Η Εκκλησία ως χορηγός της σωτηρίας.
Γεωργίου Γ. Γαλίτη, Αποκάλυψη και Εκκλησία, Εισηγήσεις στο Θεολογικό Συνέδριο της Ι. Μητροπόλεως Ηλείας, εκδ. Ι. Μητροπόλεως Ηλείοας, Πύργος 2006, σελ. 56-70
Η έννοια της Εκκλησίας δεν μπορεί να χωρισθεί από την έννοια της σωτηρίας" και η σωτηρία δεν μπορεί να χωρισθεί από την έσχατολογική προοπτική της βασιλείας των ουρανών. Η βασιλεία των ουρανών βιοϋται μέσα στο λειτουργικό χρόνο και ο λειτουργικός χρόνος είναι η βίωση του παρελθόντος και του μέλλοντος στο παρόν. Όταν λέμε «Ή Παρθένος σήμερον τον ύπερούσιον τίκτει», το έσχατολογικό γεγονός που έγινε κάποτε το βιώνουμε σήμερα. Οι έσχατες μέρες άρχισαν με την έλευση του Χριστού και τελειώνουν με την επανέλευση του Χριστού. Στην πρώτη έλευση ο Χριστός ήρθε για να σώσει τον κόσμο δια της Εκκλησίας , στην δεύτερη θα έρθει για να κρίνει τον κόσμο, να κρίνει ποιος δέχθηκε το μήνυμα της σωτηρίας και ποιος το απέρριψε. Αυτά τα έσχατα τα βιώνουμε ως παρόν μέσα στην Εκκλησία. Όταν λέμε «Ιδού ό νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός», μεταφέρουμε στο σήμερα το έσχατολογικό γεγονός της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού. Μέσα στην Εκκλησία βιώνουμε την έσχατολογική προοπτική της Εκκλησίας ως λειτουργικό παρόν . Και αυτό δεν μπορεί να αυτονομηθεί από την έννοια της σωτηρίας .
Όταν λέμε σωτηρία, την ταυτίζουμε με την βασιλεία των ουρανών, με την απόλαυση της βασιλείας των ουρανών. Που θα τη βρούμε τη σωτηρία; Η σωτηρία βρίσκεται μόνον μέσα στην Εκκλησία. Αυτό το έλεγε επιγραμματικά ο Κυπριανός: Extra Ecclesia nulla salus, εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία. Δεν ξέρουμε τι θα κάνει ο Θ εός με τους εκτός της Εκκλησίας, αυτό είναι στο χέρι του Θεού, αλλά εμείς γνωρίζουμε ότι η σωτηρία βρίσκεται μόνον μέσα στην Εκκλησία, μόνον μέσα ?χετε ζωήν ἐν ἑ αυτοῖς» (Ιω. 6, 53). Για να έχεις ζωή, πρέπει να μετάσχεις στη Θεία Ευχαριστία. Εφόσον η Θεία Ευχαριστία πραγματώνεται και προσφέρεται μόνον μέσα στην Εκκλησία και εφόσον έξω από την Εκκλησία δεν μπορούμε να βρούμε την αιώνιο ζωή, καταλαβαίνουμε ότι η σωτηρία βρίσκεται μόνον μέσα στην Εκκλησία, που οικοδομείται μέσω της Θείας Ευχαριστίας και φανερώνεται με τη Θεία Ευχαριστία. Όπως λέγει ο 'Aγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας, «ἡ Ἐκκλησία σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις» (Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας, ΡG 150, 452 ο)' καί τό κύριο μυστήριο βέβαια, τό μυστήριο της Εκκλησίας, είναι τό μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Αυτό τό «σημαίνεται» είναι παραπάνω άπό τό φανερώνεται. Όπου τελείται ή Θεία Ευχαριστία εκεί βρίσκεται η Εκκλησία, και όπου η Εκκλησία, εκεί τελείται η Θεία Ευχαριστία, για να ως μηθεί η Εκκλησία. Συνεπώς το «σημάδι», με το οποίο «σημαίνεται» η ύπαρξη της Εκκλησίας, είναι η Θεία Ευχαριστία: η Θεία Ευχαριστία είναι το κεντρικό σημείο, το πληρωτικό και το δομικό στοιχείο των μυστηρίων.
Τη σωτηρία ως κατανίκηση της φθοράς και του θανάτου δεν τη βρίσκει μόνον ο άνθρωπος. Η σωτηρία δεν ήλθε μόνον για τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος στην πτώση του συμπαρέσυρε την κτίση, η οποία «συστενάζει και συνωδίνει» με τον άνθρωπο, «ἀπεκδεχομένη τήν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ», «ἐπ' ἐλπίδι ὅτι καί αὐτή ἡκτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 8, 1922). Δηλαδή ο άνθρωπος, απελευθερούμενος και σωζόμενος, σώζει και την κτίση, την οποία συμπαρέσυρε στη φθορά και για την οποία είναι υπεύθυνος, είναι υπεύθυνος για την σωτηρία και για την διαφύλαξή της. Όπως ο άνθρωπος επανέρχεται στο «ἀρχαῖον κάλλος», με τον ίδιο τρόπο και η κτίση επανέρχεται στο αρχαίο κάλλος: «Καί εἶδεν ὁ Θεός τά πάντα, ὅσα ἐποίησε, καί ἰδού καλά λίαν» (Γεν. 1, 31). Η επαναφορά γίνεται και αυτή διά της Θείας Ευχαριστίας:
Βέβαια η Εκκλησία ευλογεί την κτίση. Δεν ευλογεί μόνον τον άνθρωπο. Ευλογεί τους ανθρώπους, αλλά ευλογεί και την κτίση όλη, είτε αγιάζοντας την ως ύδατα, άρτους, βάγια, είτε χρησιμοποιώντας την ως εικόνες, κεριά, είτε αγιάζοντας με τον βασιλικό... Η όλη κτίση αγιάζεται και ευλογείται και σώζεται μέσα στην Εκκλησία. Το κυριότερο όμως στοιχείο με το οποίο η κτίση αγιάζεται και λυτρώνεται είναι η προσφορά του άρτου και του οίνου κατά τη Θεία Ευχαριστία. Αυτό που προσφέρει ο άνθρωπος, το προσφέρει ως ευχαριστία εκ μέρους ό λης της κτίσεως προς το Θεό. Το πρόσφορο είναι η προσφορά του ανθρώπου προς το Θεό, αλλά το υλικό στοιχείο των Τιμίων Δώρων το παίρνουμε από την κτίση, ως προσφορά της κτίσεως προς το Θεό. Αυτό μεταβάλλεται σε σώμα και αίμα Χριστού.
Αλλά δεν είναι μόνον το υλικό στοιχείο. Δεν προσφέρουμε σίτο και σταφύλια, αλλά προσφέρουμε άρτο και οίνο. Για να γίνει ο σίτος άρτος και να γίνει το σταφύλι οίνος χρειάζεται μία προσφορά έργου, μία επεξεργασία εκ μέρους του ανθρώπου. Προσφέρουμε λοιπόν και τον κόπο του ανθρώπου. Και ο μόχθος του ανθρώπου αγιάζεται αντιπροσωπευτικά με την προσφορά αυτή της Θείας Ευχαριστίας. Είναι δώρα, Τίμια Δώρα, δώρα του ανθρώπου προς τον Θεό, δώρα της κτίσεως δια του ανθρώπου προς τον Θεό αλλά και δώρα του Θεού προς τον άνθρωπο· γι' αυτό λέμε: «Τά σά ἐκ τῶν σῶν, σοί προσφέρομεν». Είναι του Θεού, τα παίρνουμε εμείς και τα δίνουμε πάλι στο Θεό. Είναι προσφορά και αντιπροσφορά.
Παίρνοντας ο άνθρωπος την προσφορά αυτή της Θείας Ευχαριστίας παίρνει την αφθαρσία, την σωτηρία. Ο Θεός αφθαρτοποιεί την ανθρώπινη φύση και την κάνει αθάνατη. Μ' αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος γίνεται αθάνατος. Η ύλη μεταστοιχειώνεται μέσα στην Εκκλησία. Η ύλη γίνεται Τίμια Δώρα, σώμα Χριστού, Εκκλησία, και όλα αυτά προσφέρονται στον Θεό ως ευχαριστία, ως Θεία Ευχαριστία.
Αυτά τα Τίμια Δώρα προσδέχεται ο Θεός «εἰς τό ἅγιον καί ὑπερουράνιον καί νοερόν αὐτοῦ θυσιαστή ριον», καί σ' αὐτήν τήν ὑψηλή θέση βρίσκεται ἡ ὕλη. Το τονίζω αυτό, για να το αντιπαραθέσω με την θέση της ύλης στον Υλισμό. Πού τη θέτει την ύλη ο Υλισμός ; Πολύ υψηλά. Τη θέτει εκεί που την τοποθετεί ο Χριστιανισμός; Εμείς τη θέτουμε στα δεξιά του Θεού. Ο Χριστός προσέλαβε την ύλη μέ τήν ανθρώπινη φύση. Την ανθρώπινη φύση, την ύλη, τη σάρκα, τη δική μας σάρκα, την παίρνει ο Θεός, την αφθαρτοποιεί και την καθίζει στα δεξιά του Πατρός. Το σώμα του Χριστού, αναστημένο και αφθαρτοποιημένο ανελήφθη και ανήλθε στους ουρανούς, και εκάθισεν εκ δεξιών του Πατρός. Δεν υπάρχει άλλο υψηλότερο σημείο από τα δεξιά του Πατρός, που είναι η τιμητικότερη θέση. Στον ίδιο το θρόνο του Θεού ανεβάζει η Εκκλησία την ύλη. Αυτό είναι, θα λέγαμε, ο χριστιανικός Υλισμός. «Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο» (Ίω. 1, 14): σαρξ έγινε ο Θεός. Αυτή η «θέωση» της ύλης πραγματοποιείται μέσα στην Εκκλησία. Αγιάζεται η ύλη, αγιάζονται όλα τα στοιχεία που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος και αυτά όλα δίνουν μια οντολογική ανύψωση της ύλης και μεταμόρφωση της προς την καινή κτίση, για την οποία ομιλεί η Γραφή. Αυτή την έννοια έχει και η ευχή της Αρτοκλασίας: «Ὁ εὐλογῶν καί ἁγιάζων τά σύμπαντα», όλο το σύμπαν, όλα τα σύμπαντα, τα πάντα.
