφόροι" γινόμενοι, κατά τούς γνωστούς πατερικούς χαρακτηρισμούς. Κατά τόν Ἅγιον Κύριλλον Ἱεροσολύμων, "μεταλαμβάνοντες Σώματος καί Αἵματος Χριστοῦ, σύσσωμοι καί σύναιμοι αὐτοῦ καί χριστοφόροι γενόμενοι, τοῦ σώματος αὐτοῦ καί τοῦ αἵματος εἰς τά ἡμέτερα ἀναδιδόμενον μέλη, οὕτω τε κατά τόν μακάριον Πέτρον, θείας κοινωνοί φύσεως γινόμεθα". Ἡ μετάδοσις ἐξ ἀμφοτέρων τῶν εἰδῶν, δίδεται πρός τά βεβαπτισμένα μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, συμπεριλαμβανομένων καί τῶν νηπίων, εὐθύς ἀπό τοῦ βαπτίσματος. Ἡ μετοχή τῶν πιστῶν εἰς τό μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας θεωρεῖται ἀπολύτως ἀναγκαία αὐτοῖς πρός σωτηρίαν, καθότι κατά τό ἀψευδές στόμα τοῦ Κυρίου : «ἐάν μή φάγητε τήν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πίνητε αὐτοῦ τό αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς» (Ἰωαν. στ΄ 53). Οἴκοθεν ὅμως ἐννοεῖται, ὅτι τῆς προσελεύσεως τοῦ πιστοῦ εἰς τήν κοινωνίαν τῶν ἀχράντων μυστηρίων δέον ὅπως προηγῆται ἀπαραιτήτως ἡ ἐπιβεβλημένη προπαρασκευή, συνισταμένη εἰς μετάνοιαν καί ἐξομολόγησιν, κάθαρσιν τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, εἰρήνευσιν μετά τοῦ πλησίον, νηστείαν καί προσευχήν κ.λπ., ἄνευ τῆς ὁποίας δέν συνιστᾶται τοῦτο μέν ἡ Θεία Κοινωνία, διότι κατά τόν μέγαν Ἀπόστολον τῶν ἐθνῶν Παῦλον «ὁ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως, κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει, μή διακρίνων τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου» (Α΄ Κορ. ια΄ 29), τοῦτο δέ ἡ ἑνότης ἐν τῇ ὑγιαινούσῃ πίστει τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἐφ' ὅσον εἰς τήν Ἀκολουθίαν τῆς Θείας Λειτουργίας, πρῶτον ἐτέθη ἡ κοινή ὁμολογία, ἡ ἀπαγγελία δηλονότι τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως καί ὕστερον ὁ καθαγιασμός τῶν Τιμίων Δώρων καί ἡ μετοχή εἰς τό Μυστήριον τῆς Κοινωνίας. Περί τοῦ ὅτι δέν ἐπιτρέπεται ἡ μετάδοσις τῆς ὑπό ὀρθοδόξου λειτουργοῦ εὐλογηθείσης Θείας Εὐχαριστίας εἰς ἑτεροδόξους, ἑτεροθρήσκους, ἤ καί μή βεβαπτισμένα μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐμμέσως πλήν σαφῶς ὁρίζουν οἱ Ἱεροί Κανόνες ΜΕ΄ καί ΞΔ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, Θ΄ καί ΛΓ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ καί Β΄ τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, καθώς καί ὁ Θ΄ Κανών τοῦ Ἁγίου Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας. Ἀρνητική ὡσαύτως εἶναι καί ἡ ὑπό τῶν κειμένων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων διδομένη ἐν προκειμένῳ ἀπάντησις, ὡς τό ὑπό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ διατασσόμενον "μή λαμβάνειν αἱρετικῶν μετάληψιν μήτε διδόναι".Ἐκ τῶν Κανονικῶν Διατάξεων τῶν σχετικῶν πρός τήν πρός ἑτεροδόξους μετάδοσιν τῶν καθηγιασμένων Ἀχράντων Μυστηρίων, αἱ ὁποῖαι ἐξεδόθησαν κατά τούς νεωτέρους χρόνους, θά πρέπῃ νά μνημονευθῇ, τοῦ Κωνσταντινουπόλεως Καλλινίκου πρός τόν Λαρίσης Παρθένιον ἐρωτήσαντα «περί τινων ἐνδεχομένων συμβῆναι· ἤγουν ἄν ἴσως καί ζητηθῇ ἀπό τούς εἰς τά αὐτόθι διατρίβοντας Λατίνους, τόσον Παπιστάς, ὡσάν καί Λουτεροκαλβίνους, κανένα ἐκκλησιαστικόν μυστήριον, νά τούς δοθῇ ἤ ὄχι» ἀπαντᾶ, ὅτι τοῦτο ἐπιτρέπεται μόνον, ἐφ' ὅσον οὗτοι θά ἀρνηθοῦν «τήν πλάνην των καί προσέλθουν εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν». Ἄλλως ἀπαγορεύεται ἡ μετάδοσις τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἰς αὐτούς, ἀκόμη «καί ἐπιθανατίως ἀσθενοῦντας καί ζητοῦντας τοῦτο, ἐφ' ὅσον δέν ἀπηρνήθησαν ρητῶς τήν πλάνην των» (Μ. Γεδεών, Κανονικαί Διατάξεις, Α΄, σ - 80 ἑξ). Ὡσαύτως καί ἡ Ἀπόφασις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία κατά τήν Συνεδρίαν Αὐτῆς τῆς 27ης Μαρτίου τοῦ 1874, ἀπαντῶσα εἰς σχετικήν αἴτησιν Μητροπολίτου τινός, ἔγραφεν, ὅτι «τήν Θείαν Κοινωνίαν οὐκ ἔξεστι μεταδιδόναι τοῖς Ἀρμενίοις ἐν ὁποιαδήποτε περιστάσει». Ἑπομένως ἡ μετάδοσις τῶν ὀρθοδόξως καθαγιασθέντων Τιμίων Δώρων πρός ἑτεροδόξους, χωρίς προηγουμένην ἕνωσιν αὐτῶν μετά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέν ἐπιτρέπεται. Ἡ προτεραιότης τῆς δογματικῆς συμφωνίας εἶναι ἀπαραίτητος προϋπόθεσις ἔναντι τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας (Intercommunio).Πρός δέ τούτοις σημειοῦται ὅτι, ἀπαγορεύεται ἀπολύτως καί ἡ συμμετοχή τῶν ὀρθοδόξων εἰς τήν ὑπό τῶν ἑτεροδόξων "ἱερουργουμένην Θείαν Εὐχαριστίαν", οὔτε "κατ' οἰκονομίαν" ἐπιτρεπομένης ἐν ἀνάγκῃ, διότι οὐδεμία ὑφίσταται τοιαύτη Κανονική Διάταξις ἁρμοδίου ἐκκλησιαστικοῦ ὀργάνου, διά τῆς ὁποίας νά ἔχῃ δοθῇ ἡ ἄδεια, ὅπως ἀσκῆται τοιαύτη τις "οἰκονομία". Εἰς αὐστηράν τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως καί παραδόσεως, , ὡς ἀπαιτεῖ ἡ δογματική καί κανονική τάξις καί ἀκρίβεια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Πρός δέ προσερχομένων εἰς τήν Θείαν Μετάληψιν:
"Μεταδίδοταί σοι ... τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον. Ἀμήν".