17/8/09

Τα Μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας είναι Όλα ιερά και Θεοΐδρυτα.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει ότι η Θεία Ευχαριστία λέγεται και Μετάληψις και Κοινωνία. Εξηγεί σημειώνοντας: Μετάληψις, επειδή «δι΄ αυτής της του Ιησού θεότητος μεταλαμβάνομεν», και Κοινωνία, «δια το κοινωνείν ημάς δι΄ αυτής τω Χριστώ και μετέχειν αυτού της σαρκός τε και της θεότητος» (P.G. 94, 1153). Την ίδια εξήγηση δίνουν και άλλοι Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς.
Η σύσταση του Μυστηρίου.
Το Μυστήριο συνέστησε ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, σύμφωνα με τις αδιάψευστες μαρτυρίες της Καινής Διαθήκης και τη χριστιανική παράδοση από τους πρώτους αιώνες. Τούτο είχε σκιαγραφηθεί στις θυσίες του μωσαϊκού νόμου, ολοκληρωμένο όμως μας παραδόθηκε από τον Κύριο, όταν επρόκειτο να οδηγηθεί σύντομα στο πάθος, το βράδυ κατά το οποίο συνέφαγε με τους μαθητές του για το εβραϊκό Πάσχα. Αφού δηλαδή δείπνησαν σύμφωνα με τη μωσαϊκή παράδοση, παρέδωσε την καινή (νέα) θυσία, αφού τεμάχισε τον άρτο και τον μοίρασε στους μαθητές, αποκαλώντας τον άρτο σώμα δικό του, δίνοντας δε σ΄ αυτούς και το ποτήριο που ήταν γεμάτο από πρόσμειξη κρασιού και νερού. Αυτή η πρόσμειξη διεκήρυξε ότι είναι πραγματικά το αίμα του. Ακόμα τους έδωσε την εντολή να κάνουν το ίδιο, ώστε να τον θυμούνται, να γνωρίζουν δε καλά ότι κάθε φορά που το τελούν ομολογούν του Κυρίου και Διδασκάλου τη θυσία.
Η αγιογραφικές μαρτυρίες:
Οι ιεροί ευαγγελιστές Ματθαίος (26, 26-28), Μάρκος (14, 22-24) και Λουκάς (22, 19-20) σχεδόν με τα ίδια λόγια, αν και επιγραμματικά, εκθέτουν τα σχετικά με τον Μυστικό Δείπνο και την παράδοση του Μυστηρίου από τον Κύριο και Διδάσκαλό τους. Αρκετά πιο αναλυτικός είναι ο απόστολος των εθνών Παύλος, όταν γράφει στους Κορινθίους (Α΄ 11, 23-26): «Εγώ αυτό παρέλαβα από τον ίδιο τον Κύριο, κι αυτό σας παρέδωσα: Ο Κύριος Ιησούς, τη νύχτα που ήταν να παραδοθεί στους σταυρωτές του, πήρε άρτο, και, αφού έκανε ευχαριστήρια προσευχή, τον τεμάχισε και είπε: «Λάβετε και φάγετε· αυτό είναι το σώμα μου, που τεμαχίζεται για χάρη σας. Αυτό να κάνετε στην ανάμνησή μου». Παρόμοια, όταν τέλειωσε το δείπνο, πήρε το ποτήριο και είπε: «Αυτό το ποτήριο είναι η νέα διαθήκη που επικυρώνεται με το αίμα μου. Όποτε πίνετε απ΄ αυτό το ποτήριο, να το κάνετε στην ανάμνησή μου». Γιατί ωσότου να έρθει ο Κύριος, πάντοτε, όποτε τρώτε αυτόν τον άρτο και πίνετε αυτό το ποτήριο, διακηρύττετε το θάνατο του Κυρίου».