Κατόπιν τούτων η Θεία Ευχαριστία δεν είναι μια πράξη ατομικής ευσέβειας. Δεν κοινωνούμε απλώς για να γίνουμε καλύτεροι, για να πάρω εγώ το Χριστό μέσα μου, ο καθένας ξεχωριστά· ο σκοπός της κοινωνίας, ο σκοπός που όρισε ο Χριστός να κοινωνούμε, δεν είναι μόνον αυτός: ο σκοπός είναι να πραγματώσουμε την Εκκλησία, να κτίσουμε την Εκκλησία, στις φλέβες του καθενός από εμάς να ρέει το ίδιο αίμα, το αίμα του Χριστού, που είναι το αίμα της κεφαλής της Εκκλησίας, κάνοντας μας έτσι ένα σώμα, το σώμα του Χριστού.
Η Θεία Ευχαριστία λοιπόν, η Λειτουργία με την οποία τελείται η Θεία Ευχαριστία, είναι η εν τόπω και εν χρόνω έκφραση και πραγμάτωση του μυστηρίου τής Εκκλησίας και είναι ο τρόπος δια του οποίου σημαίνεται η Εκκλησία και σώζεται ο άνθρωπος· και εφόσον η Εκκλησία οικοδομείται από τους μετέχοντες στη Θεία Ευχαριστία, αυτοί γίνονται «λίθοι ζώντες» (Α ' Πέτρ. 2, 5), με τους οποίους οικοδομείται αυτό το πνευματικό οικοδόμημα, η θεία οικοδομή («Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε», Α ' Κορ. 3, 9). Μια οικοδομή, της οποίας θεμέλιο είναι οι Απόστολοι, που τους έθεσε ο Χριστός ως θεμέλιο, και γι' αυτό ονομάζουμε αποστολική την Εκκλησία.
Οι Απόστολοι ίδρυσαν Εκκλησίες. Άφησαν επισκόπους στις Εκκλησίες αυτές, και οι επίσκοποι αυτοί άφησαν επίσης διαδόχους, αυτοί άλλους, εκείνοι άλλους και φτάνουμε μέχρι τους σημερινούς επισκόπους. Η αποστολική διαδοχή δεν έχει κανένα άλλο σκοπό παρά τη διατήρηση της ορθής πίστεως. Δεν είναι κάτι το μαγικό, αλλά είναι το εχέγγυο της ορθής πίστεως. Δεν χειροτονείται από έναν ο επίσκοπος, αλλά από πολλούς, πράγμα που εγγυάται τα η μεταβίβαση της ορθής πίστεως της καθολικής Εκκλησίας. Ο ένας επίσκοπος χειροτονεί τον ιερέα. Ο ιερέας είναι εις τύπον και εις τόπον Χριστού, αλλά δια του επισκόπου. Σε έναν τόπο δεν υπάρχει δεύτερος επίσκοπος. Ο επίσκοπος είναι υπεύθυνος για τον πρεσβύτερο, αλλά για τον επίσκοπο, για την ορθή πίστη του, είναι υπεύθυνη όλη η Εκκλησία, εκφραζόμενη δια της συνόδου των επισκόπων και δια της πλειάδος των χειροτονούντων.
Βέβαια η συνοδικότητα δεν αποκλείει ενδεχόμενες συγκρούσεις. Όμως, αυτό είναι το στοιχείο της δημοκρατίας στην Εκκλησία. Η πρώτη σύνοδος στην Εκκλησία ήταν η Αποστολική (Πράξεων 15), στην οποία ελύθη η διαφωνία Πέτρου και Παύλου, των δύο κορυφών. Ειρηνικά εν Α γίω Πνεύματι συνήλθαν και απεφάσισαν: «Ἔδοξε τῷ Ἁ γίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν... » (Πράξ. 15, 28). Αυτή είναι η έννοια της συνοδικότητας, που την κρατά ζηλότυπα η ορθόδοξη Εκκλησία και αυτή είναι που διατηρεί την ορθή πίστη.
Στο πλαίσιο της φροντίδας για τη διατήρηση της ορθής πίστεως δεν εκλέγεται ο επίσκοπος από έναν (στην ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ο Πάπας ορίζει τον επίσκοπο), αλλά αποφασίζει η σύνοδος. Η σύνοδος αποφασίζει, έχοντας ως προϋπόθεση την ορθή πίστη, και, ο εκλεγείς απαγγέλλει κατά την χειροτονία του το «Πιστεύω». Μ' αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται η αποστολικότης της πίστεως. Η πίστη είναι η πίστη των Αποστόλων, που διασφαλίζεται με την αποστολική διαδοχή.
Ποίου διάδοχος είναι, πόθεν έλκει την χειροτονία ένας επίσκοπος ; Είναι διάδοχος όχι ενός επισκόπου, ούτε ενός Αποστόλου μόνον, αλλά όλων των Αποστόλων. Λέγει ο Κύριλλος Αλεξανδρείας (ΡG 74, 717720), ερμηνεύοντας το χωρίο «Ἔστη - ο Χριστός- εἰς τό μέσον, καί λέγει αὐτοῖς εἰρήνη ὑ μῖν... ἄ ν τίνων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς... Θωμᾶς δέ εἰς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ' αὐτῶν ὅ τε ἦ λθεν ὁ Ἰ ησοῦς» (Ι ω. 20, 2123): ο Θωμάς δεν ήταν μετ' αυτών δεν έλαβε την εξουσία του δεσμείν και λύειν ; Βεβαίως, και αυτός την έλαβε, διότι η εξουσία του δεσμείν και λύειν, η ιερατική εξουσία δηλαδή, το επισκοπικό αξίωμα, εδόθη «εἰς ἅπαντα τόν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων χορόν» και όχι σε έναν μεμονωμένα. 'Aρα λοιπόν, για να είσαι νόμιμος επίσκοπος, πρέπει να ανήκεις στον «τῶν Ἀποστόλων χορόν», να είσαι ενωμένος με το χορό των Αποστόλων, με την νόμιμη χορεία των ποιμένων της Εκκλησίας. Αν δεν είσαι ενωμένος με αυτήν, δεν ανήκεις στο χορό των Αποστόλων. 'Aρα οι σχισματικοί, που απεσχίσθησαν από την Εκκλησία, και όχι μόνον οι αιρετικοί, δεν ανήκουν πλέον στον «τῶν Ἀποστόλων χορόν».
Παράλληλο προς το θέμα της συνοδικότητος είναι το θέμα της ἑ νότητος ἐν τῇ πολλαπλότητι. Ο Θεός είναι ένας. Ο τριαδικός Θεός είναι ένας εν τρισί προσώποις. Και η Εκκλησία είναι μία, όχι εν τρισί πλέον, αλλά εν πολλοίς προσώποις. Όπως τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι ένας Θεός, έτσι και τα πολλά πρόσωπα της Εκκλησίας είναι μία Εκκλησία. Το ίδιο ισχύει και στις τοπικές Εκκλησίες. Η Εκκλησία είναι μία, αλλά αποτελείται από πολλές επισκοπές ή από πολλές ενορίες. Οι όλες μητροπόλεις της Ελλάδος π.χ. αποτελούν την μία Εκκλησία της Ελλάδος. Οι όλες τοπικές Εκκλησίες (Κων/πόλεως, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Ελλάδος κ. λπ.) αποτελούν τη μία ορθόδοξο Εκκλησία.
Μία Εκκλησία με πολλά πρόσωπα. Και βέβαια, λέει ο Μ. Βασίλειος, στην Αγία Τριάδα έχουμε μία σειρά: λέμε, ο Πατήρ, ο Υιός και το 'Aγιο Πνεύμα. Δεν αλλάζουμε τη σειρά. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μειώνουμε τον Υιό, επειδή τον βάζουμε δεύτερο, ή το 'Aγιο Πνεύμα, επειδή το βάζουμε τρίτο. Έτσι και οι Εκκλησίες έχουν μία ιεραρχία. Αυτό δεν σημαίνει ότι μειώνονται οι Εκκλησίες, ή ότι η μία Εκκλησία είναι υποδεέστερη από τις άλλες, ούτε σημαίνει ότι πρέπει να αλλάξουμε τη σειρά· υπάρχει ιεραρχία και είναι όλες ίσες. Όπως τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι ίσα, αλλά υπάρχει η σειρά.
Προχωρούμε σε ένα άλλο σημείο τώρα. Η φανέρωση της Εκκλησίας εν τόπω και εν χρόνω και δι' αυτής η σωτηρία του ανθρώπου έγινε με την ενανθρώπηση της κεφαλής της, δηλαδή με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού. «Ὁ μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀθάνατος ὑ πάρχων...», «ἐσαρκώθη ἐκ πνεύματος Ἁ γίου» και ετελείωσε το έργο του δια του σταυρού και της αναστάσεως. Και όπως λέγει ο Συμεών ο Μεταφραστής στην Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως, ο Χριστός είναι ο δια του σταυρού και της ταφής του «τά τοῦ ἅδου σκυλεύσας βασίλεια»· με την ανάσταση, κατά την ίδια ευχή του Συμεών του Μεταφραστού, συνανέστησε τόν άνθρωπο, με την ανάληψη εθέωσε το πρόσλημμα της σαρκός, δηλαδή τη σάρκα που προσέλαβε την εθέωσε και την εκάθισε εκ δεξιών του Πατρός («τῇ δεξιά τιμήσας καθέδρα τοῦ Πατρός... »). Ετίμησε τη σάρκα, το πρόσλημμα της σαρκός, την ύλη, με το να την καθίσει εκ δεξιών του Πατρός. Με την Πεντηκοστή έστειλε το Πανάγιο Πνεύμα και κατέστησε ενεργό την προαιωνίως υπάρχουσα Εκκλησία, της οποίας την πρώτη σύναξη απετέλεσαν οι Απόστολοι. Έτσι δια της Εκκλησίας επανέκτησε η ανθρώπινη φύση το 'Aγιο Πνεύμα, το οποίο είχε χάσει με την πτώση. Αυτό το 'Aγιο Πνεύμα, που εδόθη στην Εκκλησία, που το πήρε η σύναξη των Αποστόλων και δι' αυτών όλη η ανθρωπότητα, το παίρνει ο κάθε άνθρωπος στην προσωπική του Πεντηκοστή. Όποιος θέλει, μετέχει στην Πεντηκοστή αυτή. Παίρνοντας ο ίδιος το 'Aγιο Πνεύμα με τη Βάπτιση του καί τό επακολουθούν Χρίσμα, όπου λέγει ο ιερέας «Σφραγίς δωρεᾶς πνεύματος ἁγίου», χρίεται καί λαμβάνει το 'Aγιο Πνεύμα. Αυτή τη στιγμή έρχεται και σ' αυτόν το 'Aγιο Πνεύμα, όπως ήρθε την Πεντηκοστή στους Αποστόλους. Έτσι με την Πεντηκοστή τελειούται το έργο της θείας οικονομίας, που απειργάσθη ο Πατήρ δια του Υιού εν Αγίω Πνεύματι και το οποίο είναι η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Η Πεντηκοστή είναι αυτή που έδωσε το 'Aγιο Πνεύμα, που «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐ κκλησίας»: όλη η Εκκλησία οικοδομείται δια του Αγίου Πνεύματος. Το 'Aγιο Πνεύμα είναι αυτό που οικοδομεί την Εκκλησία, διότι το 'Aγιο Πνεύμα είναι αυτό που τελεσιουργεί τη Θεία Ευχαριστία. Η Θεία Ευχαριστία είναι η Εκκλησία. Δεν νοείται Εκκλησία χωρίς τη Θεία Ευχαριστία. Συγκροτεί τον θεσμό της Εκκλησίας, διότι το 'Aγιο Πνεύμα συγκροτεί τη Θεία Ευχαριστία. Η Θεία Ευχαριστία τελείται δια του Παναγίου Πνεύματος. Γι' αυτό λέγει ο ιερέας: «Κατάπεμψον τό πνεῦμα σου τό ἅγιον ἐφ' ἡμᾶς καί ἐπί τά προκείμενα δῶρα ταῦτα· καί ποίησον, τόν μέν ἄρτον τοῦτον..., τό δέ ἐν τῷ ποτηρίω τ τω..., μεταβολών τῷ πνεύματί σου τῷ ἁγίῳ » (δοτική του οργάνου). Το 'Aγιο Πνεύμα είναι το όργανο, δια του οποίου ο Πατήρ μεταβάλλει τα Τίμια Δώρα σε σώμα και αίμα Χριστού· το 'Aγιο Πνεύμα είναι το πρόσωπο δια του οποίου τελεσιουργείται το μυστήριο, γι' αυτό λέγεται και τελεταρχικόν.
Κατά ταύτα λοιπόν, η Εκκλησία είναι θεμελιωμένη με τη δύναμη και με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος πάνω στο θεμέλιο του Ι ησού Χριστού προς δόξαν του Θεού Πατρός : βλέπουμε πάλι τη φανέρωση της Αγίας Τριάδος μέσα στην Εκκλησία. Το έργο του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία είναι αχώριστα.
Ένα άλλο σημείο που πρέπει να τονίσουμε είναι, ότι στην Εκκλησία πραγματώνεται και βιώνεται η σωτηρία μέσα από τη συνέχιση της σταυρικής θυσίας του Χριστού δια της Θείας Ευχαριστίας. Η Θεία Ευχαριστία είναι ανάμνηση καταρχήν του Χριστού («Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν»), αλλά είναι και μυστηριακή μίμηση του Μυστικού Δείπνου. Το δείπνο αυτό τελούμε δια της Θείας Ευχαριστίας, δια της Θείας Λειτουργίας. Στη Θεία Ευχαριστία αναπαριστάνουμε μυστικώς τον Μυστικό Δείπνο ως συστατική πράξη της Εκκλησίας. Στο θείο αυτό δράμα, στη θέση του Χριστού βρίσκεται ο επίσκοπος, ή ο δια της Χειροτονίας και του αντιμηνσίου εξουσιοδοτημένος από αυτόν πρεσβύτερος. Ο τελών τη Θεία Ευχαριστία είναι ο τύπος του Χριστού και ιερουργεί στη θέση του Χριστού εις τόπον Χριστού. Ό ταν ο ιερέας ή ο τελετουργός βγαίνει να θυμιάσει, το πρώτο που θυμιά έξω από το Ιερό Βήμα είναι το Δεσποτικό, ο επισκοπικός θρόνος, ακόμη και απόντος του επισκόπου. Και ο επίσκοπος πάλι το Δεσποτικό θυμιά πρώτο όταν ιερουργεί. Αυτό δεν είναι δουλοπρέπεια προς τον «Δεσπότη». Το Δεσποτικό είναι ο θρόνος του Δεσπότου Χριστού - γι' αυτό και έχει και την εικόνα του Χριστού, που είναι αυτός που μυστικά κάθεται στο θρόνο αυτό. Όταν καθήσει ο επίσκοπος στο θρόνο, δεν κάθεται στο θρόνο το δικό του, αλλά κάθεται στο θρόνο του Χριστού, γιατί εκείνη τη στιγμή είναι ο τύπος του Χριστού, κάθεται εις τόπον Χριστού. Γι' αυτό κάθε Εκκλησία έχει το θρόνο. Και όταν, σύμφωνα με το λειτουργικό χρόνο, προσέρχεται ο πιστός να κοινωνήσει, εκείνη τη στιγμή βρίσκεται στο Υπερώο μαζί με τους μαθητές, των οποίων τύπος στη Θεία Ευχαριστία είναι οι πιστοί, παρακαθήμενοι στο δείπνο του Κυρίου «εις τόπον» αυτών. Παίρνοντας ο κοινωνών τα Τίμια Δώρα, τον άρτο της ζωής από τον ίδιο το Χριστό, έχει γύρω του τους μαθητές εκείνους του Χριστού που κοινωνούσαν και εκείνοι, όπως αυτός. Έτσι ο Χριστός, του οποίου τύπος είναι ο επίσκοπος, ο όποιος είναι ένας όπως και η Εκκλησία είναι μία, ο Χριστός είναι ο δια του τελεταρχικού Αγίου Πνεύματος τελετουργός των μυστηρίων.
Όπως στο Μυστικό Δείπνο οι μαθητές όλοι αποτελούσαν την Εκκλησία, την όλη Εκκλησία, έτσι και εμείς παίρνοντας τον όλο Χριστό μέσα μας συνεχίζουμε το Μυστικό Δείπνο και αποτελούμε, όλοι όσοι κοινωνούμε, όλη την Εκκλησία. Δεν είμαστε ένα μέρος της Εκκλησίας. Σε κάθε Εκκλησία που τελείται η Θεία Λειτουργία βρίσκεται η όλη Εκκλησία. Δεν κομματιάζεται η κάθε κοινότητα· η κάθε ενορία που τελεί τη Θεία Ευχαριστία είναι όλη «ἡμία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία».
Κάθε τοπική Εκκλησία είναι η εν τόπω φανέρωση της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Ένα παράδειγμα. Έχουμε πολλούς καθρέπτες, και όλοι οι καθρέπτες αντανακλούν τον ένα ήλιο. Η έκφανση του ενός ήλιου βρίσκεται στον κάθε καθρέπτη. Έτσι η κάθε τοπική Εκκλησία που τελεί την Θεία Λειτουργία είναι ο καθρέπτης αυτός πού φανερώνει τη μία, άγια, καθολική και αποστολική Εκκλησία.
Το σώμα του Χριστού δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά μια συγκεκριμένη πραγματικότητα, που εκδηλούται εν τόπω και χρόνω εκεί όπου πληρούνται οι μυστικές και μυστηριακές προϋποθέσεις της φανερώσεως της μιας Εκκλησίας. Αυτά είναι τα λεγόμενα κριτήρια της καθολικότητος. Τα στοιχεία που απαρτίζουν και κάνουν μια Εκκλησία καθολική είναι πρωτίστως η ορθή πίστη και η αποστολική διαδοχή. Όταν ονομάζουμε μια κοινότητα Εκκλησία, εννοούμε μια τοπική Εκκλησία που τελεί τη Θεία Ευχαριστία· μια κοινότητα όμως, μια Εκκλησία που τελεί τη Θεία Ευχαριστία, πρέπει να έχει την αποστολική διαδοχή και την ορθή πίστη.
Δεν μπορεί να τελεσθεί Θεία Ευχαριστία χωρίς αποστολική διαδοχή, αλλά και χωρίς την ορθή πίστη. Γι' αυτό το λόγο, πριν γίνει η μεταβολή των Τιμίων Δώρων, λέει ο λαός το «Πιστεύω», ομολογεί η κοινότης τί πιστεύει («ἵνα ἐν ὁ μονοίᾳ ὁ μολογήσωμεν: Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁ μοούσιον καί ἀχώριστον»). Και αμέσως μετά: «Στῶμεν καλώς· στῶμεν μετά φόβου· πρόσχωμεν τήν ἁγίαν ἀναφοράν ἐν εἰρήνη προσφέρειν»· από εκεί αρχίζει η αναφορά, η προσφορά της θυσίας στο Χριστό. Πριν την αναφορά όμως πρέπει να ομολογήσουμε την ορθή πίστη. 'Aρα, δεν νοείται ορθή τέλεση τής Θείας Ευχαριστίας χωρίς την ορθή πίστη.
Η έννοια της ενότητος της Εκκλησίας δεν είναι ασυμβίβαστη με την έννοια της πολλαπλότητος. Όπως η Αγία Τριάδα είναι μία και υπάρχει ως τρία πρόσωπα, έτσι και η Εκκλησία είναι μία, αλλά υπάρχει ως πολλές τοπικές Εκκλησίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει και μία κεντρική Εκκλησία, στην οποία πρέπει να έχουν αναφορά όλες οι άλλες τοπικές Εκκλησίες. Υπάρχει βέβαια μία σειρά (πρώτο τη τάξει είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεύτερο αυτό της Αλεξανδρείας, τρίτο των Ιεροσολύμων κ. ο. κ.), αλλά δεν υπάρχει ένα κέντρο αναφοράς όλων των Εκκλησιών, δεν υπάρχει ένα Βατικανό. Το Βατικανό, η Ρώμη, είναι κατά τους δυτικούς, τους ρωμαιοκαθολικούς, το κέντρο κάθε Εκκλησίας, και κάθε Εκκλησία που δεν είναι ενωμένη με τη Ρώμη, δεν είναι νόμιμη Εκκλησία. Δεν υπάρχει σε μάς μια τέτοια κεντρική Εκκλησία. Μία Εκκλησία πρέπει να είναι ενωμένη με την όλη ορθόδοξη καθολική Εκκλησία, δηλαδή με τις άλλες Εκκλησίες, όχι με μία, αλλά με όλες τις άλλες. Αν μία Εκκλησία αποσχισθεί από μία άλλη, δεν αποσχίζεται από μία, αλλά από όλες. Αυτή είναι η έννοια της πολλαπλότητος. Υπάρχει μόνο η μία Εκκλησία, αλλά με πολλές τοπικές εκφάνσεις. Και το μυστήριο τής κοινωνίας των τριών προσώπων του ενός Θεού είναι ο τύπος της κοινωνίας των τοπικών Εκκλησιών, κάθε μία από τις οποίες είναι νόμιμος και πλήρης, εφόσον κατέχει τα στοιχεία της καθολικότητος, την ορθή πίστη και την αποστολική διαδοχή· και, προσθέτω ένα καινούργιο στοιχείο τώρα, εφόσον κοινωνεί με τις άλλες Εκκλησίες. Αν μία Εκκλησία δεν έχει κοινωνία με τις άλλες Εκκλησίες, δεν είναι νόμιμη Εκκλησία. Αυτή η ένωση των Εκκλησιών δεν είναι ένωση μερών προς άλληλα. Δεν είναι ένωση μερών, αλλά ένωση ταυτότητος προς το σώμα του ενός Χριστού και άρα προς αλλήλας. Όλες μαζί αποτελούν τη μία Εκκλησία, αλλά ό χι ως μέρη. Τούτο σημαίνει, ότι μία τοπική Εκκλησία η ομάδα που αποσχίζεται, αυτή έχει απολέσει ένα βασικό όρο της καθολικότητος.