Αλλά και ο ιερός ευαγγελιστής Ιωάννης, κάνει εκτενή λόγο για τον Ιησού, ως άρτο της ζωής, και για τους πιστούς σ΄ εκείνον, οι οποίοι «τρώγουν» και «πίνουν», δηλαδή μεταλαμβάνουν του σώματος και του αίματός του. «Είπεν ο Ιησούς· εγώ ειμί ο άρτος της ζωής...» (6, 35) και «εγώ ειμί ο άρτος ο ζων ο εκ του ουρανού καταβάς· εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσεται εις τον αιώνα. Και ο άρτος δε ον εγώ δώσω, η σαρξ μου εστίν, ην εγώ δώσω υπέρ της του κόσμου ζωής» (6, 51). Μόνον όσοι τρώγουν τη σάρκα και πίνουν το αίμα, δηλαδή όσοι μεταλαμβάνουν με πίστη τα άχραντα Μυστήρια, θα έχουν ζωή αιώνια, διαβεβαίωσε ο Ιησούς Χριστός, όταν με τρόπο κατηγορηματικό έλεγε στους Ιουδαίους και στον καθέναν από μας: «Σας διαβεβαιώνω· αν δεν φάτε τη σάρκα του Υιού του Ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα του δεν έχετε μετοχή στη ζωή. Αυτός που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου έχει ζωή παντοτινή, κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα...» (Ιω. 6, 53-54).
Ακολουθώντας την εντολή του Χριστού οι πρώτοι χριστιανοί, στη διάρκεια των λατρευτικών τους συνάξεων που γίνονταν τις εσπερινές ώρες, μεταλάβαιναν από έναν αγιασμένο άρτο και από ένα ποτήριο που είχε ευλογηθεί. Αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων ότι οι πιστοί «ήσαν προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων και τη κοινωνία και τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς» (2, 42), ενώ «κάθε μέρα συγκεντρώνονταν με ομοψυχία στο ναό, τελούσαν τη θεία Ευχαριστία σε σπίτια και έτρωγαν την τροφή τους γεμάτοι χαρά και με απλότητα στην καρδιά» (Πραξ. 2, 46).
Σταδιακά επικράτησε να τελείται η θεία Ευχαριστία το πρωί, από ευλάβεια προς το Μυστήριο, όπως αναφέρει ο απόστολος Παύλος (Α΄ Κορ. 11, 21). Επιπλέον οι ανάγκες και οι διωγμοί των τριών πρώτων αιώνων, δεν επέτρεπαν στους χριστιανούς να συνάζονται κάθε μέρα και να τελούν το Μυστήριο. Έτσι, καθώς μαρτυρεί ο άγιος Ιουστίνος, ο μάρτυς, οι πιστοί συνέρχονταν την Κυριακή, χωρίς να αποκλείονται και άλλες ημέρες της εβδομάδας.
Ο Μέγας Βασίλειος, οι χριστιανοί «τέταρτον καθ΄ εκάστην εβδομάδα» κοινωνούν: Κυριακή, Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο, αλλά και Δευτέρα η Τρίτη «εάν η μνήμη αγίου τινός» (P.G. 32, 484).
Είναι σημαντικό ότι κατά τους πρώτους αιώνες, του σώματος και αίματος του Χριστού κοινωνούσαν όλοι οι χριστιανοί, εκτός από εκείνους που βαρύνονταν με σοβαρά αμαρτήματα και «κωλύονταν». Έτσι ο 9ος ιερός κανόνας των Αγίων Αποστόλων όριζε: «Πάντας τους εισιόντας πιστούς και των Γραφών ακούοντας, μη παραμένοντας δε τη προσευχή και τη αγία μεταλήψει, ως αταξίαν εμποιούντας τη Εκκλησία αφορίζεσθαι χρη». Τούτο επιβεβαιώνεται τόσο από τη μαρτυρία του αγίου Ιουστίνου, που γράφει ότι η θεία Κοινωνία «και τοις ου παρούσι δια των διακόνων πέμπεται», εφόσον δικαιολογημένα ήταν απόντες, όσο και από τις «Αποστολικές Διαταγές», που καθορίζουν τη σειρά της μεταλήψεως: «μεταλαμβανέτω ο επίσκοπος, έπειτα οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι και οι υποδιάκονοι και οι αναγνώσται και οι ψάλται και οι ασκηταί, και εν ταις γυναιξίν και αι παρθένοι και αι χήραι, είτα τα παιδία, και τότε πας ο λαός κατά τάξιν μετά αιδούς και ευλαβείας άνευ θορύβου».