Με τον ίδιο τρόπο κάθε Ευχαριστία που τελείται περί τον επίσκοπο (μόνο τότε είναι νόμιμη, δεν μπορεί να τελεσθεί Ευχαριστία άνευ του επισκόπου), δεν είναι μέρος ενός ιδεατού όλου, αλλά είναι η ίδια Ευχαριστία, η μία Ευχαριστία, που συνεχίζει τη σταυρική θυσία του Χριστού και περιέχει την πληρότητα των δωρεών του Θεού και οικοδομεί το σώμα του Χριστού. Ούτε αποτελεί μια πράξη ενός μέρους της Εκκλησίας, ή ορισμένων μελών, αλλά αποτελεί πράξη ολοκλήρου της Εκκλησίας. Δεν είναι ατομική υπόθεση, ιδιωτική, του ιερέως που τελεί την Λειτουργία, ούτε του επισκόπου· είναι όλης της Εκκλησίας. Κάθε επίσκοπος παρομοίως δεν κατέχει ένα μέρος του επισκοπικού αξιώματος, του επισκοπάτου, αλλά αποτελεί, εικονίζει τον ό λο Χριστό, «τόν ποιμένα καί ἐπίσκοπον τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Α ' Πέτρ. 2, 25). Στην σύνοδο δεν συνέρχονται πολλά μέρη της συνόδου, αλλά συνέρχονται πολλοί τύποι του ενός Χριστού· ο καθένας επίσκοπος εκπροσωπεί σύνολο το ένα επισκοπάτο. Και, κατά ταύτα, είναι ενότη ς όχι μερών, αλλά ενότης ταυτότητος όλων των Αποστόλων. Είναι οι επίσκοποι διάδοχοι όλων των Αποστόλων, άρα όλοι οι διάδοχοι ό λων των Αποστόλων συνέρχονται και αποτελούν όλοι μαζί την σύνοδο. Το ίδιο πάλι, η αποστολική διαδοχή δεν είναι άθροισμα μερών, ώστε κάθε επίσκοπος να έχει ένα μέρος της αποστολικής διαδοχής. Κάθε Εκκλησία ιδρύθηκ ?από έναν Απόστολο, αλλά είναι θεμελιωμένη στο θεμέλιο ό λων των Αποστόλων. Έτσι και η έκφανση της ενότητος της Εκκλησίας στην Ευχαριστία δεν επιτυγχάνεται δι' ενός κεντρικού τόπου λατρείας και ενός κεντρικού λειτουργού (π.χ. Πάπα), αλλά έγκειται στην αμοιβαία αναγνώριση των τοπικών Εκκλησιών είναι κατά τον Ευσέβιο Καισαρείας «ἡκοινή ἕνωσις», που εκφράζεται με τη μυστηριακή κοινωνία. Έτσι η μυστηριακή κοινωνία αποκλείει την intercommunio, τη μυστηριακή κοινωνία με τους ετεροδόξους, διότι intercommunio σημαίνει διάσπαση, διακοινωνία δύο μερών. Προϋποθέτει τήν διάσπαση, και η διάσπαση και η διαίρεση είναι αντίθετες με την έννοια της ενότητος.
Το κυριότερο συμπέρασμα εκ των λεχθέντων μπορεί να συνοψισθεί στην προαναφερθείσα φράση του Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, ότι «ἡΕκκλησία σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις». Και το βασικότερο μυστήριο, το ένα μυστήριο της Εκκλησίας, είναι η Θεία Ευχαριστία. Η Εκκλησία δομείται με τη Θεία Ευχαριστία και η Θεία Ευχαριστία «σημαίνει» την Εκκλησία. Πηγαίνουμε στην Εκκλησία όχι για να «παρακολουθήσουμε εν κατανύξει», αλλά για να κοινωνήσουμε. Η Θεία Κοινωνία είναι το επιστέγασμα όλης της Λειτουργίας, αλλά και όλης της εβδομάδας που πέρασε και όλης της ζωής μας που πέρασε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Όλα αυτά κορυφώνονται στη στιγμή που κοινωνεί ο κόσμος και γίνεται λαός του Θεού. Γι' αυτό και ο ιερέας αμέσως μετά την Θεία Κοινωνία λέει: «Σῶσον, ὁ Θεός, τόν λαόν σου καί εὐλόγησον τήν κ ληρονομίαν σου». Αυτό είναι το επιστέγασμα, το τέλος, αλλά και η αρχή της καινής εν Χριστώ ζωής, και συγχρόνως η δομική πράξη, με την οποία κτίζεται η Εκκλησία. Δεν αρκεί να παρακολουθούμε, έστω εν κατανύξει, αν δεν μετέχουμε εν κατανύξει στην Θεία Ευχαριστία.
Τέλος, δια της βρώσεως της Θείας Ευχαριστίας αίρονται οι συνέπειες της βρώσεως που έβγαλε τους Πρωτοπλάστους από τον παράδεισο. Δια της μετοχής στο Δείπνο της Θείας Ευχαριστίας γινόμαστε μέτοχοι κάποιου άλλου δείπνου, του εσχατολογικού δείπνου, στο οποίο μας εκάλεσε ο Θεός (πρβλ. παραβολή μεγάλου δείπνου). Μας καλεί να μετάσχουμε στο δείπνο εκείνο: «ἔνθα ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος καί ἡἀπέραντος ἠ δονή τῶν καθορώντων τοῦ σοῦ προσώπου τό κάλλος τό ἄ ρρητον. Σύ γάρ εἶ τό ὄ ντως ἐφετόν, καί ἡἀνέκφραστος εὐφροσύνη τῶν ἀγαπώντων σε, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν... ». Αυτό το κάλλος το άρρητο του προσώπου του Θεού θα δουν όσοι θα βρίσκονται στα δεξιά του, κατά την παραβολή της μελλούσης κρίσεως, αυτή τη θέα του αρρήτου κάλλους του Θεού θα αξιωθούν οι φίλοι του να απολαύσουν.
www.apostoliki-diakonia.gr
29/8/09
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
(Αρχιμανδρίτου Ιωάννου Καραμούζη)
α) Έννοια του όρου «Εκκλησία»
Ο όρος «Εκκλησία» στην αρχαιοελληνική του έννοια προερχόμενος από το ρήμα εκκαλώ δηλώνει τη συγκέντρωση και τη συνάθροιση πολιτών, προκειμένου να συσκεφθούν και να συναποφασίσουν για διάφορα σημαντικά ζητήματα. Στη Π. Διαθήκη αποκτά την έννοια της απλής συνάθροισης του Ισραηλιτικού λαού για θρησκευτικά, πολιτικά ή στρατιωτικά θέματα. Ωστόσο στο ίδιο κείμενο (της Π.Δ.) η λέξη «Εκκλησία» δηλώνει και το περιούσιο λαό του Θεού, τον Ισραήλ. Στη Κ. Διαθήκη ο όρος «Εκκλησία» σημαίνει πλέον τη σύνταξη εκείνων που πιστεύουν στο Χριστό, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζεται και ως βασιλεία, νύμφη, παστάς, άμπελος, λιμήν, πόλις, σύνοδος κ.λπ.
Παρ΄ όλα αυτά, η απόπειρα του να δοθεί ορισμός για το τι είναι Εκκλησία καθίσταται δυσχερέστατη αφού πρόκειται περί μυστηρίου. Και τούτο συμβαίνει γιατί η Εκκλησία έχει με αϊδιο τρόπο την αρχή της στο Τριαδικό Θεό, ενώ ταυτόχρονα είναι συνδεδεμένη μαζί του με μία σχέση αδιάσπαστη και άκρως αγαπητική. Ο ανθρώπινος νους δεν έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει αυτή τη σχέση Θεού - Εκκλησίας γιατί είναι μία υπέρλογη πραγματικότητα. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να την αισθανθεί εμπειρικά, πλησιάζοντάς την μέσα από τις περιγραφικές εικόνες που της αποδίδουν οι πατέρες της πίστης μας.
Ο απόστολος Παύλος στις Επιστολές του προς τους Χριστιανούς της Εφέσσου, της Κορίνθου, της Ρώμης και των Κολασαέων, παρουσιάζει την Εκκλησία με τα εξής χαρακτηριστικά: Είναι το σώμα του Ιησού Χριστού που έχει ως κεφαλή αυτόν τον ίδιο το Χριστό. Μέλη αυτού του σώματος είναι όλοι οι βαπτισμένοι Χριστιανοί, οι οποίοι βρίσκονται σε οργανική σχέση και εξάρτηση τόσο προς τη κεφαλή τους, δηλ. το Χριστό, όσο και μεταξύ τους. Κοινός σκοπός των μελών της εκκλησίας είναι ο αγιασμός που συντελείται με τη συμμετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και με την έμπρακτη έκφραση της αγάπης στις μεταξύ τους σχέσεις.
β) Οι τρεις φάσεις της Εκκλησίας
Η αρχή της ύπαρξης της Εκκλησίας τοποθετείται πολύ πριν την ενανθρώπιση του Χριστού. Γι΄ αυτό οι άγιοι πατέρες ομιλούν περί τριών φάσεων της εκκλησιαστικής ύπαρξης. Στη πρώτη φάση τοποθετείται η αϊδιος και στο νου του Θεού προΰπαρξη της εκκλησίας και η επάνδρωσή της από τις αόρατες πνευματικές δυνάμεις δηλαδή στους αγίους αγγέλους.
Στη δεύτερη φάση τοποθετείται η χρονική περίοδος από τον Αδάμ μέχρι το Χριστό. Σε αυτή η εκκλησία ενσαρκώνεται στα πρόσωπα του Αδάμ και της Εύας που ζουν προπτωτικά σε μακαρία κατάσταση. Με τη πτώση των πρωτοπλάστων έχουμε και τη πτώση της Εκκλησίας, η οποία διασώζεται στα πρόσωπα των Προφητών και γενικά των δικαίων της Π. Διαθήκης. Παρά την ύπαρξη της Εκκλησίας, έχει ακόμη δύναμη ο θάνατος και γι΄ αυτό ενώ οι δίκαιοι της Π. Διαθήκης έφθαναν στη θέωση, παρ΄ όλα αυτά κατέβαιναν στον ʼδη.
Στη τρίτη φάση ανήκει η χρονική περίοδος που ξεκινά με την ενανθρώπιση του Ιησού και καταλήγει στη συντέλεια των αιώνων. Με την ενανθρώπησή του ο Ιησούς ανέλαβε καθαρή και αμόλυντη ανθρώπινη φύση και την ένωσε με τη Θεότητά του. Κατ΄ αυτό τον τρόπο η Εκκλησία λαμβάνει κεφαλή και γίνεται Σώμα Χριστού. Επιπλέον από την ημέρα της Πεντηκοστής οι άνθρωποι μπορούν με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος να γίνονται μέλη του Σώματος του Χριστού και ταυτόχρονα ναοί του Αγίου Πνεύματος. Γι΄ αυτό το λόγο κατά την Πεντηκοστή, η Εκκλησία από πνευματική γίνεται και σαρκική.
γ) Ιδιότητες της Εκκλησίας
Η Εκκλησία συγκεντρώνει τέσσερις ιδιότητες που την καθιστούν μοναδική μέσα στο κόσμο. Αυτές είναι: η ενότητα, η αγιότητα, η καθολικότητα, η αποστολικότητα.
Ενότητα: Τούτη συνδέεται με το γεγονός ότι η κεφαλή της Εκκλησίας είναι μία δηλ. ο Χριστός. Εκείνος που την ζωωγονεί είναι το ʼγιο Πνεύμα, ενώ η πρώτη και αρχική αιτία της είναι ο Πατέρας. Η ενότητα των τριών Θείων προσώπων αντανακλάται στην Εκκλησία, η οποία ενώ αποτελείται από πολλά μέλη, συνθέτει το ένα και αυτό σώμα του Χριστού. Επιπλέον η ενότητά της βασίζεται στη μία πίστη των μελών της. Οι πιστοί αποδέχονται τις Χριστιανικές αλήθειες ανεπιφύλακτα και αγωνίζονται να τις εφαρμόζουν καθημερινά στο βίο τους. Οποιαδήποτε απόκλιση από την κοινή πίστη αποτελεί διάσπαση της εκκλησιαστικής ενότητας που οδηγεί στην απώλεια και το θάνατο. Το βάπτισμα είναι και εκείνο στοιχείο που εξασφαλίζει την ενότητα της Εκκλησίας. Μέσα από αυτό οι άνθρωποι πολιτογραφούνται ως μέλη του εκκλησιαστικού σώματος, αναλαμβάνουν κοινό αγώνα για τη κατάκτηση της αγιότητας απαλλασσόμενοι από το προπατορικό αμάρτημα της παρακοής. Τέλος η Θεία ευχαριστία είναι και εκείνη στοιχείο το οποίο ενισχύει την ενότητα της Εκκλησίας. Το σώμα και το αίμα του Χριστού προσφέρεται και μεταδίδεται στους Πιστούς ενώνοντάς τους μυστικώς μεταξύ τους, αλλά και με το Θεό. Κάθε φορά που τελείται το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας η μεταξύ των πιστών ένωση που κοινωνούν από το κοινό ποτήριο καθίσταται εντονώτερη. Επιπλέον η Εκκλησία ταυτίζεται με τη Θεία ευχαριστία. Εκείνο που καθιστά την Εκκλησία να είναι το σώμα του Χριστού είναι η Ευχαριστία, η οποία είναι η «κοινωνία του σώματος» του Χριστού και η «κοινωνία του αίματος», διά του οποίου λυτρώνονται τα μέλη της Εκκλησίας. Ενώ τέλος μέσα από τη Θεία Ευχαριστία ενώνονται οι επί της γης πιστοί που αποτελούν τα μέλη της στρατευομένης Εκκλησίας με τους κεκοιμημένους Χριστιανούς που συνθέτουν τη θριαμβεύουσα.
Αγιότητα
Η Εκκλησία είναι αγία γιατί έχει κεφαλή τον αναμάρτητο Θεάνθρωπο Ιησού και ψυχή το ʼγιο Πνεύμα. Επιπλέον έργο της είναι ο διαρκής εξαγιασμός των πιστών. Το γεγονός ότι ο Ιησούς αποτελεί τη κεφαλή της Εκκλησίας καθιστά σαφές ότι η αγιότητά του διαχέεται και στα υπόλοιπα μέλη του σώματός του, τα οποία αποκτούν δυνατότητα βίωσής της χάρη στην διαρκή αγιαστική δράση του Αγίου Πνεύματος. Το ʼγιο Πνεύμα εξαγιάζει τους πιστούς μέσα από τα Ιερά Μυστήρια. Η Θεία Ευχαριστία, το Βάπτισμα, το Χρίσμα, η Εξομολόγηση, το Ευχέλαιο, η Ιερωσύνη και ο Γάμος είναι επτά θεοδίδακτοι και θεοσύστατοιτρόποι με τους οποίους ξεκινά η αφθαρσία του κτιστού και η ανάδυση της καινούργιας ζωής, της διαφοροποιημένης προσωπικής υπόστασης, από τη μπλεγμένη στα δίχτυα του θανάτου ατομική επιβίωση. Αλλά για να έχουν εξαγιαστική δράση τα μυστήρια της εκκλησίας επάνω στα μέλη της, απαιτείται αγώνας από τα ίδια νίκης κατά των προσωπικών τους παθών και συμμόρφωσης με το Θείο θέλημα. Ωστόσο και στη περίπτωση που τα μέλη της Εκκλησίας εμμένουν στην αμαρτωλότητά τους, εκείνη δεν παύει να διατηρείται αγία, αφού αγία παραμένει πάντοτε και η κεφαλή της και άγιο το Πνεύμα που την εμψυχώνει. Γι΄ αυτό εξ΄ άλλου τα μέλη της αγωνίζονται διαρκώς να εξαγιάζονται, γιατί γνωρίζουν ότι η Εκκλησία είναι η πηγή της αγιότητος μέσα στην οποία βαπτίζονται καθημερινά.
Καθολικότητα
Η καθολικότητα της Εκκλησίας έγκειται στο ότι εκτείνεται σε όλες τις εποχές. Η ύπαρξή της ξεκινά πολύ πριν την ανθρώπινη δημιουργία και εκτείνεται απεριόριστα. Για εκείνη παύει να υφίσταται ο χρόνος με τις τρεις διαστάσεις του (παρελθόν, παρόν, μέλλον), γιατί ανακεφαλαιώνει και καθιστά καινά τα πάντα. Για την Εκκλησία τα μέλη της κινούνται και ζουν ήδη από τώρα τα εσχατολογικά γεγονότα της συνάντησής τους με τη Βασιλεία του Θεού και της μετοχής τους σε αυτήν. Η καθολικότητα της Εκκλησίας αφορά όλη την οικουμένη στην οποία απευθύνεται. Ο Κύριος στέλνει τους μαθητές του να κηρύξουν το Ευαγγέλιο σε όλα τα έθνη, τονίζοντας ακριβώς τη καθολικότητα και την ευρύτητα τη γεωγραφική των αποδεκτών του Χριστιανικού μηνύματος. Σε αυτόν το καθολικό χαρακτήρα του Ευαγγελίου στηρίζεται εξάλλου και η ιεραποστολική δράση της Εκκλησίας. Η καθολικότητά της αφορά και το πλήρωμα της αληθείας που η ίδια κατέχει. Η Εκκλησία ως σώμα Χριστού διασώζει την Ορθοδοξία. Σε αυτό το δύσκολο και ριψοκίνδυνο έργο, σημαντικό ρόλο παίζει το συνοδικό σύστημα που επικρατεί σε αυτήν. Οι σύνοδοι - οικουμενικές ή όχι - είναι εκείνες που πάντοτε, ιδιαίτερα όμως σε δύσκολους χρόνους αναταραχών, θεολογούν και διατυπώνουν τις αλήθειες που ζώσουν. Αυτό συμβαίνει γιατί οι σύνοδοι αποτελούν την αγωνία και την αιματηρή επίκληση της στρατευομένης Εκκλησίας προς το ʼγιο Πνεύμα για φωτισμό και σωτηρία. Ενώ τέλος το πλήρωμα της Εκκλησίας είναι η συνείδησή της που αποδέχεται και εγκρίνει ή απορρίπτει τις αποφάσεις των συνόδων.
Αποστολικότητα
Η Εκκλησία διατηρεί το χαρακτηριστικό της αποστολικότητας γιατί συνεστήθη από τον Ιησού Χριστό, ο οποίος απεστάλη από το Θεό Πατέρα στο κόσμο. Έπειτα ο Ιησούς απέστειλε τους μαθητές του στο κόσμο για να κηρύξουν το Ευαγγέλιό του. Οι μαθητές του οργάνωσαν τις τοπικές εκκλησίες χειροτονώντας επισκόπους, οι οποίοι με τη σειρά τους χειροτονούσαν και χειροτονούν πρεσβυτέρους και διακόνους. Κατ΄ αυτό τον τρόπο διασώζεται η αποστολική διαδοχή της εκκλησίας.
Αυτή η διαδοχή είναι κυρίως διάσωση της πληρότητας της εκκλησιαστικής κοινωνίας των τοπικών εκκλησιών με το Χριστό και μεταξύ τους μέσα από την ορθή πίστη, την αληθινή και σωτήρια διδασκαλία. Πρόκειται λοιπόν για διαδοχή και συνέχεια όλης της οικονομίας του Θεού, της υποστάσεως και ζωής της εκκλησίας, όλης της πληρότητας και της καθολικότητάς της.
Μέλη της Εκκλησίας
Την Εκκλησία την αποτελούν οι άγιοι άγγελοι, οι βαπτισμένοι Χριστιανοί που ζουν σε αυτό τον κόσμο, οι άνθρωποι που έχουν κοιμηθεί και εκείνοι που έζησαν πριν από την έλευση του Χριστού και αποδέχθηκαν το κήρυγμα του Θεανθρώπου στον ʼδη. Οι άγιοι άγγελοι είναι ο πνευματικός κόσμος τον οποίο έπλασε ο Τριαδικός Θεός πρωτύτερα από οτιδήποτε άλλο. Οι άγγελοι αποτελούν και το πλήρωμα της πρώτης φάσης της εκκλησίας δηλ. της επουράνιας, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν μέλη και της εν χρόνω φανέρωσης εκκλησίας. Είναι κατ΄ εξοχήν λειτουργικά όντα, αφού έργο των θρόνων, των Χερουβείμ και των Σεραφείμ είναι ο Θεοπρεπής ύμνος του «γελ», έργο των Εξουσιών, των Κυριοτήτων και των Δυνάμεων είναι ο τρισάγιος ύμνος, ενώ των Αρχών, Αρχαγγέλων και Αγγέλων το «αλληλούϊα». Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ότι σε κάθε Θεία Λειτουργία παρίστανται και συμμετέχουν μυριάδες αγγέλων και χιλιάδες αρχαγγέλων.
Οι εν ζωή βαπτισμένοι Χριστιανοί αποτελούν τα μέλη της επίγειας Εκκλησίας. Αυτή ονομάζεται στρατευομένη γιατί βρίσκεται σε διαρκή πνευματικό αγώνα προκειμένου να εξαγιασθούν τα μέλη της και να αποκτήσουν τη κοινωνία με το Τριαδικό Θεό. Οι κεκοιμημένοι Χριστιανοί αποτελούν τα μέλη της επουράνιας Εκκλησίας. Αυτή αποκαλείται θριαμβεύουσα, γιατί έχει ολοκληρώσει το έργο της, έχει κερδίσει τη διαρκή παραμονή της κοντά στο Θεό και συγκροτεί πλέον κοινωνία αγίων δίχως το κίνδυνο της πτώσης. Μέλη της Εκκλησίας είναι και όσοι έζησαν κατά τρόπο δίκαιο και άγιο πριν την έλευση του Ιησού στο κόσμο. Αυτοί οι άνθρωποι παρέμεναν δέσμιοι του θανάτου μέχρι τη στιγμή που ο Θεάνθρωπος Ιησούς κατέβηκε στον ʼδη μετά το σταυρικό του θάνατο και κήρυξε το Ευαγγέλιο και την Ανάστασή του. Από εκείνη ακριβώς την ώρα όλοι οι δίκαιοι της Π. Διαθήκης καθίστανται μέλη της θριαμβεύουσας επουράνιας Εκκλησίας. Γι΄ αυτό η στρατευομένη Εκκλησία τιμά κατά τη Κυριακή προ της Γέννησης του Χριστού όλους όσους ευαρέστησαν το Θεό, από τον Αδάμ μέχρι τον Ιωσήφ το μνήστορα της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Τα μέλη της στρατευομένης Εκκλησίας βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία και σε άρρηκτη σχέση με τη θριαμβεύουσα. Σε κάθε Θεία Λειτουργία μνημονεύονται τα ονόματα των κεκοιμημένων όχι ως απλή αναφορά όσων απουσιάζουν, αλλά ως βεβαιότητα ότι είναι παρόντες και ότι η Εκκλησία ξεπερνά τις διαστάσεις του χρόνου βιώνοντας έντονα τη πορεία της προς τα έσχατα, δηλ. τη θέωσή της. Αλλά και η θριαμβεύουσα Εκκλησία πρεσβεύει στο Θεό για την στρατευομένη, ώστε να μπορεί και η ίδια να αντιμετωπίζει νικηφόρα τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες και να κερδίσει την αγιότητα.
Λαός και Κλήρος
Η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού. Κεφαλή είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός και Σώμα όλοι οι Χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί, άνδρες και γυναίκες, χωρίς καμμία διάκριση και δίχως άλλη διαβάθμιση. Η κεφαλή και το σώμα συνυπάρχουν, δεν υπάρχουν απλώς χωριστά. Μπορεί και πρέπει να διακρίνονται και να διαφοροποιούνται, αλλά ουδέποτε να αυτονομούνται και ν΄ ανταγωνίζονται, διαφορετικά οδηγούμαστε σε ακρωτηριασμό.
Κάθε βαπτισμένος Χριστιανός με το μυστήριο του Χρίσματος συμμετέχει στο τριπλό αξίωμα του Ιησού, δηλ. στο προφητικό, το ιερατικό και το βασιλικό. Αυτή η συμμετοχή όλων των Χριστιανών κληρικών και λαϊκών στο τριπλό αξίωμα του Ιησού τους δίνει τη δυνατότητα της προσωπικής σωτηρίας, αλλά τους υπογραμμίζει και την ανάγκη συνεργασίας για την πνευματική προκοπή όλου του εκκλησιαστικού Σώματος.
Προφητικό αξίωμα
Σε αυτό μετέχει ο άνθρωπος μέσα από το φωτισμό που λαμβάνει από το βάπτισμα και το χρίσμα. Παύει πλέον να ζει στο σκοτάδι και καλείται να ζήσει ως τέκνο φωτός στο κόσμο. Καθίσταται εικόνα και λόγος της παρουσίας του Θεού και της αγάπης του μέσα στο κόσμο. Γι΄ αυτό γίνεται πλέον ερμηνευτής και θεολόγος της Ιστορίας, ευαίσθητος και ανοιχτός στο Θείο θέλημα και στα σχέδια του Θεού για τους ανθρώπους. Η ενάσκηση τούτου του αξιώματος από τους λαϊκούς έχει να κάνει με τη διακονία τους αναλαμβάνοντας δράση ως ιεροκήρυκες, ως κατηχητές, ως ιεροψάλτες στο χώρο της ενορίας, ή ως ιεραπόστολοι για την ευρύτερη διάδοση του Ευαγγελικού μηνύματος. Επιπλέον ως γονείς καλούνται να διδάσκουν τα παιδιά τους τις διδασκαλίες της πίστης τους, ενώ ως ενεργά μέλη της Εκκλησίας οφείλουν μέσα από τη συνειδητή συμμετοχή στη μυστηριακή ζωή να μαρτυρούν έμπρακτα τις ορθόδοξες αλήθειες.
Αρχιερατικό αξίωμα
Η συμμετοχή σε αυτό έγκειται στο ότι οι πιστοί βρίσκονται σε κοινωνία με το μεγάλο Αρχιερέα Ιησού και ανήκουν στην εκκλησία Του αποτελώντας το βασίλειον ιεράτευμα. Η ιερωσύνη των ανθρώπων αφορά το ότι στέκουν στο κέντρο του κόσμου και ευλογούν το Θεό γι΄ αυτό τον κόσμο, τον δέχονται από το θεό και τον επιστρέφουν εξαγιασμένο σε Εκείνον. Η ανθρώπινη ιερωσύνη έχει να κάνει με τη θυσία του είναι, αφού ο άνθρωπος σταυρώνει τον εαυτό του, θυσιάζεται και τελικά μεταμορφώνεται σε μία διαρκή επίκληση του Αγίου Πνεύματος για τους αδελφούς του και για όλη τη δημιουργία. Γι΄αυτό η συμμετοχή των λαϊκών στη Θ. Λειτουργία και γενικότερα στη Θεία Λατρεία είναι απαραίτητη. Ο Ιερέας δεν μπορεί μόνος να τελέσει τίποτε. Τα πάντα γίνονται με την σύμπραξη και τη συνλειτουργία των λαϊκών και των κληρικών. Οι αιτήσεις προς το Θεό αφορούν το «εμάς». Τούτο συμβαίνει γιατί όλα τα μέλη της Εκκλησίας συμμετέχουν στην Αρχιερωσύνη του Χριστού, οι μεν λαϊκοί κατά τρόπο γενικό, οι δε κληρικοί μέσα από το ειδικό χάρισμα της Ιερωσύνης.
Βασιλικό αξίωμα
Η συμμετοχή σε τούτο το αξίωμα ξεκινά από το ότι οι πιστοί είναι μέλη τους σώματος του Βασιλέως Χριστού και αποτελούν τους μελλοντικούς συγκληρονόμους του στη βασιλεία των ουρανών. Αυτό το αξίωμα δεν έχει καμία σχέση με τη κατακυρίευση, τη βία, ή άλλες κοσμικές πραγματικότητες. Εκφράζεται με τη πατρότητα, την αγάπη, την εργασία και το πόνο. Εδώ παλεύει ο άνθρωπος με την ίδια του τη φύση, με την ανταρσία της για να γίνει μέτοχος στη ζωή του Θεού.
Καλείται λοιπόν να ταπεινώνεται και να βρίσκει μέσα σε αυτή τη ταπείνωση τη πληρότητά του. Η βασιλική ιδιότητα του ανθρώπου είναι διπλή. Πρώτα να είναι άρχοντας της κτίσης και έπειτα κύριος του εαυτού του νεκρώνοντας τα πάθη του. Επιπλέον ασκώντας ο λαϊκός το βασιλικό του αξίωμα μετέχει ενεργά στις αποφάσεις της ενορίας του ως μέλος του Δ.Σ. του ναού του, δραστηριοποιείται σε ομάδες αγάπης, ανέγερσης πνευματικών κέντρων, εκφράζει ως μέλος της εκκλησιαστικής συνείδησης την συμφωνία του ή τη διαφωνία του απέναντι σε αποφάσεις κληρικών, επιλέγει τους ποιμένες του φωνάζοντας «άξιος» κατά τη χειροτονία τους και γενικότερα παίζει ενεργό ρόλο στο διοικητικό έργο της Εκκλησίας.
Όλα τούτα δείχνουν πως οι λαϊκοί δεν είναι απλοί παθητικοί θεατές των τελουμένων και διαδραματιζομένων από τους κληρικούς, αλλά γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν.
apostoliki-diakonia.gr
(Αρχιμανδρίτου Ιωάννου Καραμούζη)
α) Έννοια του όρου «Εκκλησία»
Ο όρος «Εκκλησία» στην αρχαιοελληνική του έννοια προερχόμενος από το ρήμα εκκαλώ δηλώνει τη συγκέντρωση και τη συνάθροιση πολιτών, προκειμένου να συσκεφθούν και να συναποφασίσουν για διάφορα σημαντικά ζητήματα. Στη Π. Διαθήκη αποκτά την έννοια της απλής συνάθροισης του Ισραηλιτικού λαού για θρησκευτικά, πολιτικά ή στρατιωτικά θέματα. Ωστόσο στο ίδιο κείμενο (της Π.Δ.) η λέξη «Εκκλησία» δηλώνει και το περιούσιο λαό του Θεού, τον Ισραήλ. Στη Κ. Διαθήκη ο όρος «Εκκλησία» σημαίνει πλέον τη σύνταξη εκείνων που πιστεύουν στο Χριστό, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζεται και ως βασιλεία, νύμφη, παστάς, άμπελος, λιμήν, πόλις, σύνοδος κ.λπ.
Παρ΄ όλα αυτά, η απόπειρα του να δοθεί ορισμός για το τι είναι Εκκλησία καθίσταται δυσχερέστατη αφού πρόκειται περί μυστηρίου. Και τούτο συμβαίνει γιατί η Εκκλησία έχει με αϊδιο τρόπο την αρχή της στο Τριαδικό Θεό, ενώ ταυτόχρονα είναι συνδεδεμένη μαζί του με μία σχέση αδιάσπαστη και άκρως αγαπητική. Ο ανθρώπινος νους δεν έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει αυτή τη σχέση Θεού - Εκκλησίας γιατί είναι μία υπέρλογη πραγματικότητα. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να την αισθανθεί εμπειρικά, πλησιάζοντάς την μέσα από τις περιγραφικές εικόνες που της αποδίδουν οι πατέρες της πίστης μας.
Ο απόστολος Παύλος στις Επιστολές του προς τους Χριστιανούς της Εφέσσου, της Κορίνθου, της Ρώμης και των Κολασαέων, παρουσιάζει την Εκκλησία με τα εξής χαρακτηριστικά: Είναι το σώμα του Ιησού Χριστού που έχει ως κεφαλή αυτόν τον ίδιο το Χριστό. Μέλη αυτού του σώματος είναι όλοι οι βαπτισμένοι Χριστιανοί, οι οποίοι βρίσκονται σε οργανική σχέση και εξάρτηση τόσο προς τη κεφαλή τους, δηλ. το Χριστό, όσο και μεταξύ τους. Κοινός σκοπός των μελών της εκκλησίας είναι ο αγιασμός που συντελείται με τη συμμετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και με την έμπρακτη έκφραση της αγάπης στις μεταξύ τους σχέσεις.
β) Οι τρεις φάσεις της Εκκλησίας
Η αρχή της ύπαρξης της Εκκλησίας τοποθετείται πολύ πριν την ενανθρώπιση του Χριστού. Γι΄ αυτό οι άγιοι πατέρες ομιλούν περί τριών φάσεων της εκκλησιαστικής ύπαρξης. Στη πρώτη φάση τοποθετείται η αϊδιος και στο νου του Θεού προΰπαρξη της εκκλησίας και η επάνδρωσή της από τις αόρατες πνευματικές δυνάμεις δηλαδή στους αγίους αγγέλους.
Στη δεύτερη φάση τοποθετείται η χρονική περίοδος από τον Αδάμ μέχρι το Χριστό. Σε αυτή η εκκλησία ενσαρκώνεται στα πρόσωπα του Αδάμ και της Εύας που ζουν προπτωτικά σε μακαρία κατάσταση. Με τη πτώση των πρωτοπλάστων έχουμε και τη πτώση της Εκκλησίας, η οποία διασώζεται στα πρόσωπα των Προφητών και γενικά των δικαίων της Π. Διαθήκης. Παρά την ύπαρξη της Εκκλησίας, έχει ακόμη δύναμη ο θάνατος και γι΄ αυτό ενώ οι δίκαιοι της Π. Διαθήκης έφθαναν στη θέωση, παρ΄ όλα αυτά κατέβαιναν στον ʼδη.
Στη τρίτη φάση ανήκει η χρονική περίοδος που ξεκινά με την ενανθρώπιση του Ιησού και καταλήγει στη συντέλεια των αιώνων. Με την ενανθρώπησή του ο Ιησούς ανέλαβε καθαρή και αμόλυντη ανθρώπινη φύση και την ένωσε με τη Θεότητά του. Κατ΄ αυτό τον τρόπο η Εκκλησία λαμβάνει κεφαλή και γίνεται Σώμα Χριστού. Επιπλέον από την ημέρα της Πεντηκοστής οι άνθρωποι μπορούν με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος να γίνονται μέλη του Σώματος του Χριστού και ταυτόχρονα ναοί του Αγίου Πνεύματος. Γι΄ αυτό το λόγο κατά την Πεντηκοστή, η Εκκλησία από πνευματική γίνεται και σαρκική.
γ) Ιδιότητες της Εκκλησίας
Η Εκκλησία συγκεντρώνει τέσσερις ιδιότητες που την καθιστούν μοναδική μέσα στο κόσμο. Αυτές είναι: η ενότητα, η αγιότητα, η καθολικότητα, η αποστολικότητα.
Ενότητα: Τούτη συνδέεται με το γεγονός ότι η κεφαλή της Εκκλησίας είναι μία δηλ. ο Χριστός. Εκείνος που την ζωωγονεί είναι το ʼγιο Πνεύμα, ενώ η πρώτη και αρχική αιτία της είναι ο Πατέρας. Η ενότητα των τριών Θείων προσώπων αντανακλάται στην Εκκλησία, η οποία ενώ αποτελείται από πολλά μέλη, συνθέτει το ένα και αυτό σώμα του Χριστού. Επιπλέον η ενότητά της βασίζεται στη μία πίστη των μελών της. Οι πιστοί αποδέχονται τις Χριστιανικές αλήθειες ανεπιφύλακτα και αγωνίζονται να τις εφαρμόζουν καθημερινά στο βίο τους. Οποιαδήποτε απόκλιση από την κοινή πίστη αποτελεί διάσπαση της εκκλησιαστικής ενότητας που οδηγεί στην απώλεια και το θάνατο. Το βάπτισμα είναι και εκείνο στοιχείο που εξασφαλίζει την ενότητα της Εκκλησίας. Μέσα από αυτό οι άνθρωποι πολιτογραφούνται ως μέλη του εκκλησιαστικού σώματος, αναλαμβάνουν κοινό αγώνα για τη κατάκτηση της αγιότητας απαλλασσόμενοι από το προπατορικό αμάρτημα της παρακοής. Τέλος η Θεία ευχαριστία είναι και εκείνη στοιχείο το οποίο ενισχύει την ενότητα της Εκκλησίας. Το σώμα και το αίμα του Χριστού προσφέρεται και μεταδίδεται στους Πιστούς ενώνοντάς τους μυστικώς μεταξύ τους, αλλά και με το Θεό. Κάθε φορά που τελείται το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας η μεταξύ των πιστών ένωση που κοινωνούν από το κοινό ποτήριο καθίσταται εντονώτερη. Επιπλέον η Εκκλησία ταυτίζεται με τη Θεία ευχαριστία. Εκείνο που καθιστά την Εκκλησία να είναι το σώμα του Χριστού είναι η Ευχαριστία, η οποία είναι η «κοινωνία του σώματος» του Χριστού και η «κοινωνία του αίματος», διά του οποίου λυτρώνονται τα μέλη της Εκκλησίας. Ενώ τέλος μέσα από τη Θεία Ευχαριστία ενώνονται οι επί της γης πιστοί που αποτελούν τα μέλη της στρατευομένης Εκκλησίας με τους κεκοιμημένους Χριστιανούς που συνθέτουν τη θριαμβεύουσα.
Αγιότητα
Η Εκκλησία είναι αγία γιατί έχει κεφαλή τον αναμάρτητο Θεάνθρωπο Ιησού και ψυχή το ʼγιο Πνεύμα. Επιπλέον έργο της είναι ο διαρκής εξαγιασμός των πιστών. Το γεγονός ότι ο Ιησούς αποτελεί τη κεφαλή της Εκκλησίας καθιστά σαφές ότι η αγιότητά του διαχέεται και στα υπόλοιπα μέλη του σώματός του, τα οποία αποκτούν δυνατότητα βίωσής της χάρη στην διαρκή αγιαστική δράση του Αγίου Πνεύματος. Το ʼγιο Πνεύμα εξαγιάζει τους πιστούς μέσα από τα Ιερά Μυστήρια. Η Θεία Ευχαριστία, το Βάπτισμα, το Χρίσμα, η Εξομολόγηση, το Ευχέλαιο, η Ιερωσύνη και ο Γάμος είναι επτά θεοδίδακτοι και θεοσύστατοιτρόποι με τους οποίους ξεκινά η αφθαρσία του κτιστού και η ανάδυση της καινούργιας ζωής, της διαφοροποιημένης προσωπικής υπόστασης, από τη μπλεγμένη στα δίχτυα του θανάτου ατομική επιβίωση. Αλλά για να έχουν εξαγιαστική δράση τα μυστήρια της εκκλησίας επάνω στα μέλη της, απαιτείται αγώνας από τα ίδια νίκης κατά των προσωπικών τους παθών και συμμόρφωσης με το Θείο θέλημα. Ωστόσο και στη περίπτωση που τα μέλη της Εκκλησίας εμμένουν στην αμαρτωλότητά τους, εκείνη δεν παύει να διατηρείται αγία, αφού αγία παραμένει πάντοτε και η κεφαλή της και άγιο το Πνεύμα που την εμψυχώνει. Γι΄ αυτό εξ΄ άλλου τα μέλη της αγωνίζονται διαρκώς να εξαγιάζονται, γιατί γνωρίζουν ότι η Εκκλησία είναι η πηγή της αγιότητος μέσα στην οποία βαπτίζονται καθημερινά.
Καθολικότητα
Η καθολικότητα της Εκκλησίας έγκειται στο ότι εκτείνεται σε όλες τις εποχές. Η ύπαρξή της ξεκινά πολύ πριν την ανθρώπινη δημιουργία και εκτείνεται απεριόριστα. Για εκείνη παύει να υφίσταται ο χρόνος με τις τρεις διαστάσεις του (παρελθόν, παρόν, μέλλον), γιατί ανακεφαλαιώνει και καθιστά καινά τα πάντα. Για την Εκκλησία τα μέλη της κινούνται και ζουν ήδη από τώρα τα εσχατολογικά γεγονότα της συνάντησής τους με τη Βασιλεία του Θεού και της μετοχής τους σε αυτήν. Η καθολικότητα της Εκκλησίας αφορά όλη την οικουμένη στην οποία απευθύνεται. Ο Κύριος στέλνει τους μαθητές του να κηρύξουν το Ευαγγέλιο σε όλα τα έθνη, τονίζοντας ακριβώς τη καθολικότητα και την ευρύτητα τη γεωγραφική των αποδεκτών του Χριστιανικού μηνύματος. Σε αυτόν το καθολικό χαρακτήρα του Ευαγγελίου στηρίζεται εξάλλου και η ιεραποστολική δράση της Εκκλησίας. Η καθολικότητά της αφορά και το πλήρωμα της αληθείας που η ίδια κατέχει. Η Εκκλησία ως σώμα Χριστού διασώζει την Ορθοδοξία. Σε αυτό το δύσκολο και ριψοκίνδυνο έργο, σημαντικό ρόλο παίζει το συνοδικό σύστημα που επικρατεί σε αυτήν. Οι σύνοδοι - οικουμενικές ή όχι - είναι εκείνες που πάντοτε, ιδιαίτερα όμως σε δύσκολους χρόνους αναταραχών, θεολογούν και διατυπώνουν τις αλήθειες που ζώσουν. Αυτό συμβαίνει γιατί οι σύνοδοι αποτελούν την αγωνία και την αιματηρή επίκληση της στρατευομένης Εκκλησίας προς το ʼγιο Πνεύμα για φωτισμό και σωτηρία. Ενώ τέλος το πλήρωμα της Εκκλησίας είναι η συνείδησή της που αποδέχεται και εγκρίνει ή απορρίπτει τις αποφάσεις των συνόδων.
Αποστολικότητα
Η Εκκλησία διατηρεί το χαρακτηριστικό της αποστολικότητας γιατί συνεστήθη από τον Ιησού Χριστό, ο οποίος απεστάλη από το Θεό Πατέρα στο κόσμο. Έπειτα ο Ιησούς απέστειλε τους μαθητές του στο κόσμο για να κηρύξουν το Ευαγγέλιό του. Οι μαθητές του οργάνωσαν τις τοπικές εκκλησίες χειροτονώντας επισκόπους, οι οποίοι με τη σειρά τους χειροτονούσαν και χειροτονούν πρεσβυτέρους και διακόνους. Κατ΄ αυτό τον τρόπο διασώζεται η αποστολική διαδοχή της εκκλησίας.
Αυτή η διαδοχή είναι κυρίως διάσωση της πληρότητας της εκκλησιαστικής κοινωνίας των τοπικών εκκλησιών με το Χριστό και μεταξύ τους μέσα από την ορθή πίστη, την αληθινή και σωτήρια διδασκαλία. Πρόκειται λοιπόν για διαδοχή και συνέχεια όλης της οικονομίας του Θεού, της υποστάσεως και ζωής της εκκλησίας, όλης της πληρότητας και της καθολικότητάς της.
Μέλη της Εκκλησίας
Την Εκκλησία την αποτελούν οι άγιοι άγγελοι, οι βαπτισμένοι Χριστιανοί που ζουν σε αυτό τον κόσμο, οι άνθρωποι που έχουν κοιμηθεί και εκείνοι που έζησαν πριν από την έλευση του Χριστού και αποδέχθηκαν το κήρυγμα του Θεανθρώπου στον ʼδη. Οι άγιοι άγγελοι είναι ο πνευματικός κόσμος τον οποίο έπλασε ο Τριαδικός Θεός πρωτύτερα από οτιδήποτε άλλο. Οι άγγελοι αποτελούν και το πλήρωμα της πρώτης φάσης της εκκλησίας δηλ. της επουράνιας, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν μέλη και της εν χρόνω φανέρωσης εκκλησίας. Είναι κατ΄ εξοχήν λειτουργικά όντα, αφού έργο των θρόνων, των Χερουβείμ και των Σεραφείμ είναι ο Θεοπρεπής ύμνος του «γελ», έργο των Εξουσιών, των Κυριοτήτων και των Δυνάμεων είναι ο τρισάγιος ύμνος, ενώ των Αρχών, Αρχαγγέλων και Αγγέλων το «αλληλούϊα». Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ότι σε κάθε Θεία Λειτουργία παρίστανται και συμμετέχουν μυριάδες αγγέλων και χιλιάδες αρχαγγέλων.
Οι εν ζωή βαπτισμένοι Χριστιανοί αποτελούν τα μέλη της επίγειας Εκκλησίας. Αυτή ονομάζεται στρατευομένη γιατί βρίσκεται σε διαρκή πνευματικό αγώνα προκειμένου να εξαγιασθούν τα μέλη της και να αποκτήσουν τη κοινωνία με το Τριαδικό Θεό. Οι κεκοιμημένοι Χριστιανοί αποτελούν τα μέλη της επουράνιας Εκκλησίας. Αυτή αποκαλείται θριαμβεύουσα, γιατί έχει ολοκληρώσει το έργο της, έχει κερδίσει τη διαρκή παραμονή της κοντά στο Θεό και συγκροτεί πλέον κοινωνία αγίων δίχως το κίνδυνο της πτώσης. Μέλη της Εκκλησίας είναι και όσοι έζησαν κατά τρόπο δίκαιο και άγιο πριν την έλευση του Ιησού στο κόσμο. Αυτοί οι άνθρωποι παρέμεναν δέσμιοι του θανάτου μέχρι τη στιγμή που ο Θεάνθρωπος Ιησούς κατέβηκε στον ʼδη μετά το σταυρικό του θάνατο και κήρυξε το Ευαγγέλιο και την Ανάστασή του. Από εκείνη ακριβώς την ώρα όλοι οι δίκαιοι της Π. Διαθήκης καθίστανται μέλη της θριαμβεύουσας επουράνιας Εκκλησίας. Γι΄ αυτό η στρατευομένη Εκκλησία τιμά κατά τη Κυριακή προ της Γέννησης του Χριστού όλους όσους ευαρέστησαν το Θεό, από τον Αδάμ μέχρι τον Ιωσήφ το μνήστορα της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Τα μέλη της στρατευομένης Εκκλησίας βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία και σε άρρηκτη σχέση με τη θριαμβεύουσα. Σε κάθε Θεία Λειτουργία μνημονεύονται τα ονόματα των κεκοιμημένων όχι ως απλή αναφορά όσων απουσιάζουν, αλλά ως βεβαιότητα ότι είναι παρόντες και ότι η Εκκλησία ξεπερνά τις διαστάσεις του χρόνου βιώνοντας έντονα τη πορεία της προς τα έσχατα, δηλ. τη θέωσή της. Αλλά και η θριαμβεύουσα Εκκλησία πρεσβεύει στο Θεό για την στρατευομένη, ώστε να μπορεί και η ίδια να αντιμετωπίζει νικηφόρα τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες και να κερδίσει την αγιότητα.
Λαός και Κλήρος
Η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού. Κεφαλή είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός και Σώμα όλοι οι Χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί, άνδρες και γυναίκες, χωρίς καμμία διάκριση και δίχως άλλη διαβάθμιση. Η κεφαλή και το σώμα συνυπάρχουν, δεν υπάρχουν απλώς χωριστά. Μπορεί και πρέπει να διακρίνονται και να διαφοροποιούνται, αλλά ουδέποτε να αυτονομούνται και ν΄ ανταγωνίζονται, διαφορετικά οδηγούμαστε σε ακρωτηριασμό.
Κάθε βαπτισμένος Χριστιανός με το μυστήριο του Χρίσματος συμμετέχει στο τριπλό αξίωμα του Ιησού, δηλ. στο προφητικό, το ιερατικό και το βασιλικό. Αυτή η συμμετοχή όλων των Χριστιανών κληρικών και λαϊκών στο τριπλό αξίωμα του Ιησού τους δίνει τη δυνατότητα της προσωπικής σωτηρίας, αλλά τους υπογραμμίζει και την ανάγκη συνεργασίας για την πνευματική προκοπή όλου του εκκλησιαστικού Σώματος.
Προφητικό αξίωμα
Σε αυτό μετέχει ο άνθρωπος μέσα από το φωτισμό που λαμβάνει από το βάπτισμα και το χρίσμα. Παύει πλέον να ζει στο σκοτάδι και καλείται να ζήσει ως τέκνο φωτός στο κόσμο. Καθίσταται εικόνα και λόγος της παρουσίας του Θεού και της αγάπης του μέσα στο κόσμο. Γι΄ αυτό γίνεται πλέον ερμηνευτής και θεολόγος της Ιστορίας, ευαίσθητος και ανοιχτός στο Θείο θέλημα και στα σχέδια του Θεού για τους ανθρώπους. Η ενάσκηση τούτου του αξιώματος από τους λαϊκούς έχει να κάνει με τη διακονία τους αναλαμβάνοντας δράση ως ιεροκήρυκες, ως κατηχητές, ως ιεροψάλτες στο χώρο της ενορίας, ή ως ιεραπόστολοι για την ευρύτερη διάδοση του Ευαγγελικού μηνύματος. Επιπλέον ως γονείς καλούνται να διδάσκουν τα παιδιά τους τις διδασκαλίες της πίστης τους, ενώ ως ενεργά μέλη της Εκκλησίας οφείλουν μέσα από τη συνειδητή συμμετοχή στη μυστηριακή ζωή να μαρτυρούν έμπρακτα τις ορθόδοξες αλήθειες.
Αρχιερατικό αξίωμα
Η συμμετοχή σε αυτό έγκειται στο ότι οι πιστοί βρίσκονται σε κοινωνία με το μεγάλο Αρχιερέα Ιησού και ανήκουν στην εκκλησία Του αποτελώντας το βασίλειον ιεράτευμα. Η ιερωσύνη των ανθρώπων αφορά το ότι στέκουν στο κέντρο του κόσμου και ευλογούν το Θεό γι΄ αυτό τον κόσμο, τον δέχονται από το θεό και τον επιστρέφουν εξαγιασμένο σε Εκείνον. Η ανθρώπινη ιερωσύνη έχει να κάνει με τη θυσία του είναι, αφού ο άνθρωπος σταυρώνει τον εαυτό του, θυσιάζεται και τελικά μεταμορφώνεται σε μία διαρκή επίκληση του Αγίου Πνεύματος για τους αδελφούς του και για όλη τη δημιουργία. Γι΄αυτό η συμμετοχή των λαϊκών στη Θ. Λειτουργία και γενικότερα στη Θεία Λατρεία είναι απαραίτητη. Ο Ιερέας δεν μπορεί μόνος να τελέσει τίποτε. Τα πάντα γίνονται με την σύμπραξη και τη συνλειτουργία των λαϊκών και των κληρικών. Οι αιτήσεις προς το Θεό αφορούν το «εμάς». Τούτο συμβαίνει γιατί όλα τα μέλη της Εκκλησίας συμμετέχουν στην Αρχιερωσύνη του Χριστού, οι μεν λαϊκοί κατά τρόπο γενικό, οι δε κληρικοί μέσα από το ειδικό χάρισμα της Ιερωσύνης.
Βασιλικό αξίωμα
Η συμμετοχή σε τούτο το αξίωμα ξεκινά από το ότι οι πιστοί είναι μέλη τους σώματος του Βασιλέως Χριστού και αποτελούν τους μελλοντικούς συγκληρονόμους του στη βασιλεία των ουρανών. Αυτό το αξίωμα δεν έχει καμία σχέση με τη κατακυρίευση, τη βία, ή άλλες κοσμικές πραγματικότητες. Εκφράζεται με τη πατρότητα, την αγάπη, την εργασία και το πόνο. Εδώ παλεύει ο άνθρωπος με την ίδια του τη φύση, με την ανταρσία της για να γίνει μέτοχος στη ζωή του Θεού.
Καλείται λοιπόν να ταπεινώνεται και να βρίσκει μέσα σε αυτή τη ταπείνωση τη πληρότητά του. Η βασιλική ιδιότητα του ανθρώπου είναι διπλή. Πρώτα να είναι άρχοντας της κτίσης και έπειτα κύριος του εαυτού του νεκρώνοντας τα πάθη του. Επιπλέον ασκώντας ο λαϊκός το βασιλικό του αξίωμα μετέχει ενεργά στις αποφάσεις της ενορίας του ως μέλος του Δ.Σ. του ναού του, δραστηριοποιείται σε ομάδες αγάπης, ανέγερσης πνευματικών κέντρων, εκφράζει ως μέλος της εκκλησιαστικής συνείδησης την συμφωνία του ή τη διαφωνία του απέναντι σε αποφάσεις κληρικών, επιλέγει τους ποιμένες του φωνάζοντας «άξιος» κατά τη χειροτονία τους και γενικότερα παίζει ενεργό ρόλο στο διοικητικό έργο της Εκκλησίας.
Όλα τούτα δείχνουν πως οι λαϊκοί δεν είναι απλοί παθητικοί θεατές των τελουμένων και διαδραματιζομένων από τους κληρικούς, αλλά γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν.
apostoliki-diakonia.gr
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